Θα ήταν παράλογο οι καπιταλιστές, που διαθέτουν αμύθητη περιουσία σχετικά με τον υπόλοιπο πληθυσμό του πλανήτη, να μη φροντίσουν για την περιφρούρηση αυτού του πλούτου.
Γι’ αυτό οι νόμοι, παρότι προσπαθούν να ρυθμίσουν τις διαφορές μεταξύ των αρχόντων, συνολικά στρέφονται ενάντια σε εκείνους που έχουν «χάσει» στη «μοιρασιά» του πλούτου όπως αυτή γίνεται στις καπιταλιστικές συνθήκες, δηλ. ενάντια στους εργαζόμενους, τους φτωχούς και τα άλλα καταπιεσμένα στρώματα. Έτσι ο νόμος λέει ότι, π.χ., ο φτωχοδιάβολος του δρόμου διαπράττει σωρεία αδικημάτων (επαιτεία, κλοπή ενός ψωμιού ή ληστεία των χρημάτων για τη δόση του). Αντίθετα ο μεγαλοκαπιταλιστής δεν χρειάζεται να παρανομήσει, όταν κλέβει. Φροντίζει μέσω των εκάστοτε φίλων του στην κυβέρνηση να θεσμοθετεί ως νόμιμη π.χ. τη φοροδιαφυγή που διαπράττει και που σε μια δίκαιη κοινωνία θα ήταν έγκλημα. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, βάσει νόμων οι εφοπλιστές έχουν δεκάδες φοροαπαλλαγές.
Είναι γι’ αυτό σαφές ότι ακόμη κι αν ήταν άγιοι οι δικαστές, δεν θα μπορούσαν να είναι δίκαιοι. Ο νόμος ο ίδιος δεν τους επιτρέπει να είναι δίκαιοι.
Όμως η άρχουσα τάξη δεν μπορεί να επαφίεται μόνο στους νόμους. Γι’ αυτό φροντίζει να ελέγχει και το δικαστικό σύστημα.
Ασφαλώς σε χαμηλό επίπεδο οι δικαστές, οι οποίοι είναι σχετικά χαμηλόμισθοι, κρίνουν πολλές φορές υπέρ των αδυνάτων γενικά. Όσο όμως ανερχόμαστε στην ιεραρχία, οι μισθοί των δικαστικών αγγίζουν τις αποδοχές των υπόλοιπων γιάπηδων της άρχουσας τάξης (οι ανώτατοι δικαστικοί στην Ελλάδα παίρνουν πάνω από 5.500 ευρώ το μήνα). Και όσο αυξάνουν οι αποδοχές, τόσο πιο ταξικά προσανατολισμένες γίνονται οι αποφάσεις.
Στα χρόνια των μνημονίων, π.χ., τόσο τα εφετεία, όσο κυρίως το Συμβούλιο της Επικρατείας και ο Άρειος Πάγος έχουν πάρει σωρεία αποφάσεων υπέρ της κυβέρνησης και της άρχουσας τάξης: Απόρριψη προσφυγών καθαριστριών υπ. Οικονομικών, απόρριψη προσφυγών κορυφαίων συνδικαλιστικών οργανώσεων που στρέφονταν κατά του μνημονίου, αναίρεση δικαίωσης εργαζομένων από πρωτοβάθμια δικαστήρια.
Ταυτόχρονα, όποτε υπήρξαν δυνατές απεργίες μεγάλων κλάδων, η Δικαιοσύνη έσπευσε να βγάλει το φίδι από την τρύπα, κηρύσσοντας όλες αυτές τις κινητοποιήσεις ως παράνομες ή και καταχρηστικές.
Από την άλλη, βέβαια, όταν φτάνουν να δικάζονται μέλη της άρχουσας τάξης, τότε ενεργοποιούνται όλα τα νομικά «παράθυρα», για να πέσουν στα μαλακά. Μόλις πρόσφατα ο ιδιοκτήτης ιδιωτικής εταιρείας ηλεκτρικού ρεύματος, παρότι φέρεται να διέπραξε το έγκλημα της φοροκλοπής δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ, αφέθηκε προσωρινά ελεύθερος, ώστε να διασκεδάζει πλουσιοπάροχα στη Μύκονο με τους φίλους –ενώ ο Ρωμανός κόντεψε να πεθάνει στη φυλακή για μια ληστεία που ούτε καν ολοκλήρωσε.
Ασφαλώς σε αυτή τη διακριτική μεταχείριση συμβάλλει καθοριστικά το κόστος μιας άλλης σημαντικής παραμέτρου του συστήματος δικαιοσύνης: του ακριβού δικηγόρου, το οποίο μπορεί να καταβάλει μόνον ο πλούσιος.
Όλα αυτά δεν συμβαίνουν μόνο στην «καθυστερημένη» Ελλάδα. Αυτές τις ημέρες ολόκληρη η υφήλιος γίνεται επανειλημμένως μάρτυρας της ταξικότητας (και του ρατσισμού) ανώτερων δικαστηρίων των ΗΠΑ με τις υποθέσεις της πλήρους απαλλαγής αστυνομικών που σκότωσαν εν ψυχρώ άοπλους φτωχούς Αφροαμερικανούς. Στην ίδια χώρα, οι περισσότεροι κρατούμενοι και οι περισσότεροι μελλοθάνατοι είναι μαύροι, παρότι αυτοί αποτελούν μόλις το 12% του πληθυσμού. Το έγκλημά τους είναι ότι συνήθως είναι πολύ φτωχοί.
Στη Βρετανία, σχεδόν το 70% των φυλακισμένων ήταν άνεργοι όταν καταδικάστηκαν, ενώ στους μαύρους κατηγορούμενους η πιθανότητα επιβολής ποινής φυλάκισης είναι 600% μεγαλύτερη από ό,τι στους λευκούς.
Η σύζευξη του δικαστικού συστήματος με την άρχουσα τάξη κάνει τους δικαστές ένα σώμα εξαιρετικά συντηρητικό –κι αυτό από μόνο του σημαίνει ότι έχουν κοινωνική και πολιτική προκατάληψη στην έκδοση των αποφάσεων. Δεν είναι τυχαίο ότι, από τη σύσταση του ελληνικού κράτους και μετά, υπήρξαν μόνο δύο περιπτώσεις όπου οι δικαστικοί λειτουργοί ήρθαν σε κραυγαλέα αντίθεση με τις επιλογές της κυβέρνησης και της άρχουσας τάξης. Το 1832 ο Τερτσέτης και ο Πολυζωίδης αρνήθηκαν να συνυπογράψουν για τη θανατική καταδίκη του Κολοκοτρώνη, ενώ 130 χρόνια αργότερα ο Σαρτζετάκης κυνήγησε τους δολοφόνους του Γρηγόρη Λαμπράκη, παρά τις από τα πάνω πιέσεις για συγκάλυψη. Είναι τόσο σπάνιο το φαινόμενο, που ο τελευταίος (ο Σαρτζετάκης) έγινε και κινηματογραφικός ήρωας και –μέρες που είναι– Πρόεδρος της Δημοκρατίας…