Πόσο «αλλιώς» μπορούμε να γράψουμε την ιστορία;
Και ξαφνικά, γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε μια συζήτηση για την πολιτική παράδοση του Ν. Ζαχαριάδη. Η αναφορά σε έναν κάποιον «μεγάλο αρχηγό», σε μια «χαρισματική προσωπικότητα» που μπορεί, τάχα, να αλλάξει τη ροή της ιστορίας, ακουμπά σε σημερινά προβλήματα στρατηγικής, τακτικής και οργάνωσης που αντιμετωπίζει η Αριστερά και ιδίως ο ΣΥΡΙΖΑ. Και ο νοών νοείτω…
Ένα πρώτο πρόβλημα που έχει αυτό το σύστημα ιδεών είναι ότι ο υποτιθέμενος χαρισματικός ρόλος του Ν. Ζαχαριάδη είναι κατασκεύασμα της δεκαετίας του ’50, δεν προκύπτει από τα γεγονότα και τις επιλογές που έγιναν από την ηγεσία του ΚΚΕ κατά τη θυελλώδη περίοδο του 1931-49. Η ιστορία πρέπει να γραφτεί πολύ «αλλιώς» για να υποστηριχθεί ο Ν. Ζαχαριάδης ως σημείο αναφοράς για τη σύγχρονη Αριστερά.
Η δεκαετία του ‘30
Ο Ζαχαριάδης δεν αναδείχθηκε ως ηγέτης μέσα από την εσωτερική εξέλιξη και διαπάλη στο κόμμα. Υπήρξε τμήμα της ομάδας (των λεγόμενων «κούτβηδων») που «φυτεύτηκε» στην ηγεσία του ΚΚΕ από τη σταλινοποιημένη, πλέον, 3η Διεθνή στο πλαίσιο της «μπολσεβικοποίησής» του.
Η ηγεσία Ζαχαριάδη διαμόρφωσε την ανάλυση της «ψωροκώσταινας», που έβλεπε τον ελληνικό καπιταλισμό της μεταβενιζελικής περιόδου ως κυριαρχούμενο από «τσιφλικάδικα κατάλοιπα» και όριζε το χαρακτήρα της «επερχόμενης επανάστασης στην Ελλάδα, ως αστικοδημοκρατικό». Με αυτήν την ανάλυση και στρατηγική το ΚΚΕ απέτυχε σε κρίσιμες δοκιμασίες, όπως η εργατική εξέγερση του ‘36 στη Θεσσαλονίκη και η αντίσταση στην επερχόμενη δικτατορία του Μεταξά.
Κατά τη διάρκεια της περιόδου της δικτατορίας, η ηγεσία Ζαχαριάδη κατέγραψε μια παταγώδη αποτυχία. Το κόμμα υποχρεώθηκε να αναδιπλωθεί σε τακτική «ανασύνταξης μέσα στις φυλακές» (!), ενώ ο Μανιαδάκης κατόρθωσε να διαμορφώσει μιαν κάποια δικιά του… Κεντρική Επιτροπή, διαβρώνοντας βαθιά τις δυνατότητες στοιχειώδους λειτουργίας του.
Το γράμμα
Το σημείο όπου αρχίζει να χτίζεται ο θρύλος του Ζαχαριάδη είναι η εκτίμηση για το χαρακτήρα του επερχόμενου πολέμου, το 1940.
Προσεγγίζοντας τον πόλεμο, τα στελέχη του ΚΚΕ βρίσκονται εγκλωβισμένα στην αθλιότητα του Συμφώνου Ειρήνης μεταξύ της σταλινικής Ρωσίας και της ναζιστικής Γερμανίας, του συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, που επέτρεψε το διαμελισμό της Πολωνίας και των Βαλτικών Χωρών, αλλά και τις μαζικές «εκκαθαρίσεις» στον Κόκκινο Στρατό (Τουχατσέφσκι κ.ά.).
Σε αυτήν την περίοδο οι προετοιμασίες του ΚΚΕ για τον επερχόμενο πόλεμο είχαν ανατεθεί σε ομάδα στελεχών του εργατικού τομέα (Πλουμπίδης, Σιάντος κ.ά.) με βάση τη λενινιστική παράδοση της αντιμετώπισης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (μετατροπή του πολέμου σε επανάσταση) και επίκεντρο την εργατική δράση στις πόλεις. Σε αυτές τις εργασίες μπορούμε να διακρίνουμε την απαρχή της μετέπειτα πολιτικής ετοιμότητας του ΚΚΕ να οργανώσει πρωτοφανή εργατική αντίσταση σε συνθήκες κατοχής (εργατικό ΕΑΜ, γενική απεργία κ.ο.κ.). Μπορούμε όμως να διακρίνουμε και τις ρίζες της πολύ σκληρής μοίρας που επιφύλαξε, αργότερα, στα προαναφερθέντα στελέχη το εσωκομματικό καθεστώς Ζαχαριάδη.
Το 1940 ο Ν. Ζαχαριάδης –πιθανώς ενήμερος για τις προοπτικές κατάρρευσης του Συμφώνου– αλλάζει αιφνιδίως γραμμή και με το διαβόητο «ανοιχτό γράμμα» καλεί τους κομμουνιστές να συμμετάσχουν ενεργά σε έναν «αντιφασιστικό πόλεμο» μη διστάζοντας να προσθέσει ότι αυτό πρέπει να γίνει ακόμα και υπό «την ηγεσία της κυβέρνησης Μεταξά».
Πρόσφατα ακούσαμε ξανά την εκτίμηση ότι το «γράμμα» έβαλε τα θεμέλια για το ΕΑΜ. Πρόκειται για μια θηριώδη υπέρβαση στην ανάγνωση και κατανόηση της ιστορίας.
Ένα σημαντικό τμήμα στελεχών του ΚΚΕ (Πλουμπίδης, ακόμα και στενοί συνεργάτες του Ζαχαριάδη, όπως ο Ιωαννίδης) θεώρησαν το «γράμμα» ως δημιούργημα του μηχανισμού του Μεταξά. Δηλαδή όχι ως απλώς λαθεμένο, αλλά ως έκφραση της πολιτικής του ταξικού εχθρού. Ακόμα και ο ίδιος ο Ζαχαριάδης έγραψε αργότερα ότι το «γράμμα», αν διαβαστεί από μόνο του, αποτελεί ένα «σοσιαλπατριωτικό» ντοκουμέντο. Και ο χαρακτηρισμός «σοσιαλπατριωτικό» στη γλώσσα της εποχής ήταν ένας πολύ βαρύς χαρακτηρισμός.
Όμως το μέγεθος της υπέρβασης είναι κυρίως αλλού: στην υπερτίμηση των αρχηγικών «μηνυμάτων» (σωστών ή λαθεμένων) και την υποτίμηση της ζωντανής δραστηριότητας των μαζών από τα κάτω, όπως αυτή που έχτισε τη δύναμη του ΕΑΜ.
Αναφερθήκαμε ήδη στη σημασία του εργατικού ΕΑΜ, στην «παραδοσιακή» εργατική δράση στις πόλεις, ως βασικού πυλώνα της ανάπτυξης της αντίστασης στην Ελλάδα, που πήρε πρωτοφανείς διαστάσεις και καθόρισε -κατά τη γνώμη μου- την ηγεμονία της Αριστεράς. Ο δεύτερος πυλώνας της ανάπτυξης του ΕΑΜ ήταν η δράση των φτωχών αγροτών στην ύπαιθρο, που κυρίως στήριξε τις αντάρτικες ομάδες και στη συνέχεια τον ΕΛΑΣ.
Όσοι αναζητούν τις «χαρισματικές προσωπικότητες» της εποχής δεν δικαιούνται να υπεκφεύγουν το πρόβλημα του Άρη Βελουχιώτη. Του αρχικαπετάνιου του ΕΛΑΣ, που έμεινε στις καρδιές όλων των αριστερών ανθρώπων, όχι μόνο για τη δράση του, αλλά και γιατί είδε έγκαιρα τη ροπή των εξελίξεων και κάλεσε το κόμμα του να αλλάξει γραμμή, να συγκρουστεί με την κυρίαρχη τάξη και τους Άγγλους, να επιχειρήσει να σπάσει τα όρια της Γιάλτας.
Ο Άρης, αυτή η «χαρισματική προσωπικότητα» της Αντίστασης, συντρίφτηκε με μια «τουφεκιά», με μια απόφαση του ΠΓ του ΚΚΕ, υπό την ευθύνη του Ζαχαριάδη, που τον καταδίκασε στη διαγραφή, στην απομόνωση και τελικά στην εξόντωση.
Λάθη;
Η συνέχεια των εξελίξεων βάζει ακόμα περισσότερα προβλήματα σε όσους επιχειρούν σήμερα μιαν αγιοποίηση του Ζαχαριάδη.
Η θεωρία των «δύο πόλων» που νεφελωδώς διατύπωσε, δεν αποτελούσε ούτε κάποιας μορφής αντίσταση στην τότε γραμμή της ΕΣΣΔ, ούτε κάποια προδρομική έκφραση του «ευρωκομμουνισμού» (!) όπως ισχυρίστηκε ένας πρόσφατος τίτλος στην «Αυγή». Την ίδια εποχή αυτή η γραμμή αναπτύχθηκε από το ΚΚ Γαλλίας και από το ΚΚ Ιταλίας υπό τον Τολιάτι. Ήταν η κατεύθυνση που έδινε το ίδιο το «διεθνές κέντρο» της Μόσχας, στις μεταπολεμικές συνθήκες όπου ωρίμαζε η στρατηγική της «ειρηνικής συνύπαρξης», αλλά και του ανταγωνισμού των δύο συστημάτων που λίγο αργότερα περιγράφηκε ως «ψυχρός πόλεμος».
Όμως, μεταξύ Γαλλίας και Ιταλίας από τη μία, και Ελλάδας από την άλλη, υπήρχε μια θεμελιώδης διαφορά: Εδώ η αστική τάξη έβαινε από τον πόλεμο πολύ πιο αποδυναμωμένη και το κίνημα αντίστασης πολύ πιο ισχυρό, με αποτέλεσμα να είναι εφικτό –όπως και στη Γιουγκοσλαβία– να σπάσει η μοιρασιά της Γιάλτας.
Σε αυτό το καυτό πεδίο, η ηγεσία Ζαχαριάδη αποτελεί μια διαρκή «παλάντζα» που με διαδοχικά αριστεροδεξιά ζιγκ-ζαγκ, οδηγεί το κίνημα σε συντριπτική ήττα. Που, μετά την ήττα, πασχίζει με τον πιο χοντροκομμένο τρόπο να την υποβαθμίσει, με μοναδικό στόχο να διατηρηθεί στην κομματική εξουσία. Και που στο μεταξύ διάστημα δεν διστάζει μπροστά στα πιο άγρια «εσωτερικά» εγκλήματα: Μπούλκες, 7η Μεραρχία, Πλουμπίδης, Καραγιώργης, είναι μόνον τα πιο γνωστά και πιο «συμβολικά» επεισόδια αυτής της αλυσίδας. Μιας αλυσίδας εσωκομματικής αγριότητας που η επίκληση της σκληρότητας της εποχής δεν αρκεί για να την υποβαθμίσει.
Ο Ν. Ζαχαριάδης υπήρξε το τυπικό δείγμα της σταλινικής ηγεσίας, κατά την περίοδο του εκφυλισμού της 3ης Διεθνούς σε διπλωματικό και γεωπολιτικό «εξάρτημα» του κρατικού καπιταλισμού που είχε ήδη εγκαθιδρυθεί στην ΕΣΣΔ. Αδυνατώντας να εκτιμήσει σωστά τις εξελίξεις στο «διεθνές κέντρο» που στήριξε απεριόριστα, έπεσε τελικά και ο ίδιος θύμα του μηχανισμού που υπηρέτησε σε όλη την πολιτική ζωή του.