Οι αριθμοί, οι άνθρωποι και οι κόκκινες γραμμές της ενδιάμεσης διαπραγμάτευσης κυβέρνησης-δανειστών
Την ώρα που γράφεται το κείμενο αυτό δεν είναι γνωστή η έκβαση της συνεδρίασης του Eurogroup της Δευτέρας (16/2). Θα είναι γνωστή, όμως, σε όσους διαβάζουν το κείμενο αυτό. Άρα, ό,τι ακολουθεί πρέπει να διαβαστεί υπό το πρίσμα της όποιας εξέλιξης. Η οποία, κατά πάσα πιθανότητα,θα είναι μια παράταση της διαπραγμάτευσης επί του προγράμματος-γέφυρα που θα διαδεχθεί το μνημόνιο. Με πρώτο όριο την 18/2, οπότε η ΕΚΤ καλείται να αποφασίσει αν θα παρατείνει τη δυνατότητα προσφυγής της Ελλάδας στη ρευστότητα του ELA, επόμενο όριο την 28/2, οπότε λήγει η παράταση του μνημονίου και μεθεπόμενο και κρισιμότερο όριο την 5/3, οπότε η ΕΚΤ ξεκινά το πρόγραμμα αγοράς (και) κρατικών ομολόγων, ρίχνοντας στην αγορά τα πρώτα 60 δισ. ευρώ.
Υπάρχουν κι άλλα όρια, εκτός των χρονοδιαγραμμάτων της ευρωπαϊκής νομενκλατούρας, που σχετίζονται με την πραγματικότητα της ελληνικής οικονομίας και των δημοσίων ταμείων, αλλά αυτά δεν είναι απολύτως σαφή. Σε κάθε περίπτωση κι αυτά τα όρια είναι από στενά έως ασφυκτικά.
Η συμπεριφορά της κυβέρνησης έναντι των δανειστών δεν προδίδει πανικόβλητη βιασύνη κι αυτό είναι καλό. Επίσης, έχει ενεργοποιήσει αισθητά το λαϊκό παράγοντα, ο οποίος φαίνεται να συσπειρώνεται στην ιδέα της «σκληρής διαπραγμάτευσης», κι αυτό είναι επίσης καλό. Ακόμη, έχει προκαλέσει αξιοπρόσεκτα ρήγματα στο μέτωπο των δανειστών, κυρίως στην κατεύθυνση μιας μετριοπάθειας (δηλώσεις Ρένγκλινγκ του ESM και Ντράγκι της ΕΚΤ). Κι αυτό είναι καλό. Έχει, τέλος, διαχωρίσει με αρκετή σαφήνεια τη «μικρή διαπραγμάτευση» (πρόγραμμα-γέφυρα) από τη «μεγάλη» (για το χρέος), γεγονός που επιτρέπει αυτή η δεύτερη και πιο δύσκολη να διευκολυνθεί από ποικίλες οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις, που θα μεσολαβήσουν τους επόμενους μήνες, με σημαντικότερους σταθμούς τις εκλογικές αναμετρήσεις σε χώρες της ΕΕ.
Τι σημαίνει «συμβατικές
υποχρεώσεις» της Ελλάδας έναντι της Ευρωζώνης;
Απ’ αυτή την άποψη, το σημείο εκκίνησης της «μικρής διαπραγμάτευσης» μεταξύ κυβέρνησης και δανειστών έχει ζωτική σημασία. Οι βασικές προϋποθέσεις της είναι οι εξής:
Πρώτον, μνημόνιο δεν υπάρχει, άρα και η δανειακή σύμβαση είναι στον αέρα, τουλάχιστον μέχρι να ανοίξει η συζήτηση για την αναδιάρθρωση του χρέους.
Δεύτερον, εφόσον ισχύουν αυτά και οι δανειστές δέχονται το εγχείρημα της διαπραγμάτευσης με τους «θεσμούς», τίθεται το ερώτημα βάσει ποιων κανόνων θα γίνει αυτή. Ποια είναι η ελάχιστη συμβατική υποχρέωση της Ελλάδας ως μέλους της Ευρωζώνης και από ποια νομική βάση πηγάζει αυτή; Δεν είναι το μνημόνιο, αλλά ούτε οι «διακρατικές συμφωνίες» που συνιστούν το «πανευρωπαϊκό μνημόνιο» (Δημοσιονομικό Σύμφωνο και Σύμφωνο για το ευρώ+), όλα τους εκτός κοινοτικού δικαίου (παρά τη λαθροχειρία της ευρωπαϊκής ηγεσίας να τα βαφτίσει «παράγωγο ευρωπαϊκό δίκαιο»). Η μόνη νομική βάση συζήτησης είναι το Σύμφωνο Σταθερότητας και η Συνθήκη για την ΕΕ, έστω κι αν αυτά είναι, τελικά, η αυθεντική πηγή του κακού της νεοφιλελεύθερης λιτότητας στην Ευρώπη.
Τρίτον, κριτήριο ενός προγράμματος-γέφυρα δεν μπορεί να είναι άλλο από το να δίνει στην κυβέρνηση τη δυνατότητα να υλοποιήσει τη βασική της δέσμευση, δηλαδή να ανατρέψει τη λιτότητα.
Δει δη χρημάτων… Όλα εξαρτώνται από το πόσα χρήματα θα αποδεσμεύσει η κυβέρνηση από τη χωματερή του χρέους μέσω της επιδιωκόμενης ενδιάμεσης συμφωνίας. Ξεκινώντας από φέτος, και από την υποχρέωση εξόφλησης δανείων και ομολόγων ύψους άνω των 22,5 δισ., εν ονόματι της οποίας προβλέφθηκαν τα εξωφρενικά πλεονάσματα 4,5%. Ποια, λοιπόν, μπορεί να είναι η βάση εκκίνησης αυτής της διαπραγμάτευσης, με βάση τις προϋποθέσεις και τις ανάγκες που αναφέρθηκαν;
Πρωτογενές πλεόνασμα
Εφόσον το μνημόνιο ανήκει στην ιστορία, το ακολουθούν και οι δημοσιονομικοί του στόχοι, πρωτίστως το παράλογο πρωτογενές πλεόνασμα. Αλλά για ποιο λόγο να συζητήσει κανείς και επί ενός «λογικού» πρωτογενούς πλεονάσματος, ακόμη και μικρότερο από το 4,5%; Για ποιο λόγο να μιλήσει, έστω, και για ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, όταν η βασική του υποχρέωση ως μέλος της Ευρωζώνης είναι να διατηρεί μεσοσταθμικά δημοσιονομικό έλλειμμα 3%, δηλαδή τουλάχιστον 5,4 δισ. ευρώ για το 2015; Με δεδομένο, μάλιστα, ότι οι προβλέψεις για δαπάνες τόκων φέτος ανέρχονται στα 5,7 δισ. ή στο 3,2% του ΑΕΠ, στη χειρότερη περίπτωση μπορεί να αποδεχθεί κανείς ως βάση συζήτησης έναν πρωτογενώς (σχεδόν) ισοσκελισμένο προϋπολογισμό –για την ακρίβεια με ένα πρωτογενές πλεόνασμα 0,3 δισ. ή 0,16%, αν αυτό έχει κάποια, έστω συμβολική, σημασία.
Η κυβέρνηση διαμηνύει ότι η βάση μιας πολιτικής συμφωνίας με τους δανειστές είναι οι άνθρωποι, όχι οι αριθμοί. Σωστό μεν, αλλά αυτή τη στιγμή οι άνθρωποι εξαρτώνται απολύτως από τους αριθμούς που πέφτουν στο τραπέζι του παζαριού. Και οι διαφορές που κρύβονται πίσω και από τους αριθμούς και από τις λέξεις είναι τεράστιες. Όπως υπενθυμίζει ο Πολ Κρούγκμαν σε πρόσφατο άρθρο του, το ελληνικό πρόγραμμα λιτότητας από το 2010 και μετά «δούλεψε» υπέρ της ύφεσης με έναν πολλαπλασιαστή τουλάχιστον 1,3. Αυτό σημαίνει ότι κάθε μονάδα πλεονάσματος ισοδυναμεί με δυο μονάδες περικοπών και φόρων, ήτοι λιτότητας. Για να «παγώσει», τουλάχιστον, η λιτότητα και πολύ περισσότερο για να αντιστραφεί, θα πρέπει ο προϋπολογισμός να τείνει προς πρωτογενές έλλειμμα και σε κάθε περίπτωση να εξαντλεί τα περιθώρια του δημοσιονομικού ελλείμματος 3% κατά το Σύμφωνο Σταθερότητας. Αυτό, άλλωστε, επιδίωξαν ήδη η Γαλλία, η Ιταλία, το Βέλγιο και η Ισπανία με τους προϋπολογισμούς τους για το 2015, τους οποίους η Κομισιόν έκανε «φύλλο και φτερό».
Οι απόλυτοι αριθμοί κάνουν τη διαφορά αισθητή. Με ένα δημοσιονομικό έλλειμμα κοντά στο «νόμιμο» 3% η κυβέρνηση έχει ένα δημοσιονομικό περιθώριο περίπου 5,5 δισ. ευρώ για να ασκήσει μια στοιχειώδη πολιτική ελάφρυνσης και ενίσχυσης των ακραίων θυμάτων της λιτότητας, εμφανίζοντας παράλληλα έναν πρωτογενώς ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Αντιθέτως, αν αποδεχθεί συμβιβασμό σε πρωτογενές πλεόνασμα 3%, θα αναγκαστεί να προσφύγει σε περικοπές ή φόρους πάλι 5,5 δισ. ευρώ. Στην καλύτερη περίπτωση να ασκήσει μια πολιτική αναδιανομής της λιτότητας.
Το συμπέρασμα είναι ότι ακόμη και στο πλαίσιο ενός «εντίμου συμβιβασμού» που θα δώσει χρόνο για τη «μεγάλη διαπραγμάτευση», έχει σημασία πού χαράσσει κανείς τις γραμμές άμυνας. Η Ευρωζώνη είναι μια θεσμική Βαβέλ που ταλαντεύεται διαρκώς ανάμεσα στην κατάρρευση και την επαναθεμελίωση. Η Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε την τελευταία πενταετία ως μοχλός αντιδραστικής επαναθεμελίωσης της Ευρωζώνης. Τώρα, έχει την ευκαιρία να παίξει αντίστροφο ρόλο: να γίνει μοχλός είτε μιας προοδευτικής και, τουλάχιστον, ρεαλιστικής επαναθεμελίωσης, είτε μιας χειραφετικής για τους λαούς αποδόμησης.