Το θέμα γύρω από το οποίο εκφράζεται η αγωνία της πλειοψηφίας των μελών του ΣΥΡΙΖΑ είναι η σχέση κόμματος και κυβέρνησης.
Όχι μόνο γιατί αντικειμενικά τα όρια μπερδεύονται και επικρατεί το «Τώρα πήραμε την κυβέρνηση, δεν είμαστε πια αντιπολίτευση». Κυρίως γιατί είναι ορατό στον καθένα και στην καθεμιά ότι οι πρώτες μέρες διακυβέρνησης συνοδεύτηκαν από την απόλυτη απαξίωση του κόμματος. Και όταν λέμε κόμμα, εννοούμε καταρχήν τις οργανώσεις μελών, αλλά και τα υπόλοιπα όργανά του –τις Νομαρχιακές Επιτροπές, την Κεντρική Επιτροπή, την Πολιτική Γραμματεία. Κατά τη γνώμη μας, η σχέση αυτών των δύο υποκειμένων, δηλαδή το σε ποια σημεία θα συναντιούνται και πώς θα αλληλοεπηρεάζονται, είναι σημείο-κλειδί για το πόσο θα προχωρήσει η μεγάλη ανατροπή που πετύχαμε στις 25 Γενάρη, με την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ.
Η λειτουργία του κόμματος
Σε κάτι περισσότερο από ένα μήνα, τα μέλη και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ έχουμε βρεθεί να παρακολουθούμε από τις οθόνες της τηλεόρασης τις κινήσεις της νέας κυβέρνησης. Το κόμμα στο σύνολό του τις τελευταίες μέρες συνειδητοποίησε ότι το μόνο πράγμα που μπορούσε να κάνει ήταν απλά να σχολιάσει τις εξελίξεις. Τα επιχειρήματα «κοινής λογικής» που χρησιμοποιούνται, και ακούστηκαν ακόμα και στην τελευταία ΚΕ, είναι «αποστομωτικά». «Μα καλά τι θέλετε; Να ρωτάει ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Οικονομικών τις οργανώσεις μελών για την κάθε λέξη που θα πει στο Eurogroup;». Ή «Οι προβληματισμοί σας δεν αφορούν την κοινωνία. Ακούσατε κανέναν να σας ρωτάει γιατί δεν λειτουργούν τα όργανα;». Ή «Οι διαφωνίες σας κάνουν κακό στην εικόνα της κυβέρνησης και κόβουν τα φτερά του κόσμου».
Στον αντίποδα η βάση, μπερδεμένη και σαστισμένη, ζητά να κατέβουν ειδικοί στις οργανώσεις να εξηγήσουν τη συμφωνία. Όλοι πάντως φαίνεται να συμφωνούν σε ένα πράγμα. «Το κόμμα πρέπει να λειτουργήσει».
Για να μπορέσουμε να μπούμε στην ουσία του ζητήματος θα πρέπει καταρχήν να αποδεχτούμε ότι πράγματι το κόμμα δεν λειτουργεί και μάλιστα εδώ και καιρό. Η ΚΕ από το καλοκαίρι έχει συνεδριάσει τρεις και «μισή» φορές. Η μία τελευταία ήταν λίγες ώρες πριν το υποτιθέμενο διαρκές συνέδριο, που δεν έγινε ποτέ και που στήθηκε σαν μηχανισμός εκβιασμού απέναντι σε όσους αντιδρούσαν στην αλλαγή της πολιτικής των συμμαχιών.
Επιπλέον, μήνες τώρα έρχονταν ψηφίσματα από τις οργανώσεις μελών, τα οποία ζητούσαν να μην υπάρξουν στα ψηφοδέλτια μνημονιακές υποψηφιότητες. Ιδιαίτερα για την υποψηφιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας οι αντιδράσεις ήταν μεγάλες. Το κόμμα σε πολλές στιγμές ήταν ομοιογενές ως προς το τι δεν ήθελε. Επομένως προφανώς δεν περιμένουμε από τον πρόεδρο να ρωτάει το κόμμα για το καθετί την τελευταία στιγμή, αλλά θα πρέπει να θυμίσουμε ότι το κόμμα έχει μιλήσει εδώ και καιρό, απλά δεν εισακούστηκε. Ο εκβιασμός καταρχάς πέρασε. Όσοι καλοπροαίρετοι σύντροφοι και συντρόφισσες αποφάσισαν ότι δεν ήταν σωστό «να μιλήσουν πριν τις εκλογές» και ότι «θα τα ξεκαθάριζαν όλα αμέσως μετά τις εκλογές» έφτασαν να μη μιλήσουν ποτέ. Γιατί ποτέ δεν θα είναι κατάλληλη η ώρα...
Σε αυτό ακριβώς το σημείο πρέπει να ξαναθυμίσουμε τι είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και ποιος είναι ο ρόλος του. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, που στο συνέδριό του αποφάσισε ότι, με όχημα την κυβέρνηση της Αριστεράς, θέτει σαν πρώτο στόχο την ανατροπή της λιτότητας σε Ελλάδα και Ευρώπη, που περνάει μέσα από την ακύρωση του μνημονίου, τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους κλπ. Είναι το κόμμα που τα τελευταία χρόνια συγκρούστηκε στους δρόμους μαζί με τον κόσμο για να φύγουν τα μνημόνια και οι τρόικες. Είναι το κόμμα των καθαριστριών και των εργαζομένων της ΕΡΤ. Είναι το κόμμα που στήριξε την νεολαιίστικη εξέγερση το 2008. Είναι το κόμμα που προσπάθησε να περιλάβει στο πρόγραμμά του τα αιτήματα των κινημάτων.
Τέλος είναι το κόμμα που στο καταστατικό του αναφέρεται σε μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, στο σοσιαλισμό. Με αυτή την έννοια το κόμμα οφείλει να συζητά και να κάνει ό,τι είναι δυνατόν καθημερινά για να πλησιάσει αυτούς τους στόχους. Είναι το κόμμα που, αν μη τι άλλο, οφείλει να δηλώνει με ειλικρίνεια ότι υπάρχουν στιγμές που θα απομακρύνεται από αυτούς τους στόχους. Κυρίως οφείλει αυτό να το δηλώνει όχι μόνο στα μέλη του, αλλά και στην κοινωνία. Πρόκειται λοιπόν για μια συζήτηση που αφορά τόσο το κόμμα, όσο και τον κόσμο που έχει εναποθέσει τις ελπίδες του στον ΣΥΡΙΖΑ.
Δημοκρατία και εργατική τάξη
Η δημοκρατία δεν είναι ένα ειδικό ζήτημα που αφορά μόνο το κόμμα. Αφορά την κοινωνία ακόμα και αν ο κόσμος που μας ψήφισε δεν το αντιλαμβάνεται και του φαίνεται «ψιλά γράμματα». Αν ζητάμε περισσότερη εσωκομματικη δημοκρατία είναι γιατί θέλουμε να συζητήσουμε πώς το κόμμα και η κυβέρνηση θα υπηρετήσουν καλύτερα τους εργαζόμενους. Πώς οι υποσχέσεις για τον κατώτατο μισθό, για τις συλλογικές συμβάσεις, για την ακύρωση των μνημονίων θα υλοποιηθούν. Αν φοβόμαστε σήμερα τη δημοκρατία μέσα στο κόμμα, μήπως θα τη φοβηθούμε και αύριο στους εργασιακούς χώρους, στα πανεπιστήμια; Στην κοινωνία; Με ποια μονάδα μέτρησης μετριέται η δημοκρατία; Μέχρι πόσο επιτρέπεται; Και αν η ηγεσία του κόμματος και η κυβέρνηση ανακοινώνουν τις αποφάσεις τους δημόσια πριν να τις συζητήσουν, γιατί τα υπόλοιπα στελέχη δεν μπορούν να διαφωνήσουν δημόσια και να απευθυνθούν απευθείας στην κοινωνία και να της πουν την αλήθεια;
Το επόμενο διάστημα
Το κόμμα θα πρέπει να είναι πρώτα απ’ όλα ο εκφραστής της συλλογικής συνείδησης, ο οργανωτής της οργής και της ανυπομονησίας. Το κόμμα δεν μπορεί να λέει στην κοινωνία «κάνε υπομονή», αλλά «να οργανώσουμε μαζί τον τρόπο για να διεκδικήσουμε τα αιτήματά μας». Το βασικό έργο του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι το να επικροτεί το έργο της κυβέρνησης και να γίνεται ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, αλλά το ανάποδο. Το κόμμα θα πρέπει να είναι ο εκπρόσωπος της κοινωνίας και ο εγγυητής που θα ελέγχει την κυβέρνηση, που θα της μεταφέρει τα αιτήματα του κόσμου, που θα κρίνει το πόσο κοντά ή μακριά βρίσκεται από το πρόγραμμά του και γιατί. Αυτό σημαίνει συνεχή παρουσία στους εργασιακούς χώρους, χτίσιμο σωματείων, δημιουργία κινημάτων και πολύμορφων κινητοποιήσεων. Δεν ασκεί η κυβέρνηση πίεση στο κόμμα λέγοντας «δεν γίνεται», αλλά το κόμμα στην κυβέρνηση λέγοντας «κάνε το».
Αν δεν κάνουμε όλα αυτά, μοιραία θα έρθει η στιγμή που το ίδιο το κόμμα θα αλλάξει το πρόγραμμά του και το καταστατικό του, για να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες του «τελικά δεν γινόταν, είχαμε μάξιμουμ στόχους».
Πάντως, μέχρι «να μπορέσουμε», οφείλουμε να λέμε την αλήθεια στους εαυτούς μας και στην κοινωνία και σε καμία περίπτωση να μην πυροβολούμε τον αγγελιοφόρο!