Λένε ότι... "Τα πρωτογενή πλεονάσματα αντιμετωπίζουν το χρέος"

Το πρωτογενές αποτέλεσμα (έλλειμμα ή πλεόνασμα) προκύπτει αν από τα δημόσια έσοδα μιας χώρας αφαιρεθούν τα δημόσια έξοδα, χωρίς να υπολογίζονται οι δαπάνες για αποπληρωμή τόκων και χρεολυσίων από προηγούμενα δάνεια.

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
.

Η νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία λέει ότι, αν το αποτέλεσμα είναι θετικό, δηλαδή αν υπάρχουν πρωτογενή πλεονάσματα, τότε μπορεί να «περισσεύουν» λεφτά ώστε να αποπληρώνονται αυτά τα προηγούμενα δάνεια κι έτσι με την πάροδο των ετών να μειώνεται συνολικά το δημόσιο χρέος. Όσο πιο βαρύ είναι το χρέος, όσο πιο υψηλά είναι τα επιτόκια και όσο πιο χαμηλός είναι ο ρυθμός ανάπτυξης, τόσο μεγαλύτερο, λένε, πρέπει να είναι το απαιτούμενο πλεόνασμα. Σύμφωνα με σενάριο του ΔΝΤ, π.χ., το πρωτογενές πλεόνασμα τη δεκαετία 2020-2030 για την Ιρλανδία πρέπει να είναι 5,6%, για την Ιταλία 6,6%, για την Πορτογαλία 5,9%, για την Ισπανία 4% και για την Ελλάδα 7,2%.
Για να επιτευχθούν τα πλεονάσματα, πρέπει το κράτος είτε να περικόψει τις δαπάνες είτε να αυξήσει τους φόρους είτε και τα δύο. Στον καπιταλισμό, η περιστολή δαπανών συνήθως σημαίνει λιγότερο κοινωνικό κράτος (υγεία, παιδεία), περικοπές μισθών και συντάξεων και απολύσεις. Τη δεκαετία του 1980, π.χ., οι δημόσιες δαπάνες στο Μεξικό έφταναν κατά μέσο όρο στο 36,7% του ΑΕΠ και το έλλειμμα του προϋπολογισμού ήταν 11% του ΑΕΠ. Με τις συμβουλές των «διεθνών οργανισμών», τη δεκαετία του 1990 η κυβέρνηση «κατάφερε» να μειώσει το έλλειμμα περιορίζοντάς το στο 0,7% του ΑΕΠ. Πώς έγινε αυτό; Μειώνοντας τις δημόσιες δαπάνες στο εξωφρενικά χαμηλό 23%. Ήταν τέτοια η κατάρρευση του κοινωνικού κράτους εξαιτίας αυτής της μείωσης, ώστε ακόμη και η Παγκόσμια Τράπεζα αναγκάστηκε να εκφράσει την ανησυχία της επειδή «η παροχή δημόσιων αγαθών είναι πολύ πιο κάτω από το επιθυμητό επίπεδο». Αντίστοιχες μειώσεις με αντίστοιχες επιπτώσεις έγιναν και στην Αργεντινή, η οποία τελικά χρεοκόπησε έχοντας επιτύχει επί σειρά ετών πρωτογενή πλεονάσματα!
Όσον αφορά δε τους φόρους, ξέρουμε καλά από την πρόσφατη ελληνική εμπειρία ότι επιβαρύνουν τους φτωχούς. Ακόμη κι αν ένα κράτος έχει μια αριστερή κυβέρνηση που καταφέρνει να φορολογεί δίκαια, η ανάγκη συντήρησης της λεγόμενης «φορολογικής συνείδησης» (δηλαδή της πεποίθησης των ανθρώπων ότι δικαίως πληρώνουν επειδή τα λεφτά αυτά επιστρέφουν ως κοινωνική πολιτική στους ίδιους, στα παιδιά τους, στους γονείς τους κ.λπ.) επιβάλλει να μη χάνονται τα λεφτά αυτά στη μαύρη τρύπα του χρέους.
Το χειρότερο όμως είναι πως η δημιουργία και η συντήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων με τις παραπάνω μεθόδους οδηγούν σε οικονομική συρρίκνωση, δηλαδή σε ύφεση, όπως παραδέχονται σχεδόν όλοι οι οικονομολόγοι. Η ύφεση μειώνει τα φορολογικά έσοδα και, προκειμένου να συντηρηθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα, η κυβέρνηση εξωθείται σε περαιτέρω περικοπές δαπανών, με αποτέλεσμα τη χειροτέρευση της ύφεσης και την περαιτέρω μείωση των φορολογικών εσόδων σε ένα διαρκή φαύλο κύκλο. Όμως η ύφεση σημαίνει μείωση του ΑΕΠ. Αν μειώνεται το ΑΕΠ, τότε το ποσοστό χρέους επί του ΑΕΠ –ο βασικός δείκτης με τον οποίο μετράμε το χρέος– αυξάνεται ακόμη κι αν η χώρα δεν δανειστεί ούτε ένα ευρώ. 
Διεθνής μελέτη (Barry Eichengreen, Ugo Panizza, Ιούλιος 2014) αποκαλύπτει ότι μόνον πέντε χώρες κατάφεραν να διατηρήσουν επί μία δεκαετία πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 4%. Μάλιστα όλες οι χώρες αυτές είχαν μοναδικές πολιτικές και οικονομικές ιδιαιτερότητες (το Βέλγιο ως έδρα της νεοφιλελεύθερης ΕΕ, η Νορβηγία ως πετρελαιοπαραγωγός, η Σιγκαπούρη ως μικροσκοπική χώρα) και όλες ξεκίνησαν να χτίζουν τα πλεονάσματα μακριά από τη σημερινή κρίση: το Βέλγιο το 1995, η Ιρλανδία το 1991, η Νορβηγία το 1999, η Σιγκαπούρη το 1990 και η Ν. Ζηλανδία το 1994. Όπως τονίζουν οι ερευνητές, «η εμπειρία των χωρών αυτών είναι δύσκολο να επαναληφθεί αλλού».
Αλλά ακόμη κι αν επιτευχθούν σχετικά πλεονάσματα, ακόμη κι αν αυτό γίνει σε συνθήκες ανάπτυξης και όχι ύφεσης, η απομείωση του χρέους δεν είναι καθόλου εξασφαλισμένη. Σύμφωνα με τον καθηγητή του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών Γ. Βαμβουκά, στην Ελλάδα «την περίοδο 1994-2008 η γενική κυβέρνηση για εννέα ημερολογιακά έτη είχε πρωτογενή πλεονάσματα σωρευτικής αξίας 32,4 δισ. ευρώ». Σύμφωνα με τον ίδιο, την ίδια περίοδο υπήρχε και ανάπτυξη με μέσο ρυθμό 3,6%. Κι όμως, παρά την ύπαρξη των πρωτογενών πλεονασμάτων και παρά τη διαρκή ανάπτυξη, «το χρέος της γενικής κυβέρνησης από 77 δισ. ευρώ εκτινάχτηκε σε 263,2 δισ. ευρώ», δηλαδή αυξήθηκε 3,42 φορές!

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία