Η κατάρρευση του Σοσιαλιστικού Κόμματος αναδεικνύει σε βασικούς κερδισμένους τη Δεξιά και την ακροδεξιά στη Γαλλία. Στις πρόσφατες τοπικές εκλογές, ο συσχετισμός που αποτυπώθηκε ήταν ζοφερός.
Το γεγονός ότι το Front Nationale δεν κέρδισε την πρωτιά δεν ακυρώνει σε καμία περίπτωση την ανησυχητική άνοδό του. Το 25% που κέρδισε είναι το καλύτερο ποσοστό στην ιστορία του και δείχνει ότι οι προηγούμενες εκλογικές του επιτυχίες δεν ήταν πυροτέχνημα. Εξίσου ανησυχητικό είναι το ότι η γαλλική ακροδεξιά κατάφερε για πρώτη φορά να κατεβάσει υποψηφίους σχεδόν παντού. Σε άλλες περιόδους, ακόμα και όταν χτύπαγε μεγάλα ποσοστά σε «πανεθνικές» αναμετρήσεις, είχε πάντα αδυναμία να συγκροτήσει τοπικά ψηφοδέλτια, δείγμα της αποδιοργάνωσης της ακροδεξιάς από τα πλήγματα που είχε δεχτεί από το αντιφασιστικό κίνημα τα προηγούμενα χρόνια. Σήμερα, για πρώτη φορά το FN δείχνει να «ριζώνει» και να αποκτά δυνατότητες, χρήματα, προσβάσεις στον κρατικό μηχανισμό, που θα του επιτρέψουν να «χτίσει» την οργανωτική του βάση.
Δεξιά
Τη ζοφερή εικόνα συμπληρώνει η ανασύνταξη της γαλλικής Δεξιάς, με τη συμμαχία υπό την ηγεσία του UMP να έρχεται πρώτη με 36%. Λίγα χρόνια μετά τη συντριβή του, ο Νικολά Σαρκοζί κάνει ένα απίστευτο «comeback» και το κάνει με τον πιο επικίνδυνο τρόπο: υιοθετώντας την ατζέντα του Εθνικού Μετώπου.
Η επιστροφή του Σαρκοζί στην ηγεσία του UMP συνοδεύτηκε από την εγκατάλειψη κάθε «γκολικού» άλλοθι: Ο «Σαρκό» εγκατέλειψε τη διαχρονική άποψη περί «ένταξης των μεταναστών» υπέρ της «αφομοίωσής τους», που συνοδεύεται από σκληρή ισλαμοφοβική προπαγάνδα. Ενόψει του δεύτερου γύρου, έσπασε την παράδοση του «Ρεπουμπλικανικού Μετώπου» που κυριαρχούσε στα αστικά κόμματα («υγειονομική ζώνη» ενάντια στο FN), κρατώντας ίσες αποστάσεις ανάμεσα στο Εθνικό Μέτωπο και την «Αριστερά» (που περιλαμβάνει και τους Σοσιαλιστές στη γαλλική φρασεολογία).
Αυτή η πραγματικότητα, αλλά και συνολικότερα ο πολιτικός-ταξικός χαρακτήρας της γαλλικής Δεξιάς, κάνει προβληματική την άποψη «ο Σαρκοζί έφραξε το δρόμο στη Λε Πεν». Αφενός δεν διασφαλίζει στο ελάχιστο το στόχο της αντιμετώπισης της ακροδεξιάς, αφετέρου δεν απαντά στο ερώτημα «το δρόμο στον Σαρκοζί ποιος θα τον φράξει;».
Η άνοδος του FN και η ανασύνταξη του Σαρκοζί δεν είναι καθόλου άσχετα με την ισλαμοφοβική προπαγάνδα και την εκστρατεία «νόμου και τάξης» που προχωράνε χέρι-χέρι στη Γαλλία. Σε αυτό το υπόβαθρο, η Μαρίν Λε Πεν έτυχε μεγάλης μιντιακής προβολής για να αναλύσει τις απόψεις της για την «τζιχαντιστική απειλή», απόψεις που νομιμοποιούνται και από τη Δεξιά, αλλά σε μεγάλο βαθμό και από το Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Αν και αυτό δίνει την έξτρα ώθηση στο FN να εμφανίζεται ως «άλλη μία φυσιολογική επιλογή», στο υπόβαθρο της ανάπτυξής του παραμένει το ζήτημα ότι εμφανίζεται ως η «αντισυστημική» επιλογή.
Από αυτήν την άποψη, όσα κι αν πουν οι Σοσιαλιστές για τη «διασπασμένη Αριστερά» (δηλαδή το γεγονός ότι η ριζοσπαστική Αριστερά αρνήθηκε να γίνει ουρά και συνένοχός τους για άλλη μια φορά), οι ευθύνες βαραίνουν κατά κύριο λόγο την αντεργατική πολιτική του Φρανσουά Ολάντ από το 2012 μέχρι σήμερα, που γκρέμισε ελπίδες, δυσφήμησε την «Αριστερά» και καλλιέργησε το έδαφος για την (ακρο)δεξιά αντεπίθεση.
Για τους Σοσιαλιστές, το γεγονός ότι θεωρείται θετικό πως «άντεξαν» στο 21,8% είναι ενδεικτικό της κρίσης τους, τη στιγμή που καταγράφουν την τέταρτη συνεχόμενη οπισθοχώρησή τους στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις.
Η Αριστερά
Το ζητούμενο, και ο μόνος ασφαλής τρόπος να «φράξει ο δρόμος στη Λε Πεν» πραγματικά, είναι η ανασύνταξη της γαλλικής Αριστεράς. Η ποικιλία τοπικών συνδυασμών κάνει δύσκολη την καταμέτρηση σε αυτές τις εκλογές. Υπάρχουν μετρήσεις που δίνουν στις αριστερές δυνάμεις ένα 7%. Μια αναλυτική έρευνα του Roger Martelli για το regards.fr δείχνει πως οι συνδυασμοί που περιλάμβαναν έστω μία συνιστώσα του Αριστερού Μετώπου κέρδισαν 9,4% των ψήφων συνολικά και 12% στα καντόνια όπου μπόρεσαν να κατεβάσουν υποψηφίους. Όπως και να έχει, η γαλλική Αριστερά «διασώθηκε», αλλά παραμένει πολύ πίσω και από τις ανάγκες, και από την απειλή που σηματοδοτεί η (ακρο)δεξιά αντεπίθεση, με το FN να παραμένει ο μεγάλος υποδοχέας της λαϊκής οργής απέναντι στο ΣΚ.
Η ανθεκτικότητα οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι το Μέτωπο της Αριστεράς αυτήν τη φορά αρνήθηκε να συμπορευθεί με τους Σοσιαλιστές (κοινά σχήματα μόνο σε ένα 5% των καντονιών), εντοπίζοντας το πρόβλημα της οποιασδήποτε ταύτισης μαζί τους την ώρα που καθοδηγούν μια αντεργατική πολιτική. Κάλλιο αργά παρά ποτέ. Αλλά είναι εμφανές πως ζημιά έχει γίνει ήδη.
Προφανώς, πολλοί λόγοι εξηγούν την κρίση και τη διάψευση των μεγάλων προσδοκιών του 2012. Η μη αξιοποίηση των ανένταχτων που κινητοποιήθηκαν σε εκείνες τις εκλογές και το χαμηλό επίπεδο της ταξικής πάλης στη Γαλλία σίγουρα έπαιξαν βαρύ ρόλο. Αλλά η επιμονή σε κεντροαριστερές στρατηγικές επιβάρυνε πολύ τη θέση της Αριστεράς, που βυθίστηκε μαζί με τον Ολάντ.
Απάντηση
Στη συζήτηση που ανοίγει σήμερα για το πώς θα αντιμετωπιστεί το FN, οι «σειρήνες» είτε της Κεντροαριστεράς είτε του «Ρεπουμπλικανικού Μετώπου» είναι επικίνδυνες. Όποια κι αν είναι η εκλογική συμπεριφορά, η απάντηση βρίσκεται πάντα στην ανασύνταξη του κινήματος και της Αριστεράς. Το 2002, το δρόμο στο FN δεν έφραξε απλά η ψήφος στον Σιράκ στον δεύτερο γύρο, αλλά τα εκατομμύρια εργατών που συμμετείχαν στην «αντιφασιστική» Πρωτομαγιά και τα συλλαλητήρια.
Και σήμερα, στις αντιρατσιστικές κινητοποιήσεις της 21ης Μάρτη, στους διάσπαρτους αλλά σκληρούς εργατικούς αγώνες, στη μεγάλη εργατική κινητοποίηση στις 9 Απρίλη, στο συντονισμό και την πολιτική έκφραση αυτών των αντιστάσεων, βρίσκεται η μόνη απάντηση.