Μια επίκαιρη έκδοση για τη συμμετοχή του ΕΑΜ στην κυβέρνηση Παπανδρέου

Φωτογραφία

Λάθη που μπορούν να γίνουν μαθήματα

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Πέτρος Τσάγκαρης

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το βιβλίο του Δημήτρη Μαριόλη «Η αδύνατη ταξική ανακωχή», που κυκλοφόρησε πρόσφατα, είναι όχι μόνον ενδιαφέρον αλλά και εξαιρετικά επίκαιρο. Ο συγγραφέας ερευνά ένα μικρό αλλά κρίσιμο και πολιτικά πυκνό χρονικό διάστημα της ελληνικής ιστορίας, δηλ. το διάστημα λίγο πριν από την απελευθέρωση από τη ναζιστική κατοχή έως τα Δεκεμβριανά. 
Από τον Αύγουστο του 1944 το ΕΑΜ αποδέχτηκε τις «καυτές πατάτες» όλων των οικονομικών υπουργείων, καθώς και το «καυτό» υπουργείο Εργασίας στην κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου (συνολικά το ΕΑΜ πήρε πέντε θέσεις υπουργών και δύο θέσεις υφυπουργών: οι Α. Σβώλος και Α. Αγγελόπουλος πήγαν στο υπουργείο Οικονομικών, ο Ηλ. Τσιριμώκος στο Εθνικής Οικονομίας, ο Ν. Ασκούτσης στο Δημοσίων Έργων, ο Γ. Ζέβγος στο Γεωργίας και ο Μ. Πορφυρογένης στο Εργασίας –ενώ για ελάχιστες ημέρες θήτευσε ως υφυπουργός Στρατιωτικών ο Πτ. Σαρηγιάννης). 
Το σχέδιο Ζολώτα
Το ΕΑΜ δεν διεκδίκησε τον έλεγχο στις κεντρικές πολιτικές αποφάσεις, τις οποίες έπαιρναν ανυπόληπτοι τότε αστοί πολιτικοί σε απόλυτη συνεργασία με τους Βρετανούς ιμπεριαλιστές. Επίσης οι αστοί κράτησαν ουσιαστικά μακριά από την Αριστερά τα υπουργεία Στρατιωτικών και Εσωτερικών (δηλαδή Δημόσιας Τάξης), σε μια συγκλονιστικά εύγλωττη αναλογία με το σήμερα. 
Το χειρότερο ήταν ότι, παρότι το ΕΑΜ διοικούσε όλα τα οικονομικά υπουργεία, δεν έλεγχε κι όλους τους σχετικούς θεσμούς: επίσης σε μια συγκλονιστικά εύγλωττη αναλογία με το σήμερα, τη διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος ασκούσε ο έμπιστος του συστήματος Ξενοφών Ζολώτας. Ο Δ. Μαριόλης επισημαίνει ότι ο Ζολώτας ήταν ο εμπνευστής του σχεδίου με το οποίο εξανεμίστηκαν όλες οι προπολεμικές καταθέσεις ακόμη και των μικροκαταθετών. Μάλιστα τα κόμματα της άρχουσας τάξης φρόντισαν να χρεώσουν την «ιδέα» του δικού τους παιδιού στο ΕΑΜ και την Αριστερά, στιγματίζοντάς την εκείνη την περίοδο όσο και στα επόμενα χρόνια. 
Με την ίδια «πρόταση» του Ζολώτα ουσιαστικά εκμηδενίστηκαν και τα προκατοχικά χρέη των καπιταλιστών προς το Δημόσιο, αφού και αυτά υπολογίζονταν με την παλιά δραχμή (η αναλογία που ορίστηκε τότε ήταν μία νέα δραχμή=50 δισ. παλιές δραχμές). Ακόμη χειρότερα, η πρόταση Ζολώτα ήταν ένα ολοκληρωμένο ταξικό σχέδιο για λογαριασμό των αστών. Περιλάμβανε διάθεση των αγαθών της συμμαχικής βοήθειας στην αγορά σε υψηλές τιμές, αύξηση των τιμών των ειδών πρώτης ανάγκης, περιορισμό του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων και του μισθού τους, φορολογία των κερδών του πολέμου και των ειδών πολυτελείας αλλά ταυτόχρονα επικέντρωση στους έμμεσους φόρους, κατάρτιση ισορροπημένου προϋπολογισμού, έκδοση νέας δραχμής και σύνδεσή της σε σταθερή ισοτιμία με τη χάρτινη λίρα Αγγλίας.
Δυστυχώς το σχέδιο βρήκε την αποδοχή των εαμικών υπουργών, ενώ ακόμη και ο «Ριζοσπάστης» της εποχής υποστήριζε ότι το νόμισμα θα είναι πλέον σταθερό (κι άρα οι μισθοί δεν θα κινδυνεύουν από υπερπληθωρισμό). Φυσικά όλα αυτά διαψεύστηκαν γρήγορα και ο πληθωρισμός έγινε και πάλι ξέφρενος.
Την κατάσταση χειροτέρευε το γεγονός ότι οι καπιταλιστές κρατούσαν πολύ συχνά κλειστά τα εργοστάσιά τους. Αυτό το ιδιότυπο λοκάουτ γινόταν με το αζημίωτο, καθώς τα αφεντικά προτιμούσαν άλλες μορφές ιδιοποίησης. «Η επαναλειτουργία των εργοστασίων σαφώς και δεν είναι στις προτεραιότητές τους, αφού τα κέρδη που εξασφαλίζουν επιδιδόμενοι σε αγοραπωλησία χρυσού και συναλλάγματος, σε τακτικές αποθεματοποίησης και μαυραγοριτισμού, είναι πολύ υψηλότερα από οποιαδήποτε παραγωγική επένδυση» γράφει ο Μαριόλης.
Σε αυτό το περιβάλλον, ο ορισμός των μισθών αναδεικνύεται σε κεντρικό ζήτημα που προκαλεί αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της κυβέρνησης αλλά και στο εσωτερικό του ΕΑΜ. Στον «Ριζοσπάστη» της 17/11/44 αναφέρεται ότι αναβλήθηκε, με απόφαση Πορφυρογένη, η απόφαση για μισθούς και μεροκάματα, καθώς «πρώτα θα ζητηθεί από τους συμμάχους η αύξηση τροφίμων και μετά θα καθοριστούν οι μισθοί με βάση το κόστος ζωής». Οι αναλογίες με το σήμερα είναι και πάλι προκλητικά εμφανείς...
Όπως τονίζει ο συγγραφέας, στην πραγματικότητα ήταν οι Βρετανοί ιμπεριαλιστές αυτοί που εκβίαζαν ότι εάν δεν περιοριστούν οι μισθοί και τα μεροκάματα δεν θα παράσχουν την αναγκαία βοήθεια. Ο ίδιος ο Σβώλος παραδέχτηκε εκ των υστέρων ότι «για να μας δοθούν οι 2.000 θερμίδες [σ.σ. τροφή ανά άτομο], χρειάστηκε να ορίσουμε τα μεροκάματα των εργατών σε ορισμένη χαμηλή κλίμακα, που μόλις επαρκούσε για μια συντήρηση της εργατικής οικογένειας».
Τα συνδικάτα
Ο Μαριόλης περιγράφει τις αντιδράσεις της μικρής επαναστατικής Αριστεράς της εποχής, η οποία καταγγέλλει τις πολιτικές που αποδέχεται το ΕΑΜ και το ΚΚΕ. Ωστόσο διαπιστώνει ότι οι κύριες και σημαντικότερες πολιτικές και κοινωνικές αντιπολιτεύσεις βρίσκονταν μέσα στο ΕΑΜ και –κυρίως– στην οργανωμένη εργατική βάση του κόμματος, δηλαδή την τότε ΓΣΕΕ, την Πανυπαλληλική και άλλες οργανώσεις. Είναι αυτή η εργατική βάση που ανάγκασε την ηγεσία του κόμματος και τον «Ριζοσπάστη» να κάνουν αριστερή στροφή υποστηρίζοντας τα αιτήματα των σωματείων όσον αφορά τους μισθούς, χωρίς ωστόσο να εγκαταλείψουν ποτέ την προσήλωση στη νομισματική σταθεροποίηση και τον ισοσκελισμένο προϋπολογισμό (κάτι ανάλογο με τα μικρά πλεονάσματα του σήμερα). 
Η εαμική ηγεσία, και πολύ περισσότερο οι υπουργοί της, δεν εισάκουσαν ωστόσο τα πολύ πιο ουσιαστικά αιτήματα της εργατικής βάσης που ζητούσε εθνικοποιήσεις τραπεζών και μεγάλων βιομηχανιών στρατηγικής σημασίας, κατασχέσεις και δημεύσεις περιουσιών μαυραγοριτών, βαριά φορολογία κερδών και ειδών πολυτελείας και επιστροφή του χρυσού και του αποθέματος της ΤτΕ από το Λονδίνο. Ο Μαριόλης θυμίζει, ωστόσο, ότι όπου δεν έφτανε το χέρι της κυβέρνησης και του αγγλικού στρατού, πολλά από αυτά τα αιτήματα έγιναν πράξη εκείνες τις ημέρες: «Χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα η Θεσσαλονίκη, την οποία ο ΕΛΑΣ απελευθέρωσε παραβλέποντας τη συνθήκη της Καζέρτας, και ακολούθως το ΕΑΜ προχώρησε σε πιο δραστικά οικονομικά μέτρα, όπως φορολογία των πλούσιων εμπόρων, απαλλαγή από τη φορολογική εισφορά των φτωχών εμπόρων και επαγγελματιών και κατασχέσεις των εμπορευμάτων όσων κρατούσαν κλειστά τα καταστήματά τους, λειτουργία της καπνοβιομηχανίας από τους εργάτες, αυστηρός έλεγχος των τιμών, συλλήψεις κερδοσκόπων που παρανομούσαν, ακόμη και κατασχέσεις χρυσών λιρών από τράπεζες».
Εξήγηση
Ο συγγραφέας κάνει μια απόπειρα εξήγησης όλων των λαθών της ηγεσίας του ΕΑΜ-ΚΚΕ εκείνους τους λίγους μήνες: Ήταν η πείνα, ο ξέφρενος πληθωρισμός, η θηριώδης ανεργία και η έλλειψη καυσίμων και πρώτων υλών για να δουλέψουν τα εργοστάσια (και η συνακόλουθη εξάρτηση από τους «εταίρους» της εποχής) εκείνα που πίεζαν την ηγεσία, που της δημιουργούσαν δισταγμούς, που την οδηγούσαν σε λάθη, υποστηρίζει ο Μαριόλης. Ωστόσο, μάλλον συνειδητά, ο συγγραφέας αποφεύγει μια απόπειρα πολιτικής εξήγησης. Αποφεύγει δηλαδή να αναφερθεί στο γεγονός ότι το ΚΚΕ είχε ένα πολιτικό σχέδιο που υποτασσόταν στη στρατηγική των λαϊκών μετώπων (στη συνεργασία με τους καλούς και δημοκρατικούς αστούς) καθώς και στις ανάγκες της εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ. Παρότι παραλείπει να αναφερθεί σε αυτό το ζήτημα, ο Μαριόλης σωστά διαπιστώνει ότι τέτοια καλή και προοδευτική αστική τάξη, τουλάχιστον στην Ελλάδα που διαμορφώθηκε μετά τον πόλεμο, δεν υπάρχει. 
Η άρχουσα τάξη, σε συνεργασία με τους ιμπεριαλιστές συμμάχους της, κράτησε με νύχια και με δόντια όλα τα προνόμια που είχε πριν από την Κατοχή και όσα απέκτησε στη διάρκειά της. Γι’ αυτό εξάλλου, όπως αναφέρει ο Μαριόλης, αμέσως μετά τα Δεκεμβριανά, η αστική κυβέρνηση κατάργησε τα δύο από τα λίγα θετικά μέτρα που είχε πάρει ο Πορφυρογένης, δηλαδή τον περιορισμό της εργοδοτικής αυθαιρεσίας στις απολύσεις και τη συμμετοχή εκπροσώπων των εργαζομένων στα ΔΣ των μεγάλων τραπεζών.

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία