Να μπλοκάρουμε κάθε απόπειρα παράδοσης κοινωφελών επιχειρήσεων και δημόσιων χώρων στο ιδιωτικό κεφάλαιο.
Μ ία από τις βασικές «κόκκινες γραμμές» της κυβέρνησης, που ταυτόχρονα αποτέλεσε και μέρος των εξαγγελιών της, η ακύρωση των ιδιωτικοποιήσεων, δεν υπάρχει πια.
Το ΤΑΙΠΕΔ είναι εδώ για να ολοκληρώσει το έργο του ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας που άφησε ημιτελές το δίδυμο Σαμαρά-Βενιζέλου, οι Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) επίσης, και η σοσιαλφιλελεύθερη αφήγηση περί «καλών ιδιωτικοποιήσεων» έχει αντικαταστήσει το διαχρονικό προγραμματικό στοιχείο της ριζοσπαστικής Αριστεράς για αποκλειστικά δημόσιες επιχειρήσεις με κοινωνικό-εργατικό έλεγχο.
Στις προκλητικές προτάσεις των δανειστών προβλέπονται σαρωτικές ιδιωτικοποιήσεις με αιχμή τη «μικρή ΔΕΗ» και τον ΑΔΜΗΕ. Επίσης, ζητούν την ιδιωτικοποίηση όλων ανεξαιρέτως των περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου που είχαν περιέλθει στο ΤΑΙΠΕΔ ως το τέλος του 2014 και την ολοκλήρωση όλων των διαγωνισμών που εκκρεμούν. Δηλαδή την πώληση των περιφερειακών αεροδρομίων και του Ελληνικού, τη μεταφορά στο ΤΑΙΠΕΔ των μετοχών που κατέχει το Δημόσιο στον ΟΤΕ, την πώληση του ΟΛΠ, του ΟΛΘ και της ΤΡΑΙΝΟΣΕ. Τέλος, ζητούν διαβεβαιώσεις ότι η κυβέρνηση δεσμεύεται να προχωρήσει το διαγωνισμό για την πώληση του μεριδίου του Δημοσίου στο «Ελ. Βενιζέλος», όπως και στην παράταση της συμφωνίας παραχώρησης του αεροδρομίου.
Οι κυβερνητικές θέσεις είναι εξίσου απαράδεκτες: ολοκλήρωση της παραχώρησης των 14 περιφερειακών αεροδρομίων στην κοινοπραξία Fraport-Κοπελούζου φέτος, ενώ από το 2016 και μετά πώληση του πλειοψηφικού πακέτου του ΟΛΠ, πώληση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ, του Αστέρα Βουλιαγμένης και άλλων ακινήτων, του ποσοστού του Δημοσίου στον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών, κλείσιμο της συμφωνίας με την αζέρικη Socar για τον ΔΕΣΦΑ. Θολά παραμένουν τα σχέδια για την Εγνατία Οδό και το Ελληνικό, παρόλο που αναφέρονται στο περίφημο κείμενο των 47 σελίδων. Από όλο αυτό το πλιάτσικο (προσδοκώμενα έσοδα 3,2 δισ. το 2015-16), κάποια ψίχουλα θα κατευθυνθούν στη στήριξη των διαλυμένων ασφαλιστικών ταμείων και μιας μελλοντικής «Αναπτυξιακής Τράπεζας». Η μερίδα του λέοντας, φυσικά, στη «μαύρη τρύπα» του κρατικού χρέους.
Η κυβέρνηση «με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ», για να μετριάσει τις αντιδράσεις από την προσχώρηση στη λογική της αστικής τάξης και των πολιτικών της φορέων, έχει υιοθετήσει το σχήμα των «ιδιωτικοποιήσεων με καλύτερους όρους», που αποσκοπούν σε «αμοιβαία ωφέλεια»! Σύμφωνα πάντα με όσα υποστηρίζουν κυβερνητικά στελέχη, το Δημόσιο θα διατηρεί ένα (μειοψηφικό) πακέτο μετοχών δημόσιων επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, με προτεραιότητα «στην προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων και του φυσικού περιβάλλοντος». Είναι προφανές ότι η σύμβαση της PSP στο «Ελ. Βενιζέλος» και με την Cosco στον ΟΛΠ, με τη φοροασυλία των μεγαλομετόχων και τις άθλιες εργασιακές σχέσεις για τους εργαζόμενους, είναι η πιθανότερη κατάληξη όταν η λειτουργία καθορίζεται από τα ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια.
ΣΔΙΤ
Οι ιδέες αυτές δεν είναι τωρινή καινοτομία, ούτε προέκυψαν λόγω των ασφυκτικών συνθηκών ρευστότητας. Οι κοινοπραξίες, υπό τη μορφή συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, εφαρμόζονται εδώ και μια δεκαετία στην Ελλάδα. Κυρίως στην κατασκευή δημόσιων υποδομών, δρόμων, σχολείων, αλλά και σε μια σειρά υπηρεσίες, ιδιαίτερα στους ΟΤΑ. Το κεφάλαιο με αυτό το «εργαλείο» κατοχυρώνει πεδία δράσης που του αποφέρουν κέρδη, χωρίς κανένα επιχειρηματικό ρίσκο. Τα δάνεια από τις τράπεζες για κάθε είδους «επενδυτές» έχουν την εγγύηση του Δημοσίου, οι συμβάσεις παραχώρησης προς εκμετάλλευση είναι συνήθως πολυετείς, ενώ στους χρήστες επιβάλλονται ανταποδοτικά τέλη (π.χ. διόδια). Τις υπηρεσίες που δεν έχουν ανταποδοτικότητα τις χρηματοδοτεί το Δημόσιο και ο ιδιώτης αναλαμβάνει τη διαχείριση. Τα συμφέροντα των ιδιωτών κατοχυρώνονται κατά προτεραιότητα, που θα πάρουν τα λεφτά τους «βρέξει-χιονίσει».
Η προπαγάνδα των απολογητών της «αγοράς» ισχυρίζεται ότι με τις ΣΔΙΤ τα έργα και οι παρεχόμενες υπηρεσίες γίνονται γρηγορότερα, κοστίζουν λιγότερο και αντιμετωπίζονται οι «στρεβλώσεις» του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων. Στην πραγματικότητα οι καθυστερήσεις στην παράδοση των έργων είναι ο κανόνας, το κόστος επιβαρύνει πάλι το Δημόσιο και οι υπερβάσεις προϋπολογισμών μπορούν να φτάσουν και το 200%. Ειδικά στα χρόνια της κρίσης οι κυρώσεις απέναντι στους ιδιώτες δεν υπάρχουν και οι πτωχεύσεις των πιο αδύναμων καπιταλιστών, λόγω του αμείλικτου ανταγωνισμού, φορτώνονται στο κράτος, που αναλαμβάνει την ολοκλήρωση των έργων.
Ούτε φυσικά η δήθεν «δίκαιη μοιρασιά» με τους μεγαλοεπιχειρηματίες είναι εγχώρια ανακάλυψη. Από τη δεκαετία του 1980, στη Βρετανία, στις ΗΠΑ κ.α. εταιρείες και τράπεζες θησαυρίζουν στις πλάτες όλων μας. Πριν από μερικά χρόνια, μια μελέτη του ΤΕΕ ανέφερε χαρακτηριστικά: «Στο Ηνωμένο Βασίλειο υπολογίστηκε ότι το συνολικό κόστος κατασκευής νοσοκομειακών μονάδων μέσω ΣΔΙΤ ήταν έως και πέντε φορές υψηλότερο από ό,τι εάν αυτές κατασκευάζονταν απευθείας από το Δημόσιο. Το κόστος συντήρησης και λειτουργίας ήταν κατά πολύ υψηλότερο, ο αριθμός των ασθενών που μπορούσε να εξυπηρετηθεί μικρότερος και η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών φτωχότερη. Τα ίδια ακριβώς προβλήματα παρατηρήθηκαν και στις σχολικές μονάδες που κατασκευάστηκαν με ΣΔΙΤ».
Λίγες μέρες πριν, με απόφαση του αναπληρωτή υπουργού Περιβάλλοντος, ακυρώθηκαν όλα τα έργα διαχείρισης απορριμμάτων με ΣΔΙΤ που είχε προωθήσει η προηγούμενη συγκυβέρνηση, καθώς τεράστια ποσά θα πήγαιναν στις τσέπες γνωστών μεγαλοεργολάβων, ειδικά με τα εργοστάσια διαχείρισης στη Δ. Μακεδονία (Μπόμπολας) και στην Πελοπόννησο (Περιστέρης). Πέρα από τις ελαστικές σχέσεις εργασίας και τους μισθούς πείνας, με τις ΣΔΙΤ οι εργολάβοι των σκουπιδιών εξασφαλίζουν σταθερά και μεγάλα κέρδη από την εκμετάλλευση των σκουπιδιών μέσα από «ρήτρες εγγυημένων ποσοτήτων» που καταβάλλουν οι περιφέρειες από αυξημένα τέλη στους δημότες. Πάντα σε βάρος των διαδικασιών ανακύκλωσης και του κοινωνικού συμφέροντος.
Απέναντι στα ιδεολογήματα της «ανάπτυξης» και της «ανταγωνιστικότητας», που δήθεν θα φέρουν δουλειές και καλύτερες παροχές, απέναντι στην εκποίηση του δημόσιου πλούτου για να πληρωθούν οι τοκογλύφοι, το εργατικό κίνημα και η Αριστερά, ιδιαίτερα ο ΣΥΡΙΖΑ που βρίσκεται στην κυβερνητική εξουσία, πρέπει να είναι ξεκάθαροι. Καμία ιδιωτικοποίηση, καμία εμπορευματοποίηση της δημόσιας περιουσίας και των κοινωνικών αγαθών, είτε απευθείας είτε με «συμπράξεις». Με μαζικές και δυναμικές κινητοποιήσεις και πολιτικές πρωτοβουλίες, έχουμε χρέος να μπλοκάρουμε κάθε απόπειρα παράδοσης κοινωφελών επιχειρήσεων και δημόσιων χώρων στο ιδιωτικό κεφάλαιο.
Η επαναφορά υπό δημόσιο έλεγχο όλων των ΔΕΚΟ στρατηγικής σημασίας, ως τμήμα των ριζοσπαστικών μέτρων αναστροφής της λιτότητας, μείωσης της ανεργίας και εξυπηρέτησης των αναγκών της κοινωνίας, είναι η μοναδική πολιτική που αντιστοιχεί σε μια κυβέρνηση που υπερασπίζεται τα συμφέροντα του λαού και δεν αναζητά διαδρομές που καταλήγουν πάντα στην υποταγή σε όσους κατέχουν την πραγματική εξουσία.