Και μόνο η ύπαρξη του μνημονίου απέδειξε ότι αυτό δεν ισχύει: από το 2010 το ΑΕΠ κατέρρευσε και το 85% του πληθυσμού έχασε το 25%-100% του εισοδήματός του. Ωστόσο το 15% πλούτισε. Κι όμως αυτό το 15% έχει ακόμη τη δύναμη να παρουσιάζει το μνημόνιο ως εθνικό συμφέρον και άρα ως γενικό καλό. Ποιο είναι λοιπόν το «εθνικό συμφέρον»; Αυτό που συμφέρει το 85% του πληθυσμού ή αυτό που συμφέρει το 15%;
Η μαρξιστική θεωρία εξηγεί το γιατί και το πώς η άρχουσα τάξη παρουσιάζει την ιδεολογία της ως φυσική ιδεολογία ολόκληρης της κοινωνίας και μάλιστα ότι έχει τη δύναμη να την επιβάλλει ως τέτοια. Έτσι τα αφεντικά έχουν καλλιεργήσει στα μυαλά της μεγάλης μάζας του πληθυσμού ότι το δικό τους συμφέρον (των αφεντικών) ταυτίζεται με το εθνικό συμφέρον –το οποίο «φυσιολογικά» είναι υπεράνω των επιμέρους ταξικών συμφερόντων μέσα στην κοινωνία.
Πρόκειται για μια σύνθετη διαδικασία μετασχηματισμού του συμφέροντος της κυρίαρχης τάξης σε φαντασιακό, καθολικό συμφέρον της κοινωνίας, όπως έλεγαν οι Μαρξ-Ένγκελς στη «Γερμανική Ιδεολογία».
Όμως η άρχουσα τάξη, παρότι έχει ως κυρίαρχο στοιχείο της ιδεολογίας της, το «εθνικό συμφέρον», δηλ. τον πατριωτισμό, η ίδια είναι α λα καρτ πατριωτική, ανάλογα με το συμφέρον της. Αν αυτό κινδυνεύει, τότε τα αφεντικά ξεχνάνε και πατρίδες και ιδανικά. Στην Ελλάδα το 1944 όταν η άρχουσα τάξη συμμάχησε με τους Βρετανούς ιμπεριαλιστές ενάντια στην πλειοψηφία των συμπατριωτών της γιατί κινδύνευε το υπέρτατο συμφέρον της: η πολιτική της εξουσία. Κάτι αντίστοιχο γίνεται και σήμερα, καθώς η ντόπια άρχουσα τάξη συμμαχεί με τους δανειστές και άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις για να μην κινδυνεύσουν οι κατακτήσεις που κέρδισε επί μνημονίου. Είναι η ίδια άρχουσα τάξη που τη στιγμή που διοργανώνει πατριωτικές φιέστες με ελληνικές σημαίες, ταυτόχρονα βγάζει δισ. ευρώ στο εξωτερικό, κάνει μποϊκοτάζ επενδύσεων και φυσικά φροντίζει να φοροδιαφεύγει νόμιμα ή παράνομα στερώντας από κολοσσιαία ποσά τον δημόσιο κορβανά.
Γι’ αυτό όσα κόμματα ισχυρίζονται ότι αντιπροσωπεύουν τα συμφέροντα των εργαζομένων, δηλ. η Αριστερά, δεν μπορούν να εκφράσουν και τα συμφέροντα όλου του «έθνους», ωσάν να επρόκειτο για ένα ενιαίο συμφέρον. Όποτε η Αριστερά το προσπάθησε, είτε συνήργησε σε εγκλήματα, είτε απέτυχε παταγωδώς ή έπαψε να είναι Αριστερά: Στη Γαλλία, π.χ., το 1952 το Κομουνιστικό Κόμμα υποστήριξε τα δολοφονικά έκτακτα μέτρα καταστολής που εφάρμοσε η κυβέρνηση σε βάρος της αλγερινής επανάστασης ενάντια στη γαλλική κατοχή, γιατί αυτό «επέβαλλε το εθνικό συμφέρον». Μερικές δεκαετίες αργότερα η συγκυβέρνηση με το Σοσιαλιστικό Κόμμα σήμανε τελικά την ήττα και τη ραγδαία συρρίκνωση του ΚΚ σε ποσοστά κάτω από το 5%. Όπως έγραψε το 2011 ένας υπουργός της μετέπειτα κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, με την πολιτική του ΓΚΚ «υποτιμήθηκε η αντίθεση κεφαλαίου και εργασίας, ενώ στο επίκεντρο βρέθηκε η πρόοδος της εθνικής οικονομίας, με ένα είδος οικονομικού εθνικισμού (“να παράγουμε γαλλικά/να αγοράζουμε γαλλικά”) χωρίς αντικαπιταλιστικά προτάγματα».
Στην Ιταλία ο «ιστορικός συμβιβασμός» του ευρωκομουνισμού (δεκαετία του 1970) το μόνο που εξασφάλισε ήταν ότι ένα πανίσχυρο Κομουνιστικό Κόμμα (πάνω από 30% των ψήφων) συνήργησε στην επιβολή λιτότητας, την οποία οι εργαζόμενοι έπρεπε να αποδεχθούν γιατί το ίδιο τους το κόμμα τους έλεγε ότι είναι για την «εθνική σωτηρία». Η άρχουσα τάξη κατάφερε έτσι και τη λιτότητα να επιβάλει και να μην επιτρέψει στο ΚΚ να ανέβει ποτέ στην κυβέρνηση. Έπειτα δε και από τη συγκυβέρνηση, κατά τα γαλλικά πρότυπα, που έγινε στη δεκαετία του 2000, το Κομουνιστικό Κόμμα και οι επίγονοί του εξαφανίστηκαν παντελώς από τον πολιτικό χάρτη αλλά και από το κοινοβούλιο.
Ωστόσο είναι αλήθεια ότι για να ξεκινήσει η διαδικασία της παγκόσμιας χειραφέτησης των εργαζομένων πρέπει πρώτα σε κάποιες χώρες οι εργαζόμενοι να συγκροτηθούν ως «έθνος» για τον εαυτό τους. «Μια και το προλεταριάτο πρέπει πρώτα να κατακτήσει την πολιτική εξουσία, να ανυψωθεί σε ηγέτιδα τάξη του έθνους, να συγκροτηθεί το ίδιο σαν έθνος, είναι και το ίδιο επίσης εθνικό, αν και σε καμιά περίπτωση με την έννοια της αστικής τάξης», έγραφαν ο Κ. Μαρξ και Φρ. Ένγκελς, στο «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος».
Αυτό όμως σημαίνει ότι ως ηγέτιδα τάξη του έθνους, η εργατική τάξη επιβάλλει ως κοινό καλό το δικό της συμφέρον, δηλ. αντιστρέφει όλα αυτά που η αστική τάξη είχε επιβάλλει ως «κοινό συμφέρον», στην οικονομία, στην πολιτική, στη νομοθεσία, στη δημόσια τάξη, στο στρατό, στη δικαιοσύνη κι όχι μόνον. Αυτό το «αν και σε καμιά περίπτωση με την έννοια της αστικής τάξης» δεν είναι καθόλου αμελητέο: Η ταξική μονομέρεια οφείλει να έχει πλέον τελείως διαφορετική κατεύθυνση από αυτή που ακολούθησαν στις προηγούμενες περιπτώσεις τα ΚΚ Γαλλίας και Ιταλίας. Όταν η εργατική τάξη έγινε για πρώτη φορά, έστω και για λίγους μήνες, «ηγέτιδα του έθνους» με την Παρισινή Κομούνα επέβαλε, μεταξύ άλλων, πάγωμα των τιμών στα ενοίκια κατά την διάρκεια του πολέμου, κρατικοποίησε την εκκλησιαστική περιουσία, ανέβαλε την υποχρέωση καταβολής των χρεών, και κατάργησε τους τόκους. Η Ρωσική Επανάσταση, που κράτησε μερικά χρόνια προχώρησε παραπέρα παραβιάζοντας την ύψιστη ιερότητα του αστικού κόσμου, δηλ. καταργώντας την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, στα εργοστάσια, στις τράπεζες στις κοινή ωφέλεια, στις μεταφορές, και παράλληλα καθιερώνοντας πραγματικά δωρεάν υγεία και παιδεία για όλους.