Η μνημονιακή πολιτική της πενταετίας 2010-2014 οδήγησε σε φθίνουσα συσσώρευση κεφαλαίου (δηλαδή σε συρρίκνωση του παραγωγικού συστήματος), βύθισε την οικονομία σε παρατεταμένη ύφεση που εκμηδένισε τη διαπραγματευτική ισχύ των μισθωτών, αποδυνάμωσε τις συνδικαλιστικές τους οργανώσεις και κατακρήμνισε τους μισθούς.
Αυτή η παρατεταμένη διαδικασία απέκτησε με τον καιρό λειτουργίες οικονομικού δαρβινισμού, επέβαλε τη λογική της εκκαθάρισης των μη ανταγωνιστικών ή λιγότερο ανταγωνιστικών κεφαλαίων και των μη ανταγωνιστικών εργαζόμενων ώστε η οικονομία, αν και συρρικνωμένη, να βρει, τελικά, έναν καινούργιο δρόμο αύξησης της παραγωγής και των κερδών μέσω μιας διαδικασίας «δημιουργικής καταστροφής». Πρόκειται για διαδικασία εγγενή στον καπιταλισμό, που προκειμένου να βγει από τις μεγάλες δομικές κρίσεις του, κάθε φορά κανιβαλίζει τις πιο αδύναμες επιχειρήσεις, καταβροχθίζει τους πιο αδύναμους ανθρώπους, απαλλοτριώνει πλούτο και περιουσίες, επιβάλλει στις παραγωγικές εργαζόμενες τάξεις την επισφάλεια ή την ανεργία και στα μεσαία στρώματα τον λιτό βίο ή την προλεταριοποίηση.
Αύξηση κερδών
Στην περίπτωσή μας, από το δεύτερο τρίμηνο του 2014, ήταν ήδη ορατό στα στατιστικά στοιχεία ότι η εκκαθάριση των πιο αδύναμων κεφαλαίων και η συρρίκνωση του παραγωγικού δυναμικού του 2014 επιβραδυνόταν σηματοδοτώντας ότι είχαμε εισέλθει στη φάση ολοκλήρωσης της «δημιουργικής καταστροφής». Οι δυνάμεις της αστικής τάξης βρίσκονταν πλέον αρκετά κοντά στην οριστική μορφοποίηση, θεσμική κατοχύρωση και παγίωση ενός νέου καθεστώτος συσσώρευσης κεφαλαίου με τα βάρβαρα χαρακτηριστικά που κατοχύρωσε η μνημονιακή πολιτική. Κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2014, εμφανίστηκαν κάποιες επιπλέον ενδείξεις ότι η πορεία προς την ολοκλήρωση της «δημιουργικής καταστροφής» συνεχιζόταν: το αχρησιμοποίητο παραγωγικό δυναμικό μειώθηκε και ο αριθμός των μισθωτών αυξήθηκε στον επιχειρηματικό τομέα της οικονομίας (σε μεγάλο βαθμό με την μορφή της μερικής απασχόλησης).
H συνολική εικόνα της ελληνικής οικονομίας κατά το πρώτο τρίμηνο του 2015, όπως αυτή προκύπτει από τα στοιχεία των Εθνικών Λογαριασμών, δεν είναι η εικόνα μιας οικονομίας που βυθίζεται στην ύφεση, όπως συνήθως ακούγεται, αλλά η εικόνα μιας οικονομίας σε βραχυπρόθεσμη στασιμότητα. Το πρώτο τρίμηνο του 2015 συγκροτεί, μαζί με το τρίτο και το τέταρτο τρίμηνα του 2014, μεταβατική περίοδο μεταξύ ύφεσης και ανάκαμψης. Είναι το αποτέλεσμα της εσωτερικής δυναμικής του κεφαλαίου που αναδύεται κάθε φορά από τις δομικές κρίσεις του ανανεωμένο χάρη στις καταστροφές και τις ανθρωποθυσίες που επέβαλε, έχοντας ξαναφτιάξει την οικονομία και την κοινωνία στα μέτρα του, έχοντας εγκαθιδρύσει ένα νέο καθεστώς συσσώρευσης κεφαλαίου που θα μπορούσαμε να αποκαλούμε, έστω προσωρινά έως μπορέσουμε να το ορίσουμε ακριβέστερα, μνημονιακό καθεστώς συσσώρευσης κεφαλαίου.
Ο ελληνικός καπιταλισμός βρίσκεται λοιπόν σήμερα, χάρη στη «φυσική επιλογή» των ανθεκτικότερων κεφαλαίων που πραγματοποιήθηκε στη διάρκεια της βαθιάς ύφεσης, με μικρότερο μεν παραγωγικό σύστημα αλλά με ισχυρότερες επιχειρήσεις. Η συνολική ζήτηση είναι εξαιρετικά μειωμένη, αλλά όχι τόσο μειωμένη για κάθε μια επιχείρηση ξεχωριστά (αφού τώρα οι ισχυρότερες επιχειρήσεις που επέζησαν καταβρόχθισαν την ζήτηση των ανταγωνιστών τους που υπέκυψαν στην κρίση). Οι δυνάμεις της εργασίας έχουν αποδυναμωθεί εξαιτίας της ανεργίας και των νομοθετικών παρεμβάσεων στην αγορά εργασίας οι οποίες κατάργησαν τους θεσμούς προστασίας της εργασίας. Το μέσο περιθώριο κέρδους είναι πολύ υψηλό σε σύγκριση με την περίοδο πριν το δεύτερο μνημόνιο και η αμοιβή εργασίας εξαιρετικά χαμηλή. Οι μνημονιακές αλλαγές έχουν συγκροτήσει ήδη το περίγραμμα ενός νέου καθεστώτος συσσώρευσης κεφαλαίου και η διαδικασία συγκέντρωσης των συνθηκών για την οριστική μετάβαση σε μια νέα περίοδο συσσώρευσης κεφαλαίου, φαίνεται ότι φτάνει στην ολοκλήρωσή της. Ο ελληνικός καπιταλισμός δείχνει να διαθέτει έναν δυναμισμό που θα του επέτρεπε να αναπτυχθεί με χαμηλούς ρυθμούς κατά το υπόλοιπο 2015 και με επιτάχυνση κατά τα επόμενα έτη εάν δεν υπάρξουν καταστροφικοί εξωγενείς παράγοντες.
Κρίσιμο ζήτημα
Η διαπραγμάτευση αφορά σε ένα κρίσιμο ζήτημα -ίσως εν αγνοία των συμμετεχόντων από την ελληνική πλευρά: Εάν θα διατηρηθεί το νέο καθεστώς συσσώρευσης που εγκαθίσταται στην Ελλάδα και ήδη βρίσκεται κοντά στην ολοκλήρωσή του έτοιμο να κάνει το άλμα προς τα εμπρός ή εάν θα ανατραπεί. Εάν θα θιγεί στην καρδιά του, που ορίζεται από την βασική αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας στην παραγωγή (όροι πώλησης και κατανάλωσης της εργασιακής δύναμης, δεσποτισμός του κεφαλαίου, εργατικός έλεγχος, σχέσεις ιδιοκτησίας), στην πρωτογενή αναδιανομή του εισοδήματος (διαμόρφωση αμοιβών εργασίας στην αγορά εργασίας) και στην δευτερογενή αναδιανομή (κοινωνικό κράτος, συντάξεις, κοινωνικές δαπάνες), ή εάν θα διατηρηθεί με κάποιες βελτιώσεις που θα έχουν «φιλολαϊκό» πρόσημο. Η επιμονή των δανειστών στις συντάξεις και τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας αφορά ακριβώς αυτό το επίδικο αντικείμενο: το μνημονιακό καθεστώς συσσώρευσης κεφαλαίου.