Οι εξεγέρσεις και η μαύρη εργατική τάξη
Η επέτειος του ενός χρόνου από την εξέγερση στο Φέργκιουσον οδήγησε σε νέο κύκλο διαδηλώσεων –και νέο κύκλο αστυνομικής βίας. Ήταν η συνέχεια ενός κύκλου ξεσπασμάτων που ξεκίνησε πέρυσι από το Φέργκιουσον και πέρασε από τη Νότια Καρολίνα και το Μάντισον του Ουισκόνσιν, με την εξέγερση στη Βαλτιμόρη τον περασμένο Απρίλη να αποτελεί την κλιμάκωση του αγώνα. Η επέτειος συνέπεσε και με μια άλλη –αυτή των 50 χρόνων από την εξέγερση του Γουότς, θυμίζοντας έτσι ότι οι εξεγέρσεις των μαύρων στις πόλεις των ΗΠΑ έχουν μια πλούσια ιστορία.
Τη δεκαετία του ’60 ξέσπασε ένα μεγάλο κύμα τέτοιων εξεγέρσεων, στο φόντο του κινήματος για φυλετική ισότητα.
Ριζοσπαστικοποίηση
Οι ταραχές στα αστικά κέντρα ήταν μια ένδειξη ριζοσπαστικοποίησης της μαύρης κοινότητας πέρα από το Νότο, όπου δρούσε το Κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα. Στα κεντροδυτικά και στο Βορρά, οι μαύροι βίωναν τις ρατσιστικές διακρίσεις στα σχολεία, στην κατοικία, στα δυσανάλογα ποσοστά ανεργίας και φτώχειας παρά τη μεγαλύτερη από ποτέ οικονομική άνθηση στην ιστορία των ΗΠΑ. Σε εκείνες τις εκρηκτικές συνθήκες, η ρατσιστική αστυνομική τρομοκρατία ήταν ο πυροδότης. Το καλοκαίρι του ’64 ξέσπασαν ταραχές σε μια σειρά πόλεων του Βορρά, από τη Φιλαδέλφεια ως το Ρότσεστερ και το Χάρλεμ της Νέας Υόρκης.
Οι εξεγέρσεις του 1964 ξεκινούσαν από την αντιπαράθεση με τους μπάτσους και έφταναν μέχρι την καταστροφή περιουσιών και λεηλασίες επιχειρήσεων λευκών που θεωρούνταν ότι εκμεταλλεύονταν τους μαύρους πελάτες. Αλλά στο πλαίσιο του μαζικού κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα στο Νότο, οι συγκρούσεις στο Βορρά αποκτούσαν παράλληλα κοινωνική και πολιτική διάσταση. Αυτή η δυναμική εκδηλώθηκε ακόμα πιο καθαρά στην εξέγερση του Γουότς στο Λος Άντζελες. Ξεκίνησε, όπως και οι προηγούμενες εξεγέρσεις, στις 11 Αυγούστου 1965, με αφορμή την αστυνομική κακοποίηση ενός μαύρου οδηγού -και της μητέρας του όταν πήγε να τον υπερασπιστεί. Οι αιτίες ήταν βαθύτερες: ένα 95% των κατοικιών ήταν απρόσιτο για τους μαύρους του Λος Άντζελες εξαιτίας του ρατσιστικού πλαισίου στις συμφωνίες στέγασης, κάτι που επιδίωκε το λόμπι των ιδιοκτητών ακινήτων. Οι μαύροι είχαν χειρότερα σχολεία, χειρότερα νοσοκομεία και υπηρεσίες από τους λευκούς. Ήταν η συντριπτική πλειοψηφία στο Γουότς αλλά ούτε λεφτά είχαν, ούτε σπίτια κι επιχειρήσεις τούς ανήκαν. Οι λευκοί τούς πουλούσαν χειρότερα προϊόντα και σε ακριβότερες τιμές. Η εκλογική νίκη της Δεξιάς στην Καλιφόρνια το 1964 σε δημοψήφισμα κατά των νόμων για «Δικαιοσύνη στη Στέγαση» κατέστησε σαφές στους μαύρους εργάτες ότι το τυπικά φιλελεύθερο καθεστώς στις πόλεις του Βορρά ήταν γεμάτο με ρατσιστικές διακρίσεις σε βαθμό που έμοιαζε με τον ρατσιστικό Νότο.
Η έκταση, η ένταση και ο χαρακτήρας της εξέγερσης του Γουότς την έχρισαν σημείο καμπής. Μέχρι τις 17 Αυγούστου η εξέγερση μετρούσε 34 νεκρούς. Τραυματίστηκαν 1.032. Η αστυνομία συνέλαβε 3.952. Πάνω από 600 κτίρια υπέστησαν ζημιές ή καταστράφηκαν. Η εξέγερση ήταν ένδειξη ότι η μαύρη λαϊκή συνείδηση είχε ξεπεράσει το επίπεδο κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα.
Ρήγμα με την ηγεσία
Εκείνες τις μέρες, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ γιουχαΐστηκε σε εκδήλωση όταν έκανε κριτική στις λεηλασίες. Ένας άλλος γνωστός μαύρος ακτιβιστής, ο Ντικ Γκρέγκορι, πυροβολήθηκε από διαδηλωτή στο πόδι όταν χρησιμοποίησε ντουντούκα της αστυνομίας για να καλέσει τους εξεγερμένους να αδειάσουν το δρόμο. Όπως το περιέγραφε ένας ιστορικός, «η μαύρη ηγεσία ήταν υπερβολικά μεσοαστική και είχε χάσει την επαφή με τις μάζες». Το Γουότς ώθησε τον Μ.Λ. Κινγκ να αναπτύξει μια νέα, ριζοσπαστικότερη στρατηγική στους αγώνες των επόμενων τριών χρόνων μέχρι τη δολοφονία του.
Το 1966, το γκέτο των μαύρων στο Κλίβελαντ ξεσηκώθηκε. Στο Όκλαντ της Καλιφόρνια ιδρύθηκε το Κόμμα των Μαύρων Πανθήρων, που έθεσε σε προτεραιότητα την αντιμετώπιση της αστυνομικής ρατσιστικής βίας, αλλά ταυτόχρονα έκανε τη σύνδεση με μια ατζέντα που καλούσε σε πλήρη απασχόληση για τους μαύρους εργάτες. Το έτος 1967, στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσι ξέσπασαν οι μαύροι εργάτες διαμαρτυρόμενοι για το ρατσιστικό πολιτικό σύστημα των Δημοκρατικών που δεν επέτρεπε την πολιτική εκπροσώπησή τους. Λίγες μέρες αργότερα, το Ντιτρόιτ (κέντρο της αυτοκινητοβιομηχανίας των ΗΠΑ) εξερράγη και οι περισσότεροι διαδηλωτές ήταν εργάτες, όχι άνεργοι και πάμφτωχοι. Οι εξεγέρσεις πετύχαιναν συχνά νίκες, όπως την υποχώρηση της αστυνομικής επιθετικότητας ή την άρση των διακρίσεων –π.χ. αυξημένα κονδύλια στις κοινωνικές υπηρεσίες. Επρόκειτο για μια αποτελεσματική «διαπραγμάτευση μέσα από την εξέγερση».
Σύντομα η μαχητικότητα των μαύρων εργατών βρήκε έκφραση στα εργοστάσια. Οι μαύροι εργάτες, συγκεντρωμένοι στη βιομηχανία, κάνοντας τις πιο επικίνδυνες και βρόμικες δουλειές και απογοητευμένοι από τους «παραδοσιακούς» συνδικαλιστές, άρχισαν να παλεύουν και για θέματα που αφορούσαν τους λευκούς εργάτες -πολλοί από τους οποίους συμμετείχαν σε απεργίες που ξεκινούσαν από τους μαύρους.
Με τη δολοφονία του Μ.Λ. Κινγκ το 1968, η αγωνιστικότητα της μαύρης εργατικής τάξης μετατράπηκε σε άμεση αντιπαράθεση με το κράτος. Περισσότερες από 125 πόλεις γνώρισαν εξεγέρσεις, στην Ουάσινγκτον, το Σικάγο και τη Βαλτιμόρη, και χρειάστηκε η κινητοποίηση δεκάδων χιλιάδων στρατιωτών για να τις καταπνίξουν. Η ιστορία κατέγραψε: 39 νεκροί, πάνω από 2.600 τραυματίες και 21.000 συλληφθέντες.
Παραχωρήσεις
Από το Γουότς κι έπειτα, η αστική τάξη και τα κόμματά της καταλάβαιναν ότι πρέπει να κάνουν παραχωρήσεις. Οι εξεγέρσεις των μαύρων ριζοσπαστικοποιούσαν όλη την κοινωνία, θέτοντας ζητήματα για την αμερικανική ποιότητα «δημοκρατίας» και κοινωνικής δικαιοσύνης. Τα επόμενα χρόνια έγιναν παραχωρήσεις από την πίεση του μαζικού κινήματος στην εκπαίδευση, τη στέγαση, την εργασία, το κοινωνικό κράτος, την επιχειρηματικότητα. Αυτές οι παραχωρήσεις ήταν παραδοχή του συστήματος ότι οι αιτίες των εξεγέρσεων ήταν βασικά οικονομικές, και όχι μια «τρέλα» της μαύρης κοινότητας, όπως φωνασκούσαν τα ΜΜΕ μέχρι τότε. Η μαύρη μεσαία τάξη αναπτύχθηκε ραγδαία και εξέλεξε πολλαπλάσιους πολιτικούς εκπροσώπους. Το Δημοκρατικό Κόμμα έσπευσε να προσεταιριστεί το ανερχόμενο «μαύρο κατεστημένο», αφομοιώνοντας πρώην ριζοσπάστες. Το 1968, ακόμα και οι Ρεπουμπλικάνοι έθεταν στο πολιτικό τους πρόγραμμα «πρωτοβουλίες για να εξαλειφθούν οι αιτίες της βίας».
Η επόμενη μεγάλη εξέγερση ήρθε τον Απρίλη του 1992 στο Λος Άντζελες. Αυτήν τη φορά η σπίθα ήταν η αθώωση 4 μπάτσων που δικάστηκαν για τον ξυλοδαρμό του Ρόντνεϊ Κινγκ. Ήταν η μεγαλύτερη εξέγερση στην ιστορία των ΗΠΑ.
Αν και χαρακτηρίστηκε «φυλετική εξέγερση», ήταν η πρώτη κοινωνική απάντηση σε μια οικονομική «αντεπανάσταση» που είχε ξεκινήσει δέκα χρόνια πριν, με την κολοσσιαία μεταφορά πλούτου από τους εργάτες στους πλούσιους, την αύξηση της ανεργίας και τη διάλυση του κοινωνικού κράτους.
Σήμερα
Σήμερα, η κοινωνική και πολιτική πίεση πάνω στη μαύρη κοινότητα έχει οξυνθεί με το βάθεμα της ύφεσης, που σάρωσε τον συσσωρευμένο κοινωνικό πλούτο και κατακτήσεις δεκαετιών. Η εκλογή του πρώτου Αφροαμερικανού προέδρου και η ισχυροποίηση του μαύρου πολιτικού κατεστημένου δεν έχουν αμφισβητήσει αυτήν την τάση.
Αν οι εξεγέρσεις του ’60 εξέφραζαν τις διεκδικήσεις και τις προσδοκίες των φτωχών μαύρων σε μια αναπτυσσόμενη οικονομία, οι σημερινές εξεγέρσεις είναι απότοκο του πισωγυρίσματος των κατακτήσεων εκείνων των αγώνων. Ενώ οι αγωνιστές του ’60 καταφέρονταν ενάντια στη ρατσιστική λευκή εξουσία, η μαύρη νεολαία σήμερα έχει απέναντί της και μαύρα κρατικά και κυβερνητικά στελέχη.
Αλλά πενήντα χρόνια μετά το Γουότς, μια νέα γενιά, με το κίνημα «Οι Μαύρες Ζωές Μετράνε», καταλήγει σε παρόμοια συμπεράσματα με αυτά που έβγαλε τότε και ο Μ.Λ. Κινγκ, για την ανάγκη ριζοσπαστικοποίησης της πάλης και για αμφισβήτηση συνολικά του κοινωνικού συστήματος που παράγει τη ρατσιστική βία.