Καθώς γράφω, τη Δευτέρα 24 Αυγούστου, τα χρηματιστήρια σε όλο τον πλανήτη βρίσκονται σε μία ακόμη βουτιά. Οι περισσότερες αγορές έχουν ήδη σημειώσει πτώση κατά 10% το μήνα που πέρασε. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Οι λόγοι είναι ξεκάθαροι. Η κινεζική οικονομία, η μεγαλύτερη στον κόσμο πλέον επίσημα (τουλάχιστον με βάση τη μάλλον περίεργη μέθοδο μέτρησης ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης του ΔΝΤ), επιβραδύνεται ραγδαία. Κάθε στατιστικό στοιχείο που μας έρχεται από την Κίνα δείχνει μια επιδεινούμενη κατάσταση για τη βιομηχανική παραγωγή, τις επενδύσεις, τις εξαγωγές και πάνω απ’ όλα την αγορά πρώτων υλών από άλλες χώρες. Η πτώση της ζήτησης βασικών εμπορευμάτων εκ μέρους της Κίνας έχει προκαλέσει τεράστια πτώση στις τιμές των εμπορευμάτων (πετρέλαιο, τρόφιμα, σίδερο, άνθρακας, βιομηχανικά μέταλλα κ.λπ.). Αυτή η πτώση στις τιμές σημαίνει μείωση των εσόδων από εξαγωγές για χώρες όπως η Βραζιλία, η Αυστραλία, η Ινδονησία, η Αργεντινή κ.λπ. Επίσης οι Κινέζοι δεν αγοράζουν τόσες πολλές BMW, τσάντες πολυτελείας, εργαλειομηχανές, αυτοκίνητα κ.λπ. είτε στο εσωτερικό είτε στο εξωτερικό. Αυτά είναι άσχημα μαντάτα για την Ευρώπη και την Ιαπωνία, όπως και για τις ΗΠΑ.
Αδύναμη ανάπτυξη
Η άλλη αιτία είναι ότι, μαζί με την παγκόσμια επιβράδυνση των λεγόμενων «αναδυόμενων οικονομιών», παραμένει αδύναμη η οικονομική ανάπτυξη και στις «ώριμες» καπιταλιστικές οικονομίες και σε κάποιες περιπτώσεις δείχνει να ξεμένει από καύσιμα.
Η οικονομία των ΗΠΑ τα έχει πάει καλύτερα από όλους μετά το τέλος της Μεγάλης Ύφεσης στα μέσα του 2009. Αλλά ακόμα επιτυγχάνει ανάπτυξη οριακά πάνω από το 2% του πραγματικού ΑΕΠ, ενώ ο κατασκευαστικός της τομέας βρίσκεται σε υποχώρηση.
Η οικονομία της ευρωζώνης μετά βίας αναπτύσσεται, και ο μόνος λόγος γι’ αυτό είναι ότι η Γερμανία, η βασική οικονομική ατμομηχανή, μπόρεσε να ανακάμψει κάπως. Η υπόλοιπη ευρωζώνη βρίσκεται σε στασιμότητα και σε κάποιες περιπτώσεις (Φινλανδία, Ελλάδα) ακόμα συρρικνώνεται.
Η Ιαπωνία, που, υποτίθεται, ήταν έτοιμη για αναπτυξιακή έκρηξη με την πολιτική Abenomics, όπως ονομάστηκαν τα μέτρα του πρωθυπουργού Άμπε για φτηνό χρήμα από την κεντρική τράπεζα, κυβερνητικές δαπάνες και νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις στα εργατικά δικαιώματα, απέτυχε να ανακάμψει.
Η ισχυρή και παρατεταμένη οικονομική ανάπτυξη στις μεγάλες καπιταλιστικές οικονομίες παραμένει οφθαλμαπάτη.
Ισχυρό δολάριο
Ένα άλλο πρόβλημα είναι το πολύ ισχυρό δολάριο. Τράπεζες και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που ανησυχούν για την οικονομική ανάπτυξη σε άλλες χώρες και αναζητούν υψηλότερα κέρδη σε μια ασφαλή οικονομία έσπευσαν να αγοράσουν περιουσιακά στοιχεία σε δολάρια. Και καθώς πέφτει η τιμή του πετρελαίου (που μετριέται σε δολάρια), ακόμα περισσότερα κεφάλαια κατευθύνθηκαν στο δολάριο για αντιστάθμιση. Αλλά αυτό οδήγησε σε μια οξεία πτώση στην αξία άλλων νομισμάτων. Πολλές εταιρείες διεθνώς δανείστηκαν σε δολάρια ενώ τα έσοδά τους είναι σε εθνικό νόμισμα. Οπότε οι λογαριασμοί χρεών στις αναδυόμενες οικονομίες αυξάνονται. Πολλές εταιρείες έρχονται αντιμέτωπες με μικρότερη μεγέθυνση των εσόδων τους προσεχώς αλλά με μεγαλύτερα χρέη. Οπότε υπάρχει σοβαρή πιθανότητα για μια κρίση χρέους στις εταιρείες.
Αυτό αποκαλύπτει μια μεγάλη αλήθεια για την παγκόσμια «οικονομική ανάκαμψη», τέτοια που είναι, μετά το 2009. Δεν στηρίχθηκε κυρίως σε επενδύσεις σε παραγωγικούς τομείς, που θα αυξάνουν την παραγωγικότητα και την απασχόληση, αλλά σε πλασματικό κεφάλαιο, την επαναγορά μετοχών, την αγορά κυβερνητικών ομολόγων και ιδιοκτησίας. Το φτηνό και απεριόριστο χρήμα από τις κεντρικές τράπεζες μέσω των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης, αποκατέστησε το τραπεζικό σύστημα, αλλά όχι τον παραγωγικό τομέα των καπιταλιστικών οικονομιών.
Ακόμα και κεντρικοί τραπεζίτες αρχίζουν να αμφιβάλλουν αν η ποσοτική χαλάρωση βοήθησε ιδιαίτερα. Ο Στίβεν Γουίλιαμσον, αντιπρόεδρος της Ομοσπονδιακής Αποθεματικής Τράπεζας του Σεντ Λούις, μόλις εξέδωσε μια μελέτη στην οποία καταλήγει: «Δεν υπάρχει καμία εργασία, εξ όσων γνωρίζω, που να αποδεικνύει επιτυχή σύνδεση της ποσοτικής χαλάρωσης με τους τελικούς στόχους της Κεντρικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας –πληθωρισμό και πραγματική οικονομική δραστηριότητα. Στην πραγματικότητα, οι βασικές ενδείξεις καταλήγουν ότι η ποσοτική χαλάρωση ήταν αναποτελεσματική».
Φούσκα
Το χρέος δεν έχει μειωθεί συνολικά, και έχει επεκταθεί και στους επιχειρηματικούς τομείς των μεγάλων οικονομιών. Υπάρχει ακόμα ένα τεράστιο στρώμα πλασματικού κεφαλαίου, όπως το αποκαλούσε ο Μαρξ. Είναι αυτό που σήμερα καταρρέει. Φαίνεται πως οι διεθνείς επενδυτές αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι η «ανάκαμψη» είναι πλασματική και στηρίζεται σε μια ακόμα οφθαλμαπάτη που στηρίχθηκε στην πίστωση.
Οι υποστηρικτές της τελευταίας πιστωτικής φούσκας, όπως ο Μπεν Μπερνάνκι, πρώην επικεφαλής της Αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας, και ο Λάρι Σάμερς, ο γκουρού της «διαρκούς διαρθρωτικής στασιμότητας», ανησυχούν. Στους Financial Times, ο Σάμερς γράφει ότι «η λογική εξέταση των σημερινών συνθηκών καταλήγει στο ότι η αύξηση των επιτοκίων στο κοντινό μέλλον θα ήταν σοβαρό λάθος».
Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα είχε αποφασίσει να αρχίσει να αυξάνει τα επιτόκια στα τέλη αυτής της χρονιάς, επειδή η οικονομική ανάπτυξη των ΗΠΑ ήταν διασφαλισμένη πλέον. Είχα δηλώσει σε προηγούμενα άρθρα το ρίσκο που θα αποτελούσε αυτή η κίνηση για την παγκόσμια οικονομία αν αυτή παρέμενε σε αυτό που αποκαλώ Μακρά Ύφεση (δεν είναι το ίδιο με τη «διαρκή διαρθρωτική στασιμότητα»). Και ο Σάμερς επίσης ανησυχεί. Αλλά τι προτείνει να κάνουν γι’ αυτό οι σχεδιαστές πολιτικής στις ΗΠΑ;
Ο Σάμερς προτείνει απλά να συνεχιστεί η πολιτική χαμηλών επιτοκίων, που μέχρι σήμερα έχει εμφατικά αποτύχει να αποκαταστήσει την οικονομική ανάπτυξη και αντί γι’ αυτό έχει απλώς τροφοδοτήσει ένα πιστωτικό «μπουμ» και μια αυξανόμενη ανισότητα μεταξύ εισοδήματος και πλούτου. «Η ικανοποιητική ανάπτυξη, αν μπορεί να επιτευχθεί, απαιτεί πολύ χαμηλά επιτόκια, τα οποία ιστορικά έχουμε δει μόνο στη διάρκεια οικονομικών κρίσεων». Οπότε για τον Σάμερς η απάντηση είναι φτηνό χρήμα για πάντα. Ο Σάμερς λέει πράγματι ότι θα πρέπει να υπάρξουν κι άλλα μέτρα, «όπως βήματα για την προώθηση δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων». Αλλά δεν παρέχει καμία εξήγηση για το πώς πρόκειται να αυξηθούν οι επενδύσεις από τον καπιταλιστικό τομέα σε ένα περιβάλλον όπου η κερδοφορία πέφτει διεθνώς παρά την πιστωτική φούσκα. Και πού ακριβώς είναι αυτές οι δημόσιες επενδύσεις;
Το καπιταλιστικό σύστημα έχει ανάγκη να εκκαθαριστεί από το πλασματικό κεφάλαιο που δημιουργήθηκε από τις πολιτικές του Μπερνάνκι, του Σάμερς, τις κεντρικές τράπεζες του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ιαπωνίας και τώρα της ΕΚΤ. Έχει ανάγκη απομόχλευσης κι όχι ακόμα περισσότερης μόχλευσης. Τα χρηματιστήρια το αντιλαμβάνονται αυτό. Φυσικά, η «απομόχλευση» θα σήμαινε μια νέα μεγάλη παγκόσμια βουτιά για να απαξιωθεί κεφάλαιο και να αποκατασταθεί η κερδοφορία για τους παραγωγικούς τομείς. Αυτό είναι το μέλλον το οποίο έρχεται όλο και πιο κοντά.
Αναδημοσίευση από το μπλογκ του, https://thenextrecession.wordpress.com/
Μετάφραση: Πάνος Πέτρου