Το «μεγάλο παιχνίδι» της νέας ανακεφαλαίωσης των τραπεζών

Φωτογραφία

Η «σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος» χάρη στη νέα ανακεφαλαίωση-«μαμούθ», δηλαδή τη νέα ενίσχυση των τραπεζών με δημόσιο χρήμα, είναι ένα από τα «θετικά» που βλέπει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στο τρίτο μνημόνιο. Ότι ο διακηρυγμένος στόχος είναι πλέον να σωθούν οι τράπεζες με δημόσιο χρήμα ώστε στη συνέχεια να ιδιωτικοποιηθούν, ότι οι ιδιώτες διοικητές τους που τις φαλίρισαν παραμένουν ακλόνητοι στη θέση τους, ότι 25 από τα 50 συνολικά δισ. ευρώ του Ταμείου «αξιοποίησης» (δηλαδή εκποίησης) της περιουσίας του Δημοσίου θα χρηματοδοτήσουν την ανακεφαλαίωση των τραπεζών, είναι για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ «λεπτομέρειες» ανάξιες λόγου… Ωστόσο, καθώς η επιχείρηση της νέας ανακεφαλαίωσης των τραπεζών είναι ένα από τα μεγάλα μνημονιακά πρότζεκτ των επόμενων μηνών, καιρός να μιλήσουμε και για κάποια άλλα κρυμμένα μυστικά της όλης υπόθεσης, που πολύ σύντομα μπορεί να σκάσουν με πάταγο: τις ανησυχίες των τραπεζιτών και των hedge funds και τα σχέδια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας – που μεταξύ άλλων αφορούν και την τύχη των καταθέσεων, οι οποίες κατά τα άλλα «είναι εγγυημένες»…

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Πέτρος Σταύρου

Ένα σημαντικό κομμάτι της οικονομικής αρθρογραφίας των ημερών αφορά στην υπόθεση της ανακεφαλαίωσης των τραπεζών - και δικαίως. Πίσω από την υπόθεση αυτή κρύβονται σοβαρές λεπτομέρειες των ευρωπαϊκών υποθέσεων που συνήθως δεν αναδεικνύονται από τα απλά ρεπορτάζ για το 3ο μνημόνιο, τις προϋποθέσεις εφαρμογής του και την ισχυρή κυβέρνηση που είναι απαραίτητη γι’ αυτού του είδους τις πολιτικές και πρέπει, κατά συνέπεια, να προκύψει από τις εκλογές. 
Ας δούμε όμως τι ακριβώς συμβαίνει με την ανακεφαλαίωση των τραπεζών και γιατί τόση πολλή κουβέντα για την αποκαλούμενη «μαμούθ» αύξηση κεφαλαίων που επιδιώκει η ΕΚΤ και η ΕΕ και τις αρνητικές αντιδράσεις των ιδιωτών επενδυτών και μετόχων. 
Γιατί ανησυχούν οι τραπεζίτες;
Καταρχήν να πούμε ότι οι προθέσεις της ΕΚΤ αλλά και των νέων πιστωτικών και εποπτικών θεσμών της λεγόμενης ευρωπαϊκής «τραπεζικής εποπτείας» (SSM, SRB κ.λπ.) είναι για μια ανακεφαλαίωση της τάξης των 15 δισ.  €, στο κανονικό σενάριο, που μπορεί να φτάσει και τα 20 δισ. € εάν επικρατήσουν τα αρνητικά σενάρια εκτιμήσεων για τα μακροοικονομικά δεδομένα της ελληνικής και ευρωπαϊκής οικονομίας. Αλλά γιατί λόγω αυτών των προθέσεων της ΕΚΤ να ενοχλούνται σφόδρα οι ιδιώτες επενδυτές; Γιατί ανησυχούν τα henge funds και πώς θα εκλάβει η ΕΚΤ αυτές τις ανησυχίες; 
Είναι λογικό να ανησυχούν οι ιδιώτες επενδυτές διότι τόσο μεγάλη αύξηση κεφαλαίου δημιουργεί αναπόφευκτα και μια σημαντική «αραίωση» (dilution) της αξίας των μετοχών που αυτοί κατέχουν. Ας φανταστούμε ότι σε μια επιχείρηση οι 2.000 μετοχές της (τυχαίο παράδειγμα) αποδίδουν 1.000 € κέρδη δηλαδή 0,5 € η μία. Αν συμβεί μια ανακεφαλαίωση της εταιρείας και οι μετοχές αυξηθούν κατά 100% και γίνουν 4.000, τότε εφόσον η μάζα των κερδών παραμένει αμετάβλητη, η κάθε μετοχή αποδίδει πλέον μόνο 0,25 € μετά την αύξηση του κεφαλαίου. Δικαίως λοιπόν ανησυχούν οι ιδιώτες επενδυτές για τα μελλοντικά κέρδη τους, σε εποχές μάλιστα που δεν υπάρχουν σημαντικές προοπτικές κερδοφορίας. 
Όμως τότε γιατί η ΕΚΤ επιμένει να προκαλέσει τόσο δραστικό dilution στις μετοχές του ιδιωτικού τομέα; Θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε κάποιες εξηγήσεις και να ανιχνεύσουμε εκείνες τις τάσεις που ίσως υπερβαίνουν το στενό πλαίσιο των τεσσάρων συστημικών τραπεζών του ελληνικού πιστωτικού συστήματος και επεκτείνονται στα ευρύτερα χαρακτηριστικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 
Γιατί η ΕΚΤ θέλει ανακεφαλαίωση-«μαμούθ»;
Μια πρώτη εξήγηση είναι πως η ΕΚΤ αλλά και οι υπόλοιποι ευρωπαϊκοί θεσμοί προβλέπουν ότι το μεσοπρόθεσμο μέλλον της παγκόσμιας οικονομίας είναι όχι μόνο αβέβαιο αλλά και ανησυχητικό, μια και οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι ασθενικοί, ο αναπτυξιακός ρυθμός της Κίνας οπισθοχωρεί σημαντικά και η αμερικανική ομοσπονδιακή κεντρική τράπεζα (FED) ετοιμάζεται να αυξήσει τα επιτόκια και να δρομολογήσει μια πολιτική ακριβού χρήματος. Με τη μεγάλη ανακεφαλαίωση («μαμούθ») η ΕΚΤ επιδιώκει τη θωράκιση του τραπεζικού συστήματος από τις δυσμενείς εξελίξεις αλλά και από την καταστροφική αστάθεια του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού. Όταν οι προοπτικές της μη χρηματοοικονομικής οικονομίας (της οικονομίας δηλαδή των αγαθών και των υπηρεσιών) είναι απογοητευτικές, τότε αυξάνονται και οι περιπτώσεις των «κόκκινων» δανείων, καθώς και όλων των αποδομητικών μορφών του ιδιωτικού δανεισμού. Η ΕΚΤ, στο πλαίσιο της νέας ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης, επιδιώκει τη θωράκιση του πιστωτικού συστήματος από τις κρίσεις που θα ξεσπούν στην υπόλοιπη μη χρηματιστική οικονομία. 
Μια δεύτερη εξήγηση είναι πως πληθαίνουν οι πιέσεις για διαχωρισμό της μοίρας των τραπεζών, ως ιδιωτικών επιχειρήσεων, από τις δημοσιονομικές «περιπέτειες» των κρατών-μελών της ΕΕ. Αποτελεί νέα επιδίωξη και τάση η επαναρύθμιση των χρηματοπιστωτικών κύκλων επέκτασης με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην ενισχύουν πολιτικές «ηθικού κινδύνου» με τα δημόσια οικονομικά. Τα κράτη δεν μπορούν να δανείζονται απεριόριστα και σε βαθμό που να αναιρείται η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης, εκείνης της πολιτικής δηλαδή που έχει εσωτερικευθεί και συνταγματοποιηθεί στο πλαίσιο της ΕΕ. Ακόμα περισσότερο αφορά σε εκείνα τα κράτη που το χρέος τους είναι μη βιώσιμο και πρέπει να πτωχεύσουν εντός του ευρώ. Με την πολιτική της ανακεφαλαίωσης η ΕΚΤ επιδιώκει, για τελευταία φορά ίσως με δημόσιο τρόπο, δηλαδή με δημόσιους πόρους, την εξασφάλιση και τη «στεγανοποίηση» του πιστωτικού συστήματος από τις δημοσιονομικές κρίσεις. Εκτιμά ίσως πως μπορούν να συνυπάρχουν χρεοκοπημένα κράτη με «υγιή» και «αποστειρωμένα» πιστωτικά συστήματα. Πρόκειται για έναν νέο και απολύτως δυναμικό καπιταλιστικό «οραματισμό». 
Η τελευταία εξήγηση που δίνουμε αφορά στην «ιδιοκτησία» των εναπομεινασών καταθέσεων του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Τα 120 περίπου δισ. € που έχουν απομείνει μαζί με αυτά που πρόκειται να επιστρέψουν, αν επιστρέψουν, θα είναι στη διακριτική ευχέρεια των ευρωπαϊκών πιστωτικών αρχών να χρησιμοποιηθούν σαν «μαξιλάρι» ασφάλειας στην περίπτωση που η παγκόσμια κρίση βαθύνει ακόμα περισσότερο και στην περίπτωση που δεν επαρκεί η δημόσια σωτηρία των 15 - 20 δισ. του 3ου μνημονίου. Και εδώ πρόκειται για τη θωράκιση του πιστωτικού συστήματος σε σχέση με την ένταση των όποιων απρόσμενων εξελίξεων. Για την αποφυγή παρεξηγήσεων, δεν εκτιμάμε ότι πρόκειται για τη γνωστή απειλή κουρέματος των καταθέσεων αλλά για το «παρκάρισμά» τους σε κάποιο ανενεργό σημείο του ευρωπαϊκού συστήματος έτσι ώστε να χρησιμοποιηθούν «ενδεχομενικά», σαν μια μορφή εγγύησης. Κάτι τέτοιο όμως αποκλείει οριστικά τη χρήση αυτών των καταθέσεων για μια νέα πιστωτική και επεκτατική πολιτική. Οι καταθέσεις δεν θα χρησιμοποιούνται για την πυροδότηση μιας νέας μόχλευσης, αλλά για μια καθαρά εσωτερική χρήση πάνω στα προβλήματα του ισολογισμού των τραπεζών. 
Τα στρατηγικά συμφέροντα του κεφαλαίου
Και οι τρεις εξηγήσεις που περιγράφηκαν προηγουμένως σημαίνουν ότι η ΕΚΤ βλέπει μόνο το μακροπρόθεσμο συμφέρον του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού και δεν ενδιαφέρεται για ζητήματα ιδιωτικής κερδοφορίας, όσο σημαντικά και αν είναι αυτά. Αυτό βέβαια σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει πως οι προθέσεις της θα εκπληρωθούν ή ότι η ευστάθεια του ευρωπαϊκού καπιταλισμού εξασφαλίζεται. Απλά μας λένε πολλά πράγματα για την ιδιοτέλεια των οικονομικών και πολιτικών αποφάσεων, καθώς και για εκείνη των ευρύτερων στρατηγικών των ευρωπαϊκών ελίτ. 

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία