Όταν ο Μαρξ και ο Ένγκελς δημοσίευσαν το Κομουνιστικό Μανιφέστο, είχε παρέλθει περίπου μισός αιώνας ταχύρρυθμης καπιταλιστικής βιομηχανικής ανάπτυξης, γιγαντιαίας συσσώρευσης κεφαλαίου και τεχνολογικής καινοτομίας, αλλά η κατάσταση της εργατικής τάξης παρέμενε άθλια.
Σε αυτό το σημείο, ο Μαρξ θεώρησε ότι η βασική, δομική αδυναμία του καπιταλισμού είχε αναδυθεί: η θεαματική βιομηχανική και τεχνολογική πρόοδος και οι ιστορικά πρωτοφανείς ρυθμοί μεγέθυνσης της παραγωγής εμπορευμάτων πραγματοποιούνται με ταυτόχρονη συσσώρευση πλούτου στον έναν πόλο της κοινωνίας, εκεί που βρίσκονται οι κάτοχοι κεφαλαίου, και συσσώρευση φτώχειας στον άλλο πόλο, εκεί όπου βρίσκονται όσοι κατέχουν μόνο την ικανότητά τους προς εργασία (την εργασιακή τους δύναμη). Θεώρησε ότι αυτή η εκρηκτική κοινωνική πόλωση θέτει τις βάσεις για την πολιτική χρεοκοπία του καπιταλισμού, για τον εξής λόγο: «Η αστική τάξη είναι ανίκανη να διατηρήσει για πολύ τη θέση της κυρίαρχης τάξης (...) επειδή είναι ανίκανη να εξασφαλίσει στους δούλους της την ύπαρξή τους, ακόμη και μέσα στην ίδια τους τη δουλεία». Όπως θα λέγαμε με σημερινούς όρους, η αστική τάξη δεν μπορεί να διατηρήσει την ηγετική της θέση στην κοινωνία, η ηγεμονία της βρίσκεται σε κρίση, επειδή το δικό της ιδιοτελές συμφέρον έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη συντήρηση και την αναπαραγωγή των κυριαρχούμενων κοινωνικών τάξεων.
Η επιστροφή του αχαλίνωτου καπιταλισμού
Το εργατικό, σοσιαλιστικό και κομουνιστικό κίνημα της Δυτικής Ευρώπης στοιχημάτισαν, αμέσως μετά τον Πόλεμο, ότι το σύστημα μπορούσε να μετασχηματιστεί, να εξανθρωπιστεί, να διατηρήσει τον παραγωγικό δυναμισμό του αποβάλλοντας όμως τη μακροχρόνια τάση του να αυξάνει τις ανισότητες των εισοδημάτων κεφαλαίου και εργασίας. Στοιχημάτισαν ότι μπορεί να σταματήσει να συσσωρεύει πλούτο για τους κατόχους κεφαλαίου και φτώχεια για τους κατόχους εργασιακής δύναμης –και μάλιστα στοιχημάτισαν ότι μπορούσε να αναπτύσσεται με ταχείς ρυθμούς ακριβώς επειδή θα είχε αρνηθεί το αμαρτωλό παρελθόν της ανθρωποφαγίας του, ακριβώς επειδή θα του είχε επιβληθεί να μην αυξάνει τις ανισότητες. Το στοίχημα φαινόταν κερδισμένο για τις δυνάμεις της εργασίας για τριάντα ολόκληρα χρόνια, ας πούμε κατά προσέγγιση από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1940 έως το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970. Τριάντα χρόνια ήταν αρκετά για να πιστέψουν οι περισσότεροι ότι ο καπιταλισμός είχε αλλάξει οριστικά και αμετάκλητα –με δυο λόγια, ότι είχε μεταλλαχθεί χάρη στο κοινωνικό κράτος, τη σταθερότητα στη διανομή του προϊόντος μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, τη σταθερότητα ή τη μείωση των ανισοτήτων, τη μαζική παραγωγή σε σύζευξη με τη μαζική κατανάλωση των μισθωτών, όλα αυτά τα οποία συγκροτούσαν ένα θαύμα που έμοιαζε ότι θα διαρκέσει χίλια χρόνια. Κοιτάζοντας προς τα πίσω, γνωρίζουμε τώρα ότι οι έκτακτες συνθήκες της μεταπολεμικής περιόδου που επιβλήθηκαν στον καπιταλισμό, και μόνον αυτές, μπορούν να εξηγήσουν την παρέκκλισή του από την αυθεντική του φύση –που αυτή παρέμενε αναλλοίωτη κάτω από τους περιορισμούς που της είχαν επιβληθεί από τις δυνάμεις της εργασίας.
Ύστερα από τριάντα πέντε χρόνια βαθμιαίας πλην όμως συνεπούς αποδόμησης του μεταπολεμικού κοινωνικού κράτους, από την πρώτη κυβέρνηση Θάτσερ μέχρι σήμερα, οι δυνάμεις του κεφαλαίου πραγματοποιούν στη διάρκεια της κρίσης την τελευταία επίθεση για να κλείσουν μέσα σε μια ιστορική παρένθεση το κοινωνικό κράτος, τη μείωση των ανισοτήτων, την αυξανόμενη αγοραστική δύναμη των εργαζόμενων τάξεων, όχι μόνο το μαρξισμό αλλά και τον κεϊνσιανισμό, την ίδια την αστική δημοκρατία, που τελικά αποδείχθηκε ότι ήταν ένα επικίνδυνο παιχνίδι για τους επικυρίαρχους. Γνωρίζουμε τώρα ότι ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής ρέπει ακατάπαυστα στην αύξηση των ανισοτήτων, στην πόλωση πλούτου και φτώχειας, και ότι μόνο εξωτερικοί παράγοντες, που σπάνιες ιστορικές συνθήκες ενδέχεται να συγκεντρώσουν, μπορούν να ανατρέψουν αυτήν την ακατανίκητη τάση. Τέτοιες σπάνιες συνθήκες όμως δεν υπάρχουν σήμερα. Ο καπιταλισμός στέκεται και πάλι απέναντί μας ως η δύναμη του γυμνού χρήματος, του αχαλίνωτου κεφαλαίου που απαιτεί ανθρωποθυσίες για να συντηρηθεί, να αναπαραχθεί και να διογκωθεί ως αξία που αξιοποιεί τον ίδιο της τον εαυτό.
Η επικαιρότητα του σοσιαλισμού
Αυτά μας φέρνουν σε μια συγκυρία όπου προκύπτουν τα ίδια ερωτήματα που έθετε ο Μαρξ στο Κομουνιστικό Μανιφέστο. Διότι τώρα ισχύει ότι η άρχουσα τάξη δεν μπορεί, ούτε και θέλει, να διασφαλίσει τους όρους της κοινωνικής αναπαραγωγής, δεν μπορεί να διασφαλίσει την αναπαραγωγή των υποτελών κοινωνικών τάξεων επειδή αυτό έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το ιδιοτελές της συμφέρον. Είναι ανίκανη να εξασφαλίσει στις εργαζόμενες τάξεις την ύπαρξή τους, ακόμη και μέσα στην ίδια τους την υποταγή στον καπιταλισμό –και για το λόγο αυτόν η ηγετική της θέση στην κοινωνία τίθεται εκ των πραγμάτων σε αμφισβήτηση. Από την έναρξη της κρίσης, το 2008, η κρίση ηγεμονίας της αστικής τάξης είναι ανοιχτή.
Η συγκυρία αυτή σχετίζεται με το γεγονός ότι τώρα, σε αντίθεση με αυτό που συνέβη στις δύο προηγούμενες μεγάλες κρίσεις του καπιταλισμού, στον 20ό αιώνα, η αστική τάξη δεν διαθέτει κανένα σχέδιο εξόδου από την κρίση. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 αναδύθηκε η μεγάλη εναλλακτική λύση του κεϊνσιανισμού και της σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης, ενώ στη δεκαετία του 1970 ο νεοφιλελευθερισμός άρπαξε την ευκαιρία για να ηγεμονεύσει. Σήμερα, κανένα τέτοιο μεγάλο σχέδιο εξόδου από την κρίση δεν έχει αναδυθεί, και η άρχουσα τάξη αφήνεται στις αυθόρμητες ορέξεις της, προσπαθεί να αλλάξει ριζικά το συσχετισμό δυνάμεων κεφαλαίου-εργασίας, να αυξήσει τα κέρδη της αφήνοντας στην τύχη της τη συντήρηση και την αναπαραγωγή των εργαζόμενων τάξεων, να αποδιαρθρώσει το κοινωνικό κράτος.
Αυτή όμως η πολιτική είναι ακριβώς εκείνη που καθιστά την αστική τάξη «ανίκανη να διατηρήσει για πολύ τη θέση της κυρίαρχης τάξης επειδή είναι ανίκανη να εξασφαλίσει στους δούλους της την ύπαρξή τους, ακόμη και μέσα στην ίδια τους τη δουλεία», με τα λόγια του Μαρξ.
Η κρίση ηγεμονίας της αστικής τάξης είναι ανοιχτή σε όλες τις χώρες του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, και κάνει την εμφάνισή της αλλού περισσότερο όπως στο Νότο, αλλού λιγότερο όπως στον ευρωπαϊκό Βορρά. Κανένα πρόγραμμα αριστερού πολιτικού κόμματος, οργάνωσης κ.λπ. δεν μπορεί να μην οικοδομεί τη λογική του και τις προτάσεις του επί αυτού του βασικού γεγονότος της καπιταλιστικής κρίσης. Ο σοσιαλισμός είναι επίκαιρος ως το μοναδικό σχέδιο εξόδου από την κρίση που διαθέτουν οι υποτελείς κοινωνικές τάξεις, δηλαδή οι εργαζόμενες τάξεις, οι άνεργοι, οι συνταξιούχοι, τα φτωχά κοινωνικά στρώματα, και οι πολιτικές, συνδικαλιστικές και ιδεολογικές οργανώσεις τους, για να απαντήσουν στην ηγεμονική κρίση της αστικής τάξης.