Η πολύνεκρη επίθεση βομβιστή αυτοκτονίας σε τουριστικό σημείο στην Ιστανμπούλ έφερε και πάλι στο προσκήνιο την αστάθεια στην οποία έχει βυθιστεί το γειτονικό κράτος.
Όπως και στην επίθεση στη συγκέντρωση του HDP, υπάρχει πέπλο μυστηρίου γύρω από τους δράστες. Αν και η επίθεση είχε «τζιχαντιστικό» χαρακτήρα (καμικάζι ενάντια σε μέρος που συχνάζουν Ευρωπαίοι τουρίστες), αν και ο Ερντογάν «έδειξε» στις δηλώσεις του το Ισλαμικό Κράτος, αν και ο ηγέτης του έχει καλέσει δημόσια τους οπαδούς του να χτυπήσουν την Τουρκία, η ηγεσία του ΙΚ δεν έχει αναλάβει ως τώρα την ευθύνη, κάτι που όπως έχουμε ξαναγράψει είναι πάντα υπερπρόθυμη να κάνει (ακόμα και «ευλογώντας» εκ των υστέρων χτυπήματα που δεν είχε σχεδιάσει η ίδια, αλλά εκτελέστηκαν από οπαδούς της, «στο όνομα του χαλιφάτου»).
Αν και στο «σκοτεινό» τοπίο που έχει διαμορφωθεί κάθε πληροφορία είναι χρήσιμη για την εκτίμηση της κατάστασης, δεν υπάρχει λόγος να εμπλακεί κανείς σε «αστυνομικό ρεπορτάζ». Όπως και με την επίθεση κατά της συγκέντρωσης του HDP, έτσι και τώρα η πολιτική ουσία είναι ότι το τουρκικό κράτος εξαπολύει όργιο καταστολής στον απόηχο της επίθεσης, επισείοντας την «τρομοκρατική απειλή» και την «αστάθεια».
Αμέσως μετά την επίθεση, φιμώθηκαν για άλλη μια φορά τα μέσα ενημέρωσης και τα κοινωνικά δίκτυα στο Ίντερνετ. Ενώ η τουρκική ηγεσία κατήγγειλε το ΙΚ και ο τουρκικός στρατός χτύπησε θέσεις των μαχητών του ως απάντηση, στον δημόσιο λόγο της κυβέρνησης κυριάρχησε και πάλι το «τσουβάλιασμα» όλων των «απειλών» (στοχοποιώντας ξανά το κουρδικό κίνημα).
Άσχετα με το ίδιο το τρομοκρατικό χτύπημα και τις κυβερνητικές αντιδράσεις, η κλιμάκωση του αυταρχισμού και της άγριας καταστολής συνεχίζεται. Τα νέα που έρχονται καθημερινά πλέον από τις κουρδικές περιοχές είναι ζοφερά. Αλλά πρόσφατα η κυβέρνηση Ερντογάν-Νταβούτογλου έκανε ένα ακόμα πιο σημαντικό (σε πολιτικό επίπεδο προφανώς και όχι σε ανθρώπινο κόστος) βήμα στην κατεύθυνση της σκλήρυνσης του καθεστώτος.
Μετά την πολιτική επίθεση του Ερντογάν στους πανεπιστημιακούς που υπέγραψαν κείμενο που καλούσε την τουρκική κυβέρνηση να σταματήσει τη βία ενάντια στους κουρδικούς πληθυσμούς («φίλοι των τρομοκρατών»), ακολούθησε μια πολύ πιο πραγματική επίθεση: Οι πανεπιστημιακοί που ζουν και εργάζονται στην Τουρκία οι οποίοι υπέγραψαν το κείμενο διώκονται για «εθνική προδοσία».
Μια πρόσφατη μεγάλη δημοσκόπηση (που γίνεται ετησίως) ανέδειξε τα πολιτικά οφέλη της εκστρατείας του Ερντογάν να αναδειχτεί «σωτήρας του έθνους εν μέσω πολέμου», καθώς τα προηγούμενα χρόνια το κύρος του είχε δεχτεί ισχυρά πλήγματα: για πρώτη φορά το 2015 η «τρομοκρατία» σκαρφάλωσε στην πρώτη θέση των προβλημάτων, κάνοντας τεράστιο άλμα και ρίχνοντας στη δεύτερη θέση την ανεργία. Φυσικά οι συνειδήσεις και οι πολιτικές στάσεις είναι ρευστές και αντιφατικές. Στην ίδια δημοσκόπηση, το μεγαλύτερο μέρος των ερωτηθέντων εκτιμά ότι ο «πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία» έχει αποτύχει και ταυτόχρονα δηλώνει ότι θα προτιμούσε το ζήτημα να επιλυθεί «ειρηνικά». Είναι ένα δείγμα πως δεν έχει καταληφθεί η τουρκική κοινωνία από ένα μαζικό ρεύμα εθνικιστικής υστερίας και πως υπάρχουν δυνατότητες αντίστασης. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει κομμάτι που ριζοσπαστικοποιείται σε εθνικιστική-αντικουρδική κατεύθυνση, κομμάτι το οποίο η συνέχεια του πολέμου και η κρατική προπαγάνδα θα επιχειρήσουν να διευρύνουν.
Εν τω μεταξύ, η διαφαινόμενη επιστροφή της Τουρκίας στην αγκαλιά του «δυτικού κόσμου» αποδίδει καρπούς. Μπροστά σε αυτό το όργιο καταστολής και αυταρχισμού, ο πρέσβης του Ηνωμένου Βασιλείου στην Τουρκία αποφάσισε να παρέμβει καλώντας το... PKK να σταματήσει την «τρομοκρατική του δραστηριότητα»!
Για τις ΗΠΑ και τα ευρωπαϊκά κράτη, άλλωστε, το ζητούμενο ήταν η κυβέρνηση Νταβούτογλου-Ερντογάν να συμμορφωθεί στον πόλεμο κατά του Ισλαμικού Κράτους (και στη γενικότερη «πειθαρχία» στην περιοχή) και στο να εμποδίζει τους Σύρους πρόσφυγες να φτάνουν σε ευρωπαϊκό έδαφος. Αν πράξει αυτά, οι «δημοκρατικά ευαίσθητες» κυβερνήσεις είναι πρόθυμες να κλείσουν τα μάτια στα εγκλήματα που γίνονται.
Εγκλήματα γίνονται πλέον και κατά των Σύρων προσφύγων. Μέχρι πρότινος, η Τουρκία ήταν από τα κράτη με την πιο «χαλαρή» στάση απέναντι στις προσφυγικές ροές, φτάνοντας έτσι να φιλοξενεί 2 εκατομμύρια πρόσφυγες και ταυτόχρονα να μην εμποδίζει με κατασταλτικό ζήλο την «έξοδο» όσων αποφάσιζαν ότι δεν θέλουν να μείνουν άλλο στην Τουρκία. Μετά τις συμφωνίες με την ΕΕ, η στάση σκληραίνει, και ήδη υπάρχουν καταγγελίες Σύρων προσφύγων ότι εξαναγκάζονται να υπογράψουν έγγραφα ότι θέλουν να γυρίσουν στη Συρία και στέλνονται πίσω στην κόλαση του πολέμου. Ούτε αυτό ενοχλεί την ΕΕ. Αρκεί το τουρκικό κράτος να τους «κρατάει μακριά από δω» κι ας τους κάνει ό,τι νομίζει. Αυτοί είναι και οι κίνδυνοι μιας κριτικής στην Τουρκία που -τάχα- «μας τους φορτώνει». Θα έπρεπε να είμαστε ικανοποιημένοι άραγε τώρα που για να «μην μας τους φορτώνει» υλοποιεί βάρβαρες αντιπροσφυγικές πολιτικές;