Η χρήση της λέξης πρόοδος και των παράγωγων επιθέτων της (προοδευτικός κ.λπ.) έχει ατονήσει αν δεν έχει τελείως εγκαταλειφθεί από την Αριστερά την τελευταία εικοσιπενταετία.
Στο πλαίσιο μιας ιδεολογικής αντιστροφής των όρων «πρόοδος» - «οπισθοδρόμηση», που σήμανε η κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού, σημαντικά τμήματα της ευρωπαϊκής αλλά και της ελληνικής Αριστεράς, παρότι δεν αποδέχτηκαν την ταύτιση του επελαύνοντος νεοφιλελευθερισμού με την πρόοδο, ωστόσο υπέκυψαν σε έναν «ευρωπαϊσμό» που θεωρούσε την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση «αντικειμενικά προοδευτική» συνθήκη για την ευρωπαϊκή ήπειρο, πλαίσιο μέσα στο οποίο η Αριστερά και τα κινήματα μπορούν να δώσουν πιο αποτελεσματικά τους αγώνες τους, ακόμη και «κιβωτό» των ευρωπαϊκών προοδευτικών κατακτήσεων, τις οποίες ένας ιστορικά συγκυριακός συσχετισμός δύναμης υπέρ του νεοφιλελευθερισμού υποσκάπτει συστηματικά. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, έπρεπε η Αριστερά και τα κινήματα να υπερασπιστούν το προοδευτικό ιστορικό κεφάλαιο της ΕΕ και της Ευρωζώνης από τις επιθέσεις του νεοφιλελευθερισμού μέσα στο πλαίσιο της ΕΕ και της Ευρωζώνης.
Όλα αυτά έχουν πλέον καταρριφθεί με απόλυτα πειστικό τρόπο από τις εμπειρίες των τελευταίων χρόνων. Που απέδειξαν ότι η ΕΕ και η Ευρωζώνη δεν είναι κιβωτός των προοδευτικών ιστορικών κατακτήσεων, αλλά αντίθετα η συνθήκη, ο «μηχανισμός» που τις καταστρέφει. Αυτές οι ιστορικές κατακτήσεις δεν φυλάσσονται στα «θησαυροφυλάκια» της ΕΕ και της Ευρωζώνης, αλλά έξω απ’ αυτές και ενάντια σε αυτές. Πόσα άλλα πειστήρια χρειαζόμαστε ύστερα από τις οδυνηρές και απολύτως διδακτικές εμπειρίες της Κύπρου την άνοιξη του 2013 και της Ελλάδας την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2015;
Τώρα προστίθεται ένα νέο, καταλυτικό στοιχείο: το προσφυγικό ρεύμα προκαλεί μια μείζονα πολιτική και θεσμική κρίση στην ΕΕ, απειλώντας να διαλύσει τη συνθήκη Σένγκεν στην πράξη, να οδηγήσει σε «έκρηξη» το πολιτικό σκηνικό ακόμη και στην ίδια τη Γερμανία, να ζευγαρώσει την παραμένουσα οικονομική κρίση με μια βαθιά θεσμική και πολιτική κρίση, να παραγάγει νέους σπασμούς επιβολής μιας πρωτοφανούς στρατιωτικοποίησης και κράτους «έκτακτης ανάγκης» σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο.
Στις συνθήκες αυτές, ο προβληματισμός οφείλει και αναγκαστικά θα πάει ένα βήμα παραπέρα: τώρα πλέον δεν έχουμε απλώς τα αποκαλυπτήρια του τι είναι πραγματικά η ΕΕ και η Ευρωζώνη, αλλά την εισαγωγή σε ένα καινούργιο κεφάλαιο της ευρωπαϊκής κρίσης όπου τίθεται ανοιχτά το ερώτημα της διάλυσης της ΕΕ. Αναπόφευκτα μαζί με αυτό το ερώτημα τίθεται και το παράγωγό του: ποιος - τι τη διαλύει ή τείνει να τη διαλύσει, τι θα την αντικαταστήσει;
Η μόνη ευρωπαϊκή πολιτική δύναμη που δείχνει να έχει απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα είναι η ευρωπαϊκή ακροδεξιά, με πιο γνωστό το παράδειγμα της επικεφαλής του γαλλικού Εθνικού Μετώπου Μαρίν Λε Πεν: την Ευρωπαϊκή Ένωση τη διαλύει η υπερεθνική γραφειοκρατία των Βρυξελλών και η υποβάθμιση των εθνών-κρατών, οπότε μόνη λύση είναι η αντικατάστασή της από μια ένωση ανεξάρτητων και κυρίαρχων εθνών. Κατά την ευρωπαϊκή ακροδεξιά, λοιπόν, η λύση είναι ένα άλμα ιστορικής οπισθοδρόμησης στην αγκαλιά του εθνικού κράτους.
Η Αριστερά που πίστευε και εξακολουθεί να πιστεύει ότι η ΕΕ και η Ευρωζώνη είναι κιβωτοί των ιστορικών προοδευτικών κατακτήσεων, πανικοβλημένη από τις εμφανείς ρωγμές και την «τάση προς τη διάλυση», θέτει ξανά το πρόταγμα της υπεράσπισης της «ιστορικής κατάκτησης» που συνιστούν οι ΕΕ και Ευρωζώνη με ξαναζέσταμα χιμαιρικών σχεδίων εκδημοκρατισμού της. Στον αντίποδα, η «πατριωτική» Αριστερά υποδέχεται με ανακούφιση την προοπτική της διάλυσης θέτοντας «από τα αριστερά» το στόχο μιας ένωσης ελεύθερων και κυρίαρχων κρατών.
Παλεύοντας για την ανατροπή της λιτότητας και των καθεστώτων κράτους «έκτακτης ανάγκης» που τη συνοδεύουν, παλεύοντας για τη διάλυση της ΕΕ και της Ευρωζώνης, γνωρίζουμε ότι αυτή η διαδικασία δεν είναι «ομοιογενής»: οι «αδύναμοι κρίκοι» δεν θα σπάσουν ταυτόχρονα. Από την άλλη όμως, παλεύοντας για τη διάλυση της ευρωπαϊκής «φυλακής των λαών», δεν έχουμε ως προοπτική μια Ευρώπη «ανεξάρτητων και κυρίαρχων εθνικών κρατών». Δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει αριστερή εκδοχή αυτού του προτάγματος! Η μόνη δική μας προοπτική είναι η σοσιαλιστική ομοσπονδία των ευρωπαϊκών λαών. Όπως στον αγώνα ενάντια στη λιτότητα και το κράτος έκτακτης ανάγκης, έτσι κι εδώ δεν υπάρχει «ενδιάμεση» συνθήκη.