Σκανδαλολογία, ιστορίες εκβιασμών, δικαστές, τραπεζίτες, δημοσιογράφοι και πολιτικά πρόσωπα σε ένα απίστευτο κουβάρι, ως επίφαση αποκαλυπτικής είδησης: Ο ΔΟΛ και η κόντρα με τον μεγαλοεκδότη Ψυχάρη. Τα δάνεια του Mega και των άλλων ΜΜΕ. Οι υποκριτικές φωνές της αντιπολίτευσης για την παρέμβαση Παπαγγελόπουλου στην εισαγγελέα Καστάνη. Οι σχέσεις Βενιζέλου-Βγενόπουλου. Οι συνομιλίες του Κουμουτσάκου με τον Μουσσά (μέλος της ομάδας των εκβιαστών-δημοσιογράφων). Οι λίστες της φοροδιαφυγής, ο Παπασταύρου και η Siemens. Πρωτοσέλιδα εφημερίδων και δελτία στην υπηρεσία των εντυπώσεων. Πτυχές της ίδιας συστημικής σήψης που κατακλύζει τη δημόσια συζήτηση και γίνεται ακόμα πιο «δυσώδης» μέσα στην όξυνση της κρίσης.
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, η πολυδιαφημισμένη συζήτηση στη Βουλή για τη διαφθορά και τη διαπλοκή, που συγκλήθηκε ύστερα από αίτημα του πρωθυπουργού και είχε αναβληθεί την περασμένη εβδομάδα λόγων των επιθέσεων στις Βρυξέλλες, δεν είχε ακόμα ξεκινήσει.
Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι φανερό ότι επιδιώκει αντιπερισπασμό και συσπείρωση της κυβερνητικής πλειοψηφίας, μετά και τις «γκρίνιες» Καμμένου. Τη στιγμή που η κυβέρνηση συμφωνεί σε νέες δραματικές περικοπές συντάξεων και σε αυξήσεις φόρων με το κουαρτέτο, η προπαγάνδα του Μαξίμου έχει επικεντρωθεί στη «μάχη κατά της διαπλοκής». Σύμφωνα με τις περίφημες «κυβερνητικές πηγές», επιχειρηματικά και εκδοτικά «συμφέροντα» απεργάζονται την πτώση Τσίπρα (του ανθρώπου που... εμπιστεύονται οι Σόιμπλε-Σαπέν, κατά δήλωσή τους).
Εδώ και μήνες, κυβερνητικά στελέχη περιφέρουν το καταρρακωμένο «ηθικό πλεονέκτημα» («δεν είμαστε όλοι ίδιοι») της Αριστεράς στα τηλεοπτικά πάνελ, εμφανίζοντας τον νεομνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ ως δήθεν πολέμιο του κατεστημένου, επιδιώκοντας έτσι να μετατοπίσουν τη σκληρή ατζέντα του μνημονίου και να μετριάσουν την ντροπή των μελών του για τη ρατσιστική αντιμετώπιση προσφύγων και μεταναστών από το κράτος.
Οι εκατέρωθεν υποθέσεις που έρχονται στο φως δεν είναι βέβαια ανούσιες. Σίγουρα υπάρχουν και κέντρα που θα επιθυμούσαν άλλο κυβερνητικό σχήμα με ή χωρίς τον Τσίπρα επικεφαλής. Σίγουρα το προκλητικό «πάρτι» στα χρόνια της δικομματικής εναλλαγής ΠΑΣΟΚ-ΝΔ είχε μεγάλη διάρκεια και ο λογαριασμός πληρωνόταν στο τέλος από τους εργαζόμενους.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αντιπαρατίθεται όντως με ένα τμήμα της «διαπλοκής», μόνο που το κάνει τις ώρες που δεν «κλείνει δουλειές» ή δεν χτίζει συμμαχίες με ένα άλλο τμήμα οικονομικά ισχυρών παραγόντων. Ακόμα και σε αυτό το πεδίο, η ομάδα Τσίπρα χρησιμοποιεί το γήπεδο που έχουν διαμορφώσει δεκαετίες αστικής αντίληψης για την πολιτική: περιπτωσιολογία, τεχνητό κλίμα πόλωσης, πρόσκαιρη διαχείριση των συμπτωμάτων και όχι σύγκρουση με τις πραγματικές αιτίες. Αν η κυβέρνηση θέλει τη ριζική αλλαγή της νοσηρής κατάστασης, γιατί δεν ακυρώνει τις συμβάσεις με τους κρατικοδίαιτους καπιταλιστές (διόδια, δημόσια έργα, ΟΠΑΠ κ.ά.); Γιατί, όπως ακριβώς ο Σαμαράς, διέσωσε τις τράπεζες με δημόσιο χρήμα, για να τις αρπάξουν με εξευτελιστικό τίμημα οι ιδιώτες;
Η διαφθορά και η διαπλοκή στον καπιταλισμό είναι κανόνας, δομικό στοιχείο για την αναπαραγωγή των στηριγμάτων του καθεστώτος. Οι μίζες, οι αλληλοεξυπηρετήσεις κομμάτων και ΜΜΕ, οι αδιαφανείς συμβάσεις, οι φωτογραφικές τροπολογίες της «νύχτας», με άλλα λόγια το διαχρονικό παιχνίδι χρήματος και ισχύος, είναι το μέσο για να μπορεί η άρχουσα τάξη να διατηρεί την εξουσία της και να λεηλατεί ανενόχλητη τους φτωχούς, με τη συνέργεια του πολιτικού της προσωπικού.
Η Αριστερά χρειάζεται να θυμάται πάντα το φιάσκο του 1989, όταν η «κάθαρση» αποδείχτηκε προθάλαμος για τη συγκυβέρνηση με τη Δεξιά. Πάντα χρήσιμες λοιπόν, αλλά δεν αρκούν από μόνες τους οι συνήθεις καταγγελίες περί «ποινικών ευθυνών». Πρώτα και κύρια χρειάζεται η στήριξη και η πυροδότηση των συλλογικών αγώνων των «από κάτω». Αγώνων με σαφή αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό, για την υπεράσπιση των εργατικών κατακτήσεων και των κοινωνικών δικαιωμάτων, για το μπλοκάρισμα των μέτρων της ακραίας λιτότητας. Γιατί «έντιμος» και «διαφανής» καπιταλισμός ούτε υπήρξε ποτέ, ούτε θα υπάρξει.