Πολλοί σύντροφοι αναφέρονται στο σύνθημα του Τσε Γκεβάρα «Πατρίδα ή θάνατος!» (Patria o muerte) για να αναβιώσουν μια κάποια πατριωτική παράδοση μέσα στην Αριστερά. Ξεχνούν όμως να αναρωτηθούν σε ποια πατρίδα αναφερόταν ο Τσε; Στην Αργεντινή, όπου γεννήθηκε; Στην Κούβα, όπου νίκησε; Στη Βολιβία, όπου πέθανε; Στην Αγκόλα ή στο Κονγκό, όπου επίσης πάλεψε; Ξεχνούν επίσης ότι ο Τσε καλούσε όλες αυτές τις «πατρίδες» του όχι ασφαλώς να στραφούν η μία εναντίον της άλλης, αλλά να μετατραπούν σε «ένα, δύο, τρία… πολλά Βιετνάμ», ώστε να γίνει εφικτή η αντίσταση στον ιμπεριαλισμό. Αυτή η αυθεντικά ριζοσπαστική αντίληψη, που μαζικοποιήθηκε στα 1960-1970, άλλαξε βαθιά τη Λατινική Αμερική, μια περιοχή με ισχυρές παραδόσεις του δεξιού και «αριστερού» εθνικισμού, ενισχύοντας τις ιδέες της κοινότητας των συμφερόντων των λαϊκών δυνάμεων, τις ιδέες της «λατινοαμερικανικότητας»…
Είναι ακριβώς το αντίστροφο με το τι έχει συμβεί στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και ιδίως στα Βαλκάνια. Μια περιοχή με ισχυρότατες διεθνιστικές παραδόσεις είτε στο κίνημα (π.χ. Θεσσαλονίκη 1936) είτε στην Αριστερά της (από τον Ρήγα μέχρι την Κομιντέρν), που σήμερα έχει επιστρέψει στην παράνοια του εθνικισμού. Με την κάθε χώρα έτοιμη να κόψει το λαιμό του γείτονά της, αν και εφόσον βρει την ευκαιρία. Και βέβαια η συνθήκη αυτή είναι ιδιαιτέρως βολική για τις ιμπεριαλιστικές σύγχρονες Μεγάλες Δυνάμεις, που γνωρίζουν ότι το «διαίρει και βασίλευε» είναι ο ασφαλέστερος δρόμος για την κυριαρχία τους.
Αντίθετα με μια εκχυδαϊσμένη «κοινή λογική», ο πατριωτισμός όχι μόνο δεν ταυτίζεται με τον αντιιμπεριαλισμό, αλλά συχνά αποτελεί την πιο βαθιά άρνησή του. Γι’ αυτή την εξέλιξη ασφαλώς σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι αλλαγές μέσα στο ιδεολογικό οπλοστάσιο της Αριστεράς.
Σταλινισμός
Η 3η Διεθνής, στα 4 πρώτα συνέδριά της, είχε επεξεργαστεί ένα σύνολο ιδεών για τη στρατηγική και την τακτική της κομουνιστικής Αριστεράς, όπου ο διεθνισμός έπαιζε θεμελιώδη ρόλο.
Το πρώτο ρήγμα σ’ αυτή την αντίληψη ήρθε με την επικράτηση του σταλινισμού στην ΕΣΣΔ και την εμπέδωση της στρατηγικής του «σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα». Η πρώτη φανερή στροφή των Κομουνιστικών Κομμάτων προς τον πατριωτισμό έγινε κατά τη μεγάλη «στιγμή» της αντίστασης στους ναζί και τους φασίστες κατακτητές. Σύμφωνα με την μπροσούρα του Δ. Γληνού («Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ»), η αντίσταση ήταν εθνικός-απελευθερωτικός αγώνας, στον οποίο θα έπαιρνε μέρος το σύνολο του έθνους –συμπεριλαμβανομένης της αστικής τάξης– και για να συμβεί αυτό χρειαζόταν πατριωτική πολιτική, όπου τα ταξικά καθήκοντα, ακόμα και τα πολιτικά καθήκοντα των δημοκρατικών ανατροπών στη χώρα, θα έπρεπε να ανασταλούν για μετά το τέλος του πολέμου.
Αυτή η πρόβλεψη δεν επιβεβαιώθηκε. Η αστική τάξη δεν πήρε μέρος στην αντίσταση. Ένα τμήμα της δραπέτευσε στην Αίγυπτο, ένα τμήμα συνεργάστηκε ανοιχτά με τους κατακτητές, ενώ ένα άλλο «λούφαξε». Αντίθετα, η δύναμη του ΕΑΜ χτίστηκε από τους εργάτες στις πόλεις και τη φτωχή αγροτιά στην ύπαιθρο που, σε πολλές περιπτώσεις –υπό την προστασία του ΕΛΑΣ– έβαλε χέρι στη γη των μεγαλογαιοκτημόνων. Αν, όμως, η πατριωτική πολιτική στην πραγματικότητα δεν επιβεβαιώνεται κατά την περίοδο οικοδόμησης του μαζικού ΕΑΜ, είναι δεδομένη η σημασία της στην ύστερη περίοδο, στην τακτική και τη στρατηγική του ΚΚΕ προς την ήττα.
Η ηγεσία του ΚΚΕ, για να μείνει στα πλαίσια της πατριωτικής πολιτικής –και της Γιάλτας– υποχρεώθηκε να δώσει μάχη για να αυτοπεριοριστεί ο λαός στις πόλεις και οι αγρότες να εγκαταλείψουν την απαλλοτρίωση της γης στην ύπαιθρο, δέχτηκε το σχηματισμό της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, υπέγραψε τις συμφωνίες στην Καζέρτα και το Λίβανο, πήρε το δρόμο για τα Δεκεμβριανά και τη Βάρκιζα.
Αντίστοιχα, τα ΚΚ στη Γαλλία και στην Ιταλία οδηγούσαν τους παρτιζάνους στις κυβερνήσεις Εθνικής Ενότητας, δίνοντας στους καπιταλιστές και στα κόμματά τους το αναγκαίο «τάιμ-άουτ» του 1945-1948, ώστε να μπορέσουν να αναδιοργανωθούν μετά τη βαθιά κρίση του πολέμου.
Στον μεταπολεμικό κόσμο η στροφή στον πατριωτισμό ενισχύθηκε. Η ΕΣΣΔ, έχοντας στο μεταξύ διαλύσει την Κομιντέρν, εξέπεμπε τη στρατηγική της «ειρηνικής συνύπαρξης» μεταξύ των δύο ανταγωνιστικών συστημάτων, σπρώχνοντας τα ΚΚ στην πολιτική του «εθνικού δρόμου» προς το σοσιαλισμό, που θα όφειλε ταυτόχρονα να είναι και «δημοκρατικός δρόμος» με το κοινοβούλιο. Είναι η εποχή που ο Τολιάτι δήλωνε «δώσαμε στο σοσιαλισμό τα ιταλικά χρώματα» και η ηγεσία του ΚΚ Γαλλίας ανταπαντούσε με τον «σοσιαλισμό τρικολόρ».
Η απόφαση του Κύρκου να «συνδυάσει» τη γαλανόλευκη με το σφυροδρέπανο στο έμβλημα του ΚΚΕ εσ. δεν ήταν μια απομονωμένη έμπνευση. Ήταν ταυτόχρονα μια προειδοποίηση ότι η πατριωτική «στροφή» είναι κατά βάθος τμήμα μιας επι-στροφής στη σοσιαλδημοκρατία.
Σοσιαλδημοκρατία
Στη διαχείριση των ελπίδων των εργαζομένων, ειδικά σε περιόδους μιας κάποιας σταθερότητας του καπιταλισμού, η κομουνιστογενής Αριστερά δεν ήταν και δεν είναι μόνη. Η πατριωτική πολιτική –το σύνολο των ιδεών περί της ενότητας συμφερόντων μεταξύ των ανταγωνιστικών κοινωνικών δυνάμεων του ίδιου έθνους-κράτους– έδωσε μεγάλες ευκαιρίες αναγέννησης στο σοσιαλδημοκρατικό ρεύμα. Σε χώρες όπου η σοσιαλδημοκρατία είχε ηττηθεί, όπως η Γαλλία, ακόμα και σε χώρες όπου η σοσιαλδημοκρατία δεν είχε ποτέ μαζικές ρίζες, όπως η Ελλάδα, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αξιοποίησαν τις αντιφάσεις των ΚΚ και γνώρισαν ορμητική ανάπτυξη στη δεκαετία του ’70.
Στην Ελλάδα, ο Ανδρέας Παπανδρέου αξιοποίησε και μετέπλασε τον επιφανειακό αντιιμπεριαλισμό της Μεταπολίτευσης σε έναν σοσιαλδημοκρατικό πατριωτισμό, στο «η Ελλάς ανήκει στους Έλληνες». Μπόρεσε έτσι να λεηλατήσει μεγάλο τμήμα της εαμογενούς παράδοσης, χωρίς σοβαρές δυνατότητες αντίστασης από το ΚΚΕ και το ΚΚΕ εσ.
Ο πασοκικός «πατριωτισμός» ήταν κυμαινόμενος. Από την έμφαση στην αντίσταση στον ιμπεριαλισμό της πρώιμης Μεταπολίτευσης μετακινήθηκε στον ελληνικό εθνικισμό, ενσωματώνοντας σταδιακά όλα τα σημεία-αιχμές του. Από την Κύπρο στο Αιγαίο, τη Θράκη, το Μακεδονικό, ακόμα και τη Βόρεια Ήπειρο, οι διαφορές μεταξύ του «πατριωτικού» ΠΑΣΟΚ και της παραδοσιακά σοβινιστικής ακροδεξιάς έγιναν δυσδιάκριτες. Ένας σημαντικός αριθμός στελεχών ενεπλάκη στις πιο βαθιές κρατικές υπηρεσίες, ενώ περισσότεροι εξασφάλισαν το παντεσπάνι τους από τα «μαύρα κονδύλια» της προπαγάνδας και τους παχυλούς μισθούς στα ΜΜΕ, που ήταν πάντα φιλόξενα ακόμα και για τις πιο επιθετικές αναλύσεις.
Έτσι αμβλύνθηκαν τα ανακλαστικά ενός ολόκληρου κόσμου. Στις αρχές του 21ου αιώνα φτάσαμε στο να διεκδικείται η πασοκική κληρονομιά στα «εθνικά θέματα» από την ακροδεξιά, ενώ το «η Ελλάς ανήκει στους Έλληνες» να έχει γίνει σύνθημα της Χρυσής Αυγής.
Όλα αυτά αναδιατάσσονται μέσα στο ξέσπασμα της κρίσης του καπιταλισμού διεθνώς. Ο παροξυσμός των ανταγωνισμών μεταξύ κρατών και κυρίαρχων τάξεων παίρνει ιδιαίτερα επικίνδυνες διαστάσεις. Ο πόλεμος στην Ανατολή έχει φτάσει κυριολεκτικά στην πόρτα μας, στη Συρία. Ο αντιιμπεριαλισμός έχει υποχωρήσει επικίνδυνα: το ΝΑΤΟ εγκαθιστά αρμάδα στο Αιγαίο ύστερα από πρόσκληση μιας κυβέρνησης της τάχα ριζοσπαστικής Αριστεράς. Η εθνικιστική επιθετικότητα επανέρχεται στα χέρια των πιο επικίνδυνων δυνάμεων: τα φασιστικά και νεοναζιστικά κόμματα αποκτούν ξανά επιρροή και δύναμη.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες οι ευθύνες της Αριστεράς είναι ιστορικές. Είναι η πολιτική δύναμη που οφείλει να ανοίξει δρόμο μέσα στην κρίση, με βάση τα συμφέροντα των εργαζόμενων τάξεων, σε αντίθεση με τις ηγεσίες των σύγχρονων Μεγάλων Δυνάμεων (των ΗΠΑ και της ΕΕ), αποκλείοντας μείζονες καταστροφές όπως η πολεμική αλληλοσφαγή και αναβαθμίζοντας κάθε ευκαιρία συναδέλφωσης, αλληλεγγύης, ειρήνης και φιλίας μεταξύ των λαών. Ειδικά σε μια περιοχή όπως τα Βαλκάνια και η Ανατολική Μεσόγειος που, ας μην ξεχνάμε, έχει χαρακτηριστεί ως η «πυριτιδαποθήκη» του σύγχρονου κόσμου.