Με τις ψηφοφορίες να έχουν ολοκληρωθεί σε 33 από τις 50 Πολιτείες των ΗΠΑ, ο Ντόναλντ Τραμπ διατηρεί με άνεση την πρώτη θέση στην κούρσα για το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων στις προεδρικές εκλογές. Έχει εξασφαλίσει τη στήριξη 752 συνέδρων και χρειάζεται άλλους 485 (από τους 944 διαθέσιμους) για να αποφύγει μάχη στο κομματικό συνέδριο του Ιούνη. Δείχνει δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο. Και ενώ όλες οι προσπάθειες της ηγεσίας των Ρεπουμπλικάνων εστιάζονται πλέον στη διεξαγωγή αυτής της μάχης, το πιθανότερο είναι πως θα είναι δύσκολο να την κερδίσουν, αν ο Τραμπ μπει σε αυτήν –όχι με την απόλυτη πλειοψηφία, αλλά με τον «αέρα» της αδιαφιλονίκητης πρωτοκαθεδρίας.
Ο πονοκέφαλος της ηγεσίας του δεξιού κόμματος μεγαλώνει, αν σκεφτεί κανείς ότι σε βασικό αντίπαλο δέος του «αντιδραστικού κλόουν» εξελίσσεται ο ακροδεξιός Τεντ Κρουζ, με 460 συνέδρους μέχρι τώρα. Ο εκλεκτός της κομματικής ηγεσίας, Μάρκο Ρούμπιο, είναι τρίτος και καταϊδρωμένος με 167 συνέδρους. Τα επιτελεία του κόμματος είτε αναζητούν φόρμουλες που θα τους επιτρέψουν να βγάλουν «λαγό από το καπέλο» (π.χ. τον Μιτ Ρόμνεϊ) στο συνέδριο, είτε μερίδα στελεχών καταλήγει να στηρίζει τον Τεντ Κρουζ, τον άνθρωπο που μέχρι πριν από λίγους μήνες έβριζαν ανοιχτά, χαρίζοντάς του τη φήμη του... «πιο μισητού ανθρώπου μέσα στο ίδιο του το κόμμα».
Ο Ντόναλντ Τραμπ εξελίσσεται σε «φαινόμενο». Ό,τι κι αν κάνει, ό,τι κι αν πει (και πράγματι έχει τεράστια ικανότητα να συνδυάζει την ακραία γελοιότητα με τις πιο χυδαία αντιδραστικές ιδέες), δεν του έχει κοστίσει. Όλα τα πυρά που έχει δεχτεί από τη «σοβαρή Δεξιά» (πριν 1-2 μήνες δημιουργήθηκε από μεγαλοεπιχειρηματίες-δωρητές των Ρεπουμπλικάνων ένα θηριώδες «ταμείο» που χρηματοδοτεί τη δυσφήμηση του Τραμπ από τον Τύπο) δεν έχουν ανακόψει την ορμή του, ούτε έχουν περιορίσει τη δημοφιλία του στην κοινωνική βάση της Δεξιάς.
Το «φαινόμενο Τραμπ» είναι ένα ακόμα σύμπτωμα μιας βαθιάς πολιτικής κρίσης, στο φόντο της οικονομικής κρίσης.
Δεξιά «αντιπολιτική»
Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι η δεξιά έκφραση αυτής της κρίσης. Ο πόλεμος που δέχεται από τα κομματικά επιτελεία είναι ανίκανος να τον σταματήσει, γιατί ένα από τα πράγματα που εκφράζει είναι η απέχθεια προς τα κομματικά επιτελεία. Ο Τραμπ «επικοινωνεί» με το ρεύμα που κάποιοι ονομάζουν «αντιπολιτική» και του δίνει αντιδραστική έκφραση. Δεν είναι «επαγγελματίας πολιτικός», είναι «άνθρωπος της αγοράς». Δηλώνει ανερυθρίαστα ότι όλοι οι πολιτικοί εξαγοράζονται και το γνωρίζει γιατί... τους έχει εξαγοράσει στο παρελθόν, και προτείνει ως απάντηση τον εαυτό του, που δεν γίνεται να εξαγοραστεί. Αν η μία όψη είναι ο Μπέρνι Σάντερς να καλεί σε πόλεμο ενάντια στην εξουσία του 1%, η απέναντι όψη είναι ο Ντόναλντ Τραμπ να καλεί τον κόσμο να εμπιστευτεί «έναν δικό σας άνθρωπο που είναι μέσα στο 1% και ξέρει το παιχνίδι».
Απευθύνεται στην κοινωνική βάση της Δεξιάς, η οποία έχει επίσης δεχτεί πλήγματα από την κρίση και το νεοφιλελευθερισμό και πιστεύει ότι ο Τραμπ είναι η απάντηση σε ένα κόμμα το οποίο «στηρίξαμε για δεκαετίες και ποτέ δεν κερδίσαμε τίποτα». Αν η μία όψη είναι ο Σάντερς να προβάλλει την αλληλεγγύη των από κάτω ως απάντηση στην οικονομική κρίση, η άλλη όψη είναι ο Τραμπ να επενδύει στο μίσος: ενάντια στους μουσουλμάνους («θα απελαθούν όλοι»), ενάντια στους μετανάστες (με το διαβόητο πια «θα χτίσω τείχος στα σύνορα και μάλιστα θα το πληρώσει το Μεξικό»).
Η αλήθεια είναι πως όλα αυτά δεν είναι «καινοτομίες». Το σόου που προσφέρει στο κοινό του δεν είναι καθόλου «ξένο σώμα» στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα. Οι ιδέες του δεν είναι καθόλου ξένες στην αμερικανική πολιτική ζωή και ιδιαίτερα στην αμερικανική Δεξιά. Απλώς ο Τραμπ είναι η παρόξυνση αυτών των τάσεων, εκφράζοντάς τες πλήρως απενοχοποιημένα και χωρίς ντροπή ή «πολιτικό πολιτισμό». Άλλωστε τα δεξιά θινκ τανκ παραδέχονται με διάφορες εύσχημες διατυπώσεις πως το πρόβλημα δεν είναι οι ιδέες που χρησιμοποιεί ο Τραμπ «για να αναμοχλεύσει πάθη», αλλά ότι «αναμοχλεύει πάθη» προς όφελός του και με «ακραίο τρόπο».
Το «φαινόμενο Τραμπ» εκτός από «παράγωγο» γενικώς του αμερικανικού πολιτικού συστήματος και της κρίσης, είναι και συγκεκριμένα «παράγωγο» της τακτικής του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Απέναντι στην άνοδο και την κυριαρχία του Ομπάμα, η αμερικανική Δεξιά επένδυσε σε ένα «σκληρό αντιπολιτευτικό ροκ» που εκφράστηκε κυρίως μέσα από το Tea Party. Για να κινητοποιήσουν κόσμο σε μια εποχή που η οικονομική τους ατζέντα δεν είχε τίποτε να προσφέρει και που κουβαλούσαν ακόμα το βάρος «του κόμματος που οδήγησε την οικονομία στα βράχια», υποκίνησαν μια ακροδεξιά ατζέντα. Το Tea Party μπορεί να ξεκίνησε κινητοποιώντας μεσοστρώματα ενάντια στη «μεγάλη κυβέρνηση που μας υπερφορολογεί», αλλά γρήγορα ξέφυγε από τα αμιγώς οικονομικά ζητήματα και συγκρότησε ένα ρεύμα που εναντιωνόταν στον «μαύρο πρόεδρο» ή και «κρυπτομουσουλμάνο πρόεδρο» μέχρι και... «κρυπτοκομουνιστή πρόεδρο». Συχνά και τα τρία μαζί. Ήταν μια παλιά επανάληψη της παλιότερης κινητοποίησης της «χριστιανικής Δεξιάς» γύρω από τις εκτρώσεις και το γάμο ομοφυλοφίλων, ή την οχλαγωγία γύρω από την οπλοκατοχή κ.ο.κ. Ο σχεδιασμός ήταν να αξιοποιηθεί αυτό το ρεύμα για να ανακάμψει εκλογικά το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Μόνο που το «τέρας» βγήκε εκτός ελέγχου. Πρώτα σε επίπεδο βουλευτών και γερουσιαστών, όπου ο λαός του Tea Party στήριξε διάφορους «ακροδεξιούς τρελούς» (μεταξύ των οποίων ο Τεντ Κρουζ), οι οποίοι με τη σειρά τους κήρυξαν πόλεμο σε «μετριοπαθή» (στα δικά τους μάτια βέβαια) στελέχη των Ρεπουμπλικάνων. Και σήμερα με τη στήριξη του Τεντ Κρουζ και τον Ντόναλντ Τραμπ ενάντια στις επιθυμίες της κομματικής ηγεσίας, που αντιμετωπίζει μια δεξιά εξέγερση της βάσης που δημιουργεί συνθήκες κρίσης για το «καθαρόαιμο κόμμα των καπιταλιστών» στις ΗΠΑ.
Η συζήτηση για το «φαινόμενο»
Όπως είπαμε, οι ανησυχίες του κομματικού κατεστημένου δεν αφορούν τις ίδιες τις ιδέες του Τραμπ, που γενικά συμμερίζονται. Αλλά η εκλογή είτε του «κλόουν» είτε του «τρελού ακροδεξιού» θεωρείται πλήγμα στη δημόσια εικόνα του αμερικανικού καπιταλισμού και του κόμματος (πέρα από το ότι είναι επικίνδυνα απρόβλεπτοι).
Το ρεύμα υπέρ του Τραμπ είναι σίγουρα μια απειλή. Είναι μεγάλη και ανοιχτή η συζήτηση για το αν οι οπαδοί του τον στηρίζουν «γι’ αυτά που λέει και κάνει» ή «παρ’ όλα αυτά που λέει και κάνει». Λογικά συνυπάρχουν και οι δύο τάσεις. Όπως και να έχει, η απειλή έγκειται στο ότι «νομιμοποιεί» και εξαπλώνει αυτές τις αντιδραστικές ιδέες. Είτε πρόκειται για ρατσιστικό ρεύμα που το κινητοποιούν οι αντιδραστικές χοντράδες, είτε για «αντιπολιτικό» ρεύμα που απλά δεν το ενοχλούν οι αντιδραστικές χοντράδες, το πρόβλημα παραμένει.
Αυτή η συζήτηση έχει φτάσει στο αν ο Τραμπ είναι επικεφαλής «φασιστικού ρεύματος». Πρόκειται είτε για συγχύσεις λόγω του πανικού που προκαλεί η εικόνα των σκληροπυρηνικών οπαδών του, είτε για μια «κατασκευή» που συντηρούν και το Δημοκρατικό Κόμμα αλλά και προσωπικότητες της Δεξιάς με ιδιοτελή στόχο να επικρατήσει η λογική «οτιδήποτε για να του φράξουμε το δρόμο». Όταν ο Γκλεν Μπεκ (κομουνιστοφάγος, ισλαμοφάγος, ακροδεξιός συνωμοσιολόγος) μιλά για «μελανοχίτωνες», επαναλαμβάνει τη δημαγωγία της αμερικανικής Δεξιάς που όποτε θέλει να στιγματίσει κάποιον πολιτικό αντίπαλο τον βαφτίζει «νέο Χίτλερ»: απλά ενώ αυτό χρησιμοποιούνταν προς «τα έξω» (Σαντάμ κ.ά.), τώρα χρησιμοποιείται και «προς τα μέσα». Όταν το Δημοκρατικό Κόμμα μιλά για «φασίστες», φιλοδοξεί να πείσει τον κόσμο να ψηφίσει τρομαγμένος τη Χίλαρι, δηλαδή την προσωποποίηση του πιο αδίστακτου προσώπου της Γουόλ Στριτ, του Πενταγώνου, της πολιτικής ελίτ των ΗΠΑ. Οι ιαχές για τη ρατσιστική ρητορική του Τραμπ κρύβουν πως αυτή είναι η ξεδιάντροπη εκδοχή της υπαρκτής ρατσιστικής πρακτικής του αμερικανικού κράτους, με τον Μπαράκ Ομπάμα να κατέχει το ρεκόρ απελάσεων στην ιστορία των ΗΠΑ!
Ο Τραμπ δεν οργανώνει βίαιες ομάδες με στόχο την κατάλυση της δημοκρατίας, με τη στήριξη του αμερικανικού κεφαλαίου (ή τμήματός του). Αυτά που λέει δεν είναι τόσο «εξτρεμιστική παρέκκλιση» από τη «μέινστριμ» πρακτική του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Περισσότερο θυμίζει Μπερλουσκόνι παρά Χίτλερ ή Μουσολίνι. Αυτά δεν κάνουν τον ίδιο και κυρίως το «φαινόμενο» γύρω του λιγότερο επικίνδυνο. Αλλά έχει αξία να παραμένει κανείς νηφάλιος.
Κυρίως το «ρεύμα Τραμπ» έχει αντίπαλο. Είναι το «ρεύμα Σάντερς», είναι και οι χιλιάδες διαδηλωτές που συγκεντρώνονται έξω από τις ομιλίες του δηλώνοντας «ανεπιθύμητος ο Τραμπ, καλοδεχούμενοι οι πρόσφυγες». Οι αγώνες αυτών των ανθρώπων είναι το μόνο αντίβαρο στη «πόλωση προς τα δεξιά», καθώς θα επιχειρούν να «πολώσουν προς τα αριστερά». Μαζί με τα κινήματα των μαύρων, τους απεργούς δασκάλους του Σικάγου, το κίνημα των εργαζομένων στα φαστ φουντ. Από εκεί θα κριθεί η έκβαση της πολιτικής και οικονομικής κρίσης στις ΗΠΑ. Κι από την αντίσταση αυτών των ανθρώπων στην πίεση να συστρατευτούν πίσω από τη Χίλαρι ως «εκλόγιμη επιλογή» και «μικρότερο κακό». Αυτή η πίεση εμφανίζεται σήμερα, με το μηχανισμό των Δημοκρατικών να θυμάται την επιτυχία του Ραλφ Νέιντερ το 2000 (μια σοβαρή καμπάνια στα αριστερά των Δημοκρατικών) και να τη στιγματίζει ως αντιπαράδειγμα, που τότε «επέτρεψε να εκλεγεί ο Μπους».
Για δεκαετίες αποδείχθηκε αληθινός ο μαρξιστής Χαλ Ντράπερ που ισχυριζόταν πως «όποτε επιλέχθηκε το μικρότερο απέναντι στο μεγαλύτερο κακό, καταλήξαμε και με τα δύο». Αυτό έγινε πιο ορατό από ποτέ με την οκταετία Ομπάμα, που εκλέχθηκε όχι απλά ως μικρότερο κακό, αλλά με ελπίδες ότι θα φέρει την «αλλαγή» στο Δημοκρατικό Κόμμα. Γίνεται ακόμα πιο ορατό σήμερα, που υποψήφια των Δημοκρατικών είναι η Χίλαρι, το «απόλυτο κακό», που για να πείσει ακόμα και ως «μικρότερο» κακό, αν δεν υπήρχε ο Τραμπ, θα έπρεπε να τον εφεύρει...