Η Κάτω Βουλή αποφάσισε την αποπομπή της Ντίλμα Ρούσεφ από τη θέση της προέδρου μέχρι τη διεξαγωγή της δίκης εναντίον της για διαφθορά, και πλέον αναμένεται η ψηφοφορία στη Γερουσία.
Είναι ενδεικτικό των όσων εξελίσσονται ότι το κατηγορητήριο κατά της Ντίλμα προσωπικά είναι αρκετά αδύναμο («μαγείρεμα» των στατιστικών, που συμβαίνει παραδοσιακά από τις κυβερνήσεις) και πως οι περισσότεροι βουλευτές αιτιολόγησαν την ψήφο τους με πολιτική επιχειρηματολογία: «κακή οικονομική κατάσταση», «λάθος πολιτικές» κ.λπ. Αποκορύφωμα, βουλευτής που είπε πως ψηφίζει την αποπομπή για να τιμήσει τον Κάρλος Ούστρα, ταγματάρχη-βασανιστή της χούντας που είχε βασανίσει ο ίδιος και τη Ρούσεφ.
Επίθεση της Δεξιάς
Και οι έρευνες για τα σκάνδαλα διαφθοράς που συγκλονίζουν το PT γίνονται επίσης σε πολιτικό φόντο. Στις τεράστιες διαδηλώσεις της αντιπολίτευσης που απαιτούν την ανατροπή της κυβέρνησης κυριαρχεί κλίμα αντιαριστερό, αντεργατικό, ρατσιστικό απέναντι στους μαύρους Βραζιλιάνους. Η εικόνα συμπληρώνεται από το συντονισμό όλων των μεγάλων ΜΜΕ σε πολεμικές κατά της Ντίλμα και του Λούλα και στη στήριξη των κινητοποιήσεων της αντιπολίτευσης.
Δεν πρόκειται λοιπόν για τη διαφθορά, αλλά για τη συνέχιση και κλιμάκωση της πολιτικής επίθεσης της Δεξιάς ενάντια στο PT που βρίσκεται σε εξέλιξη τα τελευταία τρία χρόνια. Το PT (και ο ίδιος ο Λούλα) είναι πράγματι βουτηγμένο στα σκάνδαλα και τη διαφθορά, όπως ήταν αναμενόμενο να συμβεί μέσα στη μακρά πορεία μετάλλαξής του, συνδιαλλαγής με την αστική τάξη, ενσωμάτωσης στο κράτος, σοσιαλφιλελεύθερης διακυβέρνησης. Αλλά το ίδιο ισχύει για όλα τα μεγάλα κόμματα στη Βραζιλία. Οι ίδιοι οι πολιτικοί διώκτες της Ντίλμα έχουν βαριές υποθέσεις διαφθοράς εις βάρος τους. Πολλοί από τους βουλευτές που ψήφισαν την αποπομπή επίσης. Σύμφωνα με τους New York Times, το 60% των μελών του βραζιλιάνικου κογκρέσου αντιμετωπίζει σοβαρές κατηγορίες.
Η έναρξη των ερευνών προκάλεσε διώξεις κατά πολιτικών, τραπεζιτών, επιχειρηματιών. Όμως «ξαφνικά» το πλαίσιο άλλαξε. Όλος ο δημόσιος διάλογος επικεντρώθηκε αποκλειστικά στην Ντίλμα και στον Λούλα, «εξαφανίζοντας» όλους τους υπόλοιπους εμπλεκόμενους. Η Δεξιά βρήκε την ευκαιρία να επιτεθεί, ενώ η αστική τάξη της χώρας, ύστερα από μια αρχική περίοδο αμφιταλάντευσης, δείχνει πλέον να συντάσσεται στη γραμμή της κυβερνητικής αλλαγής. Αν και κάποιες μερίδες του κεφαλαίου δεν έχουν τοποθετηθεί ακόμα (π.χ. τράπεζες), οι πιο ενεργές και «πολιτικά παρεμβατικές» εργοδοτικές ενώσεις έχουν ριχτεί στη μάχη κατά του PT.
Γιατί στρέφεται η αστική τάξη ενάντια στο κόμμα που έκανε με επιτυχία όλη τη βρομοδουλειά της τα τελευταία 14 χρόνια; Γιατί να ανατραπεί μια πρόεδρος που αμέσως μετά την εκλογή της όρισε υπουργό Οικονομικών έναν από τους πιο διάσημους «ταλιμπάν του νεοφιλελευθερισμού» και έστρεψε το οικονομικό πρόγραμμα του PT ακόμα πιο δεξιά σε σχέση με τις -ήδη- σοσιαλφιλελεύθερες πολιτικές των προηγούμενων ετών;
Η απάντηση βρίσκεται στην πολιτική και οικονομική κρίση που εκδηλώνεται σε όλη τη Λατινική Αμερική.
Καθώς τελειώνει το «οικονομικό πάρτι», που επέτρεπε πολιτικές αναδιανομής χωρίς να θίγονται τα συμφέροντα του κεφαλαίου, τελειώνει και το «πολιτικό πάρτι» των ροζ κυβερνήσεων που ήταν λαοφιλείς στους από κάτω ενώ είχαν και τη στήριξη/ανοχή των από πάνω. Στην περίπτωση της Βραζιλίας, το PT υιοθέτησε τη στρατηγική «όλα στους επενδυτές για να μεγαλώσει η πίτα, ώστε να μοιραστούν μπουκιές και στους φτωχούς». Σήμερα αυτό το «κοινωνικό συμβόλαιο» έχει καταρρεύσει, καθώς δεν έχει απλά τερματιστεί η αλματώδης ανάπτυξη, αλλά χτυπά την οικονομία μια σκληρή ύφεση. Η «πίτα» μικραίνει και τίθεται σκληρά το ερώτημα ποιος θα πληρώσει το μάρμαρο.
Αλλαγή σελίδας
Σε όλη τη λατινοαμερικανική ήπειρο, μαζί με την επίθεση στις πιο ριζοσπαστικές κυβερνήσεις, οι αστικές τάξεις αποσύρουν την εμπιστοσύνη τους και από τις μετριοπαθείς «ροζ» κυβερνήσεις, λέγοντάς τους «ευχαριστούμε, αλλά αντίο». Είναι ενδεικτικό τού πόσο αναλώσιμοι είναι οι «αριστεροί» ηγέτες, όσες υπηρεσίες κι αν προσφέρουν στο κεφάλαιο. Όταν κάνουν τη δουλειά, και πάψουν να είναι χρήσιμοι (συνήθως γιατί έχουν χάσει το λαϊκό έρεισμα που «νομιμοποιούσε» τη λιτότητα), πετάγονται στα αζήτητα από τους παλιούς σπόνσορές τους. Είναι επίσης ενδεικτικό τού πόσο άγριες διαθέσεις έχουν οι αστικές τάξεις όταν αντιμετωπίζουν ως «αναξιόπιστη λύση στις νέες συνθήκες» ακόμα και το PT, το πλέον μεταλλαγμένο κόμμα, την πλέον δεξιά εκδοχή του «ροζ κύματος» στη Λατινική Αμερική. Έγραφε μήνες πριν νεοφιλελεύθερος οικονομικός σχολιαστής: «Αν και πρέπει να συγχαρούμε την Ντίλμα για τις δημοσιονομικές περικοπές ... το νεοαποκτηθέν ενδιαφέρον της για μεταρρυθμίσεις ίσως να μην είναι αρκετό για να της επιτρέψει να τις εφαρμόσει».
Αυτό που εξελίσσεται είναι «προληπτικό χτύπημα» της Δεξιάς. Με το PT να χάνει λαϊκή στήριξη, να απαντά με καταστολή στις φαβέλες, να αντιμετωπίζει εξ αριστερών αμφισβήτηση (π.χ. το κίνημα του 2013), οι αστοί καταλαβαίνουν ότι θα χρειαστεί η πολιτική κρίση να βρει έκφραση δεξιά. Η Ντίλμα δεν πρέπει να πέσει «από τα κάτω και από τα αριστερά» σε κλίμα ριζοσπαστικοποίησης («κάτω η λιτότητα»), οπότε ενορχηστρώνεται η ανατροπή της «από τα πάνω και από τα δεξιά», με μια προσπάθεια να επικρατήσει η συντηρητική ατζέντα στη δημόσια συζήτηση («κάτω οι κρατιστές, οι διεφθαρμένοι, οι αριστεροί» κ.λπ.).
Το PT έφερε τον εαυτό του σε αυτήν τη θέση. Επί διακυβέρνησής του ατρόφησαν τα συνδικάτα, αποδυναμώθηκαν τα κινήματα, επικράτησε η παθητικότητα του «ευεργετημένου από φιλοδωρήματα», το κόμμα «κρατικοποιήθηκε». Ακόμα πιο έξω από τις οργανώσεις που ελέγχει ή που έχει κάποιους δεσμούς, η μεγάλη μάζα των φτωχών δεν φαίνεται να βρίσκει λόγο να υπερασπιστεί μαχητικά την Ντίλμα.
Το πρόβλημα είναι πως η ριζοσπαστική Αριστερά (το PSOL, το PSTU, τα ανεξάρτητα συνδικάτα Conlutas κ.ά.) δεν μπόρεσε αυτά τα χρόνια να οικοδομήσει την αριστερή εναλλακτική στο PT και καλείται να φτιάξει «τρίτο πόλο» σήμερα, από δύσκολες θέσεις, σε αυτό το πολωτικό κλίμα. Το πώς θα παρέμβει και τι μπορεί να κάνει έχει ανοίξει μια πολύ μεγάλη συζήτηση στη Βραζιλία. Το μόνο σίγουρο είναι πως στη «νέα φάση» της Λατινικής Αμερικής, απάντηση στην αστική τάξη και την επίθεσή της μπορεί να δώσει μόνο ο «δρόμος» κι ένα νέο πολιτικό σχέδιο που θα πηγαίνει πέρα από το «βάλτο» στον οποίο οδηγήθηκαν οι «ροζ κυβερνήσεις». Επιστροφή στις «καλές μέρες» αυτών των κυβερνήσεων δεν μπορεί να υπάρξει.