Για να έρθει η ανάπτυξη πρέπει να αυξήσουμε την προσφορά κι όχι τη ζήτηση, είναι εδώ και χρόνια η «πολεμική κραυγή» των νεοφιλελεύθερων, που εξακολουθούν να ομνύουν στην ανάπτυξη με –όλο και σκληρότερη– λιτότητα. Με τα χρόνια μάθαμε πώς μπορείς, μειώνοντας τη ζήτηση, να εξακολουθείς σαν στοχεύεις στην «ανάπτυξη»: με μια συνεχή, γιγάντια μεταφορά πλούτου από το δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας. Πέρα από τις ανούσιες νεοφιλελεύθερες ιδεολογικές παρλαπίπες, η μόνη προσφορά που αυξήθηκε όλα αυτά τα χρόνια, ιδιαίτερα μάλιστα στα χρόνια των μνημονίων, ήταν η προσφορά στο ιδιωτικό κεφάλαιο αφενός φτηνότερης και απροστάτευτης εργασίας και αφετέρου η προσφορά, έναντι πινακίου φακής, δημόσιων επιχειρήσεων και υποδομών, δημόσιας γης, δημόσιας περιουσίας εν γένει.
Αυτό το «διπλό πλιάτσικο» από τη μια πάνω στα δικαιώματα και τις κατακτήσεις τις εργαζόμενης πλειοψηφίας, των απόμαχων της εργασίας, των ανέργων κ.λπ., των δικαιωμάτων της νεολαίας, δηλαδή των επόμενων γενεών, και από την άλλη πάνω στη δημόσια περιουσία, ενέπνευσε το success story τόσο του Αντώνη Σαμαρά όσο και του Αλέξη Τσίπρα. Για την τύχη του πρώτου γνωρίζουμε πολύ καλά, για την τύχη του δεύτερου δεν θα χρειαστεί να περιμένουμε περισσότερο από λίγους μήνες για να αποκαλυφθεί η κενότητά του.
Ωστόσο, τα success story μπορεί να έρχονται και να παρέρχονται, αλλά το «πλιάτσικο» μένει. Μάλιστα, με τα μέτρα του τρίτου μνημονίου γενικεύεται. Εδώ στηρίζονται οι ελπίδες του μνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ και της ηγεσίας του, που προς την κοινωνία απευθύνονται με αυτοπεποίθηση, αλλά προς τα μέσα συνοδεύονται από τον απαραίτητο σκεπτικισμό: «αν δεν ‘‘τσιμπήσει’’ η οικονομία, χαθήκαμε». Κοντά στο νου κι η γνώση…
Το νέο success story…
Από τη δεκαετία του ’90 και ύστερα, αυτή η υπερπροσφορά όλο και φτηνότερης και πιο απροστάτευτης εργασίας, αλλά και δημόσιας περιουσίας έναντι «πινακίου φακής», από το 1995 και μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης το 2008 χρειάστηκε να συνδυαστεί με την ελληνική εκδοχή της τραπεζικής και κατασκευαστικής «φούσκας» για να παράγει –παρ’ όλα αυτά– μια ανάπτυξη με λιτότητα. Δύο μνημόνια έως τώρα, παρά το διπλό πλιάτσικο στο οποίο προαναφερθήκαμε, αποδείχτηκαν ανίκανα να βγάλουν τον ελληνικό καπιταλισμό από την ύφεση. Είναι όμως αυταπόδεικτο πως, αν και όταν αυτό συμβεί κάποια στιγμή, δεν θα φέρει απλώς μια ανάπτυξη με λιτότητα όπως στα χρόνια πριν το 2008, αλλά μια ανάπτυξη με ανελέητη λιτότητα, υψηλή ανεργία και εκτεταμένη φτώχεια, βασισμένη στο πλιάτσικο και τη διευρυμένη αναπαραγωγή του.
Προς το παρόν όμως, ακόμη και αυτή η προοπτική είναι εντελώς αμφίβολη και θολή…
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο, δεν μπορεί να κάνει τίποτα περισσότερο από το να ελπίζει σε αυτό το «θαύμα». Οι ελπίδες της στηρίζονται στο γεγονός ότι αυτό το πλιάτσικο, ύστερα από το τρίτο μνημόνιο, προβλέπεται ότι θα γενικευτεί, προσλαμβάνοντας έκταση αδιανόητη. Τρέφουν τώρα τις ελπίδες της μνημονιακής ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ ότι αυτή τη φορά το success story θα είναι συνεπές στο ραντεβού του –οι ελπίδες τους στηρίζονται στο γεγονός ότι το «δικό τους» μνημόνιο ολοκληρώνει την καταστροφή που κάποτε ο ΣΥΡΙΖΑ υποσχόταν να σταματήσει…
Τα ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων έχουν συντριβεί, ενώ η συντριβή των εργασιακών δικαιωμάτων έχει πάρει σειρά προτεραιότητας για το Σεπτέμβριο, οπότε υπάρχει πολλή τροφή για να ταΐσουν το καπιταλιστικό «θηρίο». Αλλά και το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας θα προσλάβει αδιανόητη και πανελλαδική έκταση: από τα μεγάλα «φιλέτα» (που θα καταβροχθίσουν οι μεγάλοι καπιταλιστικοί όμιλοι, είτε σε συμμαχία με ξένους ομίλους, είτε όχι) μέχρι και τα μεσαία και τα μικρά. Στα τελευταία θα αρπάξουν κάποια κομμάτια και μικρά «πιράνχας» της περιφέρειας.
Εξασφαλίζοντας μια τέτοια «αύξηση της προσφοράς» για το κεφάλαιο, ο Αλέξης Τσίπρας κήρυξε γενικό προσκλητήριο, μιλώντας στα «Ποσειδώνια» και απευθυνόμενος στους Έλληνες εφοπλιστές. Η ομιλία είχε και έναν επινίκιο τόνο, αφού η φορολογική ασυλία των εφοπλιστών ήταν η μοναδική «κόκκινη γραμμή» που υπερασπίστηκε με αποτελεσματικότητα η κυβέρνηση. Στη βάση αυτή πήρε το θάρρος να πει στους εφοπλιστές: «Εμπιστευθείτε μας!».
Με ανάλογο «αναπτυξιακό» οίστρο, ο Γ. Σταθάκης επανέφερε την πάγια υπόσχεση όλων των μνημονιακών για άνοιγμα επιχείρησης σε 3 μέρες.
Όμως, η μεγάλη υπόσχεση που ζητούν οι Έλληνες καπιταλιστές είναι η κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού ή άλλες μορφές περαιτέρω δραστικής μείωσης του εργατικού μισθού, που περιέχεται στα προαπαιτούμενα του Σεπτεμβρίου. Εν προκειμένω, ο «καβγάς» μεταξύ ΣΕΒ και Κατρούγκαλου (επανάληψη σε καρμπόν του «καβγά» Βενιζέλου και ΣΕΒ πριν 3 χρόνια) σχετικά με το ποιος προτείνει τη νέα μείωση του εργατικού μισθού είναι αποκαλυπτικός: Ο Κατρούγκαλος υπαινίσσεται ότι την απαιτεί ο ΣΕΒ, ο ΣΕΒ το αρνείται. Ο Κατρούγκαλος υπαινίσσεται ότι δεν θα γίνει –πάλι θα χύσει το αίμα των… άλλων πάνω και σε αυτή την «κόκκινη γραμμή»– αλλά ο ΣΕΒ έμαθε καλά από την κυβέρνηση ότι τα μνημόνια πάνε με ισχυρές δόσεις απάτης, γι’ αυτό ο πρόεδρός του Θόδωρος Φέσσας προτείνει με ανατολίτικη πονηριά:
«Δεν θέτουμε συγκεκριμένα μισθολογικά θέματα, αλλά οι σχέσεις επιχειρήσεων και εργαζομένων πρέπει να επανατοποθετηθούν στα νέα δεδομένα. Σε αυτό το πλαίσιο, μπορούμε να δούμε τις άλλες ρυθμίσεις πλην του μισθολογικού (…) Οι εργασιακές σχέσεις δεν είναι μόνο επιδόματα, αυξήσεις, 13ος και 14ος μισθός, ωράρια (…) Θα μπορούσαν επιχειρήσεις και εργαζόμενοι να συζητούν και να αποφασίζουν για το πώς θα μοιράζεται το μισθολογικό κόστος, δηλαδή αν θα είναι σε 12, 13, 14 ή 15 κομμάτια»!
Θέλουν μείωση εισφορών, ακόμη πιο «ευέλικτο» πλαίσιο απολύσεων, ακόμη μεγαλύτερη ευελιξία, ε, και μπορούν να μοιράσουν το μισθολογικό κόστος σε 12 «κομμάτια» κι ύστερα θα αναλάβει ο συσχετισμός δύναμης να μειώσει αυτό που θα μοιράζεται σε 12 κομμάτια…
…και το πολιτικό
του «εποικοδόμημα»
Το κράμα θυμού και απόγνωσης που θα δημιουργήσει στην κοινωνία η υλοποίηση του τρίτου μνημονίου θα έχει σίγουρα διαλυτικές συνέπειες για τα κοινωνικά ερείσματα της κυβέρνησης, ενώ θα αποτελέσει και τη βάση των πολιτικών διεργασιών για το επόμενο διάστημα. Η απάτη σαν «σύστημα» και το σύστημα της απάτης θα δουλέψουν υπερωρίες, προσπαθώντας αυτή τη φορά να πετύχουν αυτό που δεν μπόρεσαν να πετύχουν τα προηγούμενα χρόνια: να εκτοπίσουν την αντίθεση μνημόνιο-αντιμνημόνιο από το κέντρο της πολιτικής σκηνής και να ανασυνθέσουν το αστικό-μνημονιακό πολιτικό σύστημα σε νέες βάσεις.
Η κυβέρνηση αναζητεί το πολιτικό εποικοδόμημα της υποτιθέμενης «ανάπτυξης» στη βάση του γενικευμένου πλιάτσικου, ενώ ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανακαλύπτει τη νέα… ταξική διαχωριστική γραμμή, κατηγορώντας την κυβέρνηση ότι εξαπέλυσε «ταξικό πόλεμο» ενάντια στα μεσαία στρώματα, ότι χωρίς μεσαία στρώματα δεν υπάρχει ανάπτυξη.
«Το ζήτημα είναι τι προτιμά ο λαός, μνημόνιο με την Αριστερά ή μνημόνιο με τη Δεξιά», διακηρύσσει στη «Real News» o παρ’ ολίγον κάτοχος του πρώτου βραβείου success story Αντώνης Σαμαράς.
Όμως ακόμη και η απλή εξεύρεση νέας διαχωριστικής που θα αντικαταστήσει τη διαχωριστική «μνημόνιο-αντιμνημόνιο», είναι εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση –πολύ περισσότερο που ύστερα αυτή θα πρέπει να επιβληθεί πάνω στην… πραγματικότητα.
Προ των προφανών αδιεξόδων ενός πολιτικού success story, η κυβέρνηση ρίχνει στη μάχη τα υποτιθέμενα «βαριά όπλα»: αλλαγή εκλογικού νόμου (με «τυράκι» αναλογικής για τα μικρά κόμματα) και… αναθεώρηση του Συντάγματος. Αυτό το τελευταίο μόνο σαν μία ακόμη απειλή μπορεί να ακουστεί από την εργαζόμενη λαϊκή πλειοψηφία και την Αριστερά: σαν απόπειρα της κυβέρνησης να «συνταγματοποιήσει» το μνημονιακό καθεστώς.
Ωστόσο, στην κινούμενη άμμο του μνημονιακού βούρκου, οι μνημονιακοί στρατηλάτες Τσίπρας και Μητσοτάκης δεν πρόκειται να καταφέρουν να στήσουν σταθερό μνημονιακό προγεφύρωμα.
Η οργή και η απόγνωση λόγω της υλοποίησης των μνημονιακών μέτρων θα ενταθούν και θα επεκταθούν στην κοινωνία, σε σχέση ευθέως ανάλογη με την επέκταση του μνημονιακού πλιάτσικου, συνεχίζοντας να υποσκάπτουν τα θεμέλια της πολιτικής σταθερότητας. Μένει στα κινήματα αντίστασης και την Αριστερά να αξιοποιήσουν αυτό το δεδομένο για να στήσουν τα δικά τους «αναχώματα» αντίστασης. Που, πολύ πιο σύντομα απ’ ό,τι ελπίζουν οι εχθροί και φοβούνται οι φίλοι, μπορούν να γίνουν οι βάσεις της αντεπίθεσης.