Εν μέσω συγκινητικών στιγμών «καλωσορίσματος» αλλά και ρατσιστικών προκλήσεων, περίπου 1.500 προσφυγόπουλα ξεκίνησαν μαθήματα στις απογευματινές σχολικές τάξεις της Αττικής, της Κεντρικής Μακεδονίας και της Ηπείρου.
Μέσα στις επόμενες μέρες ανάλογες τάξεις νηπιαγωγείου, δημοτικού και γυμνασίου θα φιλοξενήσουν τα μικρά προσφυγόπουλα, που στις περισσότερες περιπτώσεις ζουν σε τραγικές συνθήκες σε απομονωμένα στρατόπεδα και σε άλλους χώρους «στοιβάγματος». Τα προσφυγόπουλα θα πηγαίνουν καθημερινά σχολείο από τις 14:00 έως τις 18:00. Στο πρόγραμμα εκμάθησης συμπεριλαμβάνονται μαθήματα ελληνικής γλώσσας, ξένης γλώσσας, καλλιτεχνικά μαθήματα και φυσική αγωγή.
Η υποδοχή των προσφυγόπουλων από τις τοπικές κοινωνίες, τους εκπαιδευτικούς και τους υπόλοιπους μαθητές ήταν στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων θερμή.
Στο 67ο Δημοτικό Σχολείο της Θεσσαλονίκης, όπου προσήλθαν 39 προσφυγόπουλα από το κέντρο του Δερβενίου, οι ντόπιοι μαθητές παρέμειναν στο χώρο παρόλο που είχαν σχολάσει, για να υποδεχτούν τα συνομήλικά τους παιδιά. Στο 72ο Δημοτικό Σχολείο του Θησείου, ο Σύλλογος Γονέων και Κηδεμόνων υποδέχθηκε τους 40 νέους μαθητές με κεράσματα και... χαμόγελα. Σε δημοτικό της Κόνιτσας έγιναν δεκτοί με τραγούδια και χορούς από τους μελλοντικούς συμμαθητές τους.
Ρατσιστικές αντιδράσεις
Στον αντίποδα, υπήρξαν ρατσιστικές αντιδράσεις από τον γνωστό πυρήνα ακροδεξιών στο Ωραιόκαστρο, με συγκέντρωση διαμαρτυρίας ενάντια «στην ισλαμοποίηση της πατρίδας». Στη Μυτιλήνη και το χωριό Προφήτης στη Θεσσαλονίκη, μικρές ομάδες ρατσιστών προσπάθησαν –χωρίς επιτυχία– να αποκλείσουν την πρόσβαση των προσφυγόπουλων στο σχολικά κτίρια, βάζοντας λουκέτα στις πόρτες. Την πρώτη μέρα φραστικά επεισόδια υπήρξαν και στο 66ο Γυμνάσιο Αθηνών (στην περιοχή του Κολωνού), όταν «αγανακτισμένοι» γονείς διαπληκτίστηκαν με αλληλέγγυους. Τη δεύτερη υπήρξε μόνο η θερμή υποδοχή συλλογικοτήτων και φορέων της γειτονιάς.
Το ρατσιστικό παραλήρημα περί «μη εμβολιασμένων παιδιών» που αποτελούν «κίνδυνο για τη δημόσια υγεία» αποτελεί τη βασική αιχμή της ξενοφοβικής υστερίας των φασιστών. Οι ίδιοι βέβαια δεν έχουν οργανώσει ποτέ καμία διαμαρτυρία για τις ελλείψεις εκπαιδευτικών στα σχολεία των παιδιών τους, ούτε ενοχλούνται όταν οι δαπάνες για τη δημόσια υγεία έχουν συρρικνωθεί σε δραματικά επίπεδα.
Τα προβλήματα της δημόσιας παιδείας και υγείας δεν θα λυθούν με τον αποκλεισμό των θυμάτων της φτώχειας και του πολέμου από τα θρανία. Επαρκείς υπηρεσίες υγείας, περίθαλψης και προγράμματα εμβολιασμού δεν υπάρχουν σήμερα ούτε για τα ντόπια παιδιά, όταν η Ελλάδα βρίσκεται στον πάτο της ευρωπαϊκής κατάταξης του προϋπολογισμού για την υγεία, όταν κλινικές και ασθενοφόρα λειτουργούν χωρίς γιατρούς και νοσοκομεία κλείνουν. Αξιοπρεπής δημόσια παιδεία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς μόνιμους διορισμούς εκπαιδευτικών και μικρότερα τμήματα, χωρίς αναβάθμιση των σχολικών μονάδων, βελτίωση και επισκευή των ετοιμόρροπων υποδομών και δωρεάν γεύματα για τους μαθητές που λιποθυμούν από την πείνα.
Η αυταρχική πολιτική της Ευρώπης-φρούριο, που εμποδίζει την ελεύθερη μετακίνηση και καλλιεργεί την ισλαμοφοβία, πάει χέρι χέρι με την περιθωριοποίηση των προσφύγων στις χώρες διαμονής. Η ισότιμη ένταξη των προσφυγόπουλων στη δημόσια εκπαίδευση είναι στοιχειώδες δημοκρατικό τους δικαίωμα, από τη στιγμή που θα παραμείνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα εδώ, και βασικός όρος για να μπορούν να ζήσουν πιο άνετα, για να ενταχθούν ομαλά στην κοινωνία.
Πραγματική ένταξη
Το άτολμο σχέδιο ένταξης του υπουργείου Παιδείας θέτει διαχωρισμούς και εμπόδια στην απρόσκοπτη πρόσβαση των προσφύγων και γενικότερα των ευπαθών ομάδων στο δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης, ενώ στηρίζεται σε ωρομίσθιους αναπληρωτές με ελαστικές σχέσεις εργασίας. Γι’ αυτό και χρειάζεται να επεκταθεί, με πλήρη ένταξη των προσφυγόπουλων σε όλα τα σχολεία, καθώς και στους βρεφονηπιακούς σταθμούς για τα παιδιά κάτω των 4 ετών. Με ολιγομελείς τάξεις υποδοχής και τη σταδιακή μεταπήδηση στις κανονικές τάξεις. Με εξασφαλισμένη τη δωρεάν μεταφορά, τη σίτιση, την υγειονομική κάλυψη και την ψυχολογική υποστήριξη για όλους τους μαθητές και τις μαθήτριες. Με μαζικές προσλήψεις εκπαιδευτικών για να καλυφθούν οι ανάγκες των μαθητών και όχι με λογικές «voucher».
Για να μπορέσουμε να τα κερδίσουμε όλα αυτά, θα χρειαστούν επίμονοι και μαζικοί διεκδικητικοί αγώνες. Οι σύλλογοι γονέων, μαζί με τα σωματεία των εκπαιδευτικών, συλλογικότητες κατοίκων και αντιρατσιστικές κινήσεις μπορούν και πρέπει να συντονίσουν τη δράση τους, βάζοντας φραγμό στο ρατσιστικό μίσος και δημιουργώντας σχολεία - ανοιχτές αγκαλιές για όλα τα παιδιά.