Διεθνής συνάντηση: Η Ευρώπη σε κρίση, κοινωνικές αντιστάσεις και πολιτικές προοπτικές

Φωτογραφία

Με ιδιαίτερα πλούσια συζήτηση και μαζική παρουσία κόσμου πραγματοποιήθηκε το Διεθνές Τριήμερο (4-6 Νοέμβρη) που διοργάνωσε στην ΑΣΟΕΕ η ιστοσελίδα Rproject.gr με τίτλο: «Η Ευρώπη σε κρίση, κοινωνικές αντιστάσεις και πολιτικές προοπτικές».

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
.

Αγωνιστές και αγωνίστριες των κινημάτων και της Αριστεράς από επτά χώρες της Ευρώπης, τις ΗΠΑ και την Αυστραλία συμμετείχαν ως ομιλητές-τριες σε πέντε θεματικές συζητήσεις, ανταλλάσσοντας εμπειρίες και απόψεις. 
Σε μια περίοδο όπου η καπιταλιστική κρίση επιμένει, οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί οξύνονται, οι κοινωνικές ανισότητες βαθαίνουν και το «τέρας» της ακροδεξιάς επιστρέφει, οι κίνδυνοι (αλλά και οι προκλήσεις) για τους «από κάτω» και την Αριστερά είναι μεγάλοι. Σε αυτές τις κρίσιμες συνθήκες για το κίνημα και την Αριστερά, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, η σημασία τέτοιων διεθνιστικών συναντήσεων είναι αναντικατάστατη. 
Οι διοργανωτές δεσμεύτηκαν στη διάρκεια των εργασιών ότι ο διάλογος που ξεκίνησε στο πλαίσιο της Διεθνούς Συνάντησης θα συνεχιστεί από το φιλόξενο βήμα τoυ Rproject, πάνω και στις πέντε θεματικές συζητήσεις και τις θέσεις που διατυπώθηκαν σε αυτές. Όποιος/α επιθυμεί να συμβάλει σε αυτόν μπορεί να επικοινωνεί στην ηλεκτρονική διεύθυνση info@rproject.gr.
Παρακάτω και στις επόμενες σελίδες παρουσιάζουμε μια σύνοψη των εισηγήσεων και των παρεμβάσεων που αναπτύχθηκαν στη διάρκεια του διεθνούς τριημέρου. Αναλυτικά όλες οι τοποθετήσεις στο Rproject.gr. 

 

«Η Ευρώπη σε κρίση»

Ο Πάνος Κοσμάς (Κόκκινο Δίκτυο - ΛΑΕ) περιέγραψε εμπεριστατωμένα το βάθος της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης και πώς από το πεδίο της οικονομίας περνά στο θεσμικό εποικοδόμημα και μετατρέπεται σε κρίση συνολικά της ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης. Τόνισε τη σημασία της διάκρισης του Exit από το Lexit, καθώς ενώ είναι σαφές ότι δεν υπάρχει δρόμος ανατροπής της λιτότητας μέσα στην ευρωζώνη, ταυτόχρονα η σύγκρουση με τα νεοφιλελεύθερα διευθυντήρια «από τα κάτω και από τα αριστερά» έχουν όρους και προϋποθέσεις (το μεταβατικό εργατικό/λαϊκό πρόγραμμα), που θέτουν την αντικαπιταλιστική στρατηγική και την άμεση πολιτική κατεύθυνσή της στον αντίποδα του δεξιού και ακροδεξιού «ευρωσκεπτικισμού».
Από την πλευρά του ο Ερίκ Τουσέν (CADTM, Βέλγιο) ξεκίνησε την τοποθέτησή του με τη διαπίστωση «του φόβου της Αριστεράς να είναι ριζοσπαστική», αναφερόμενος πρωτίστως στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και στην πορεία των Podemos στην Ισπανία, την ώρα που είναι σαφής η κοινωνική ανάγκη για ριζοσπαστική, αριστερή πολιτική έκφραση όπως έχει φανεί σε πολλές περιπτώσεις στην Ευρώπη (ΣΥΡΙΖΑ, Podemos, Κόρμπιν) αλλά και στις ΗΠΑ (Σάντερς). Περιγράφοντας την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ, την οποία γνώρισε από πρώτο χέρι, έχοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στην «επιτροπή αλήθειας» για το δημόσιο χρέος, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πορεία της ρήξης και της αριστερής ανατροπής δεν έχει περιθώριο νίκης μέσα στη ζώνη του ευρώ. «Μια αριστερή κυβέρνηση οφείλει να δεσμευτεί στην ανυπακοή στην ΕΕ, σε μια έκκληση για κινητοποίηση των λαών της Ευρώπης και σε ένα εναλλακτικό πρόγραμμα» σημείωσε χαρακτηριστικά.
Ο Στάθης Κουβελάκης (ΛΑΕ), με πλούσια προσωπική εμπειρία από τη συμμετοχή του στην Αριστερή Πλατφόρμα του ΣΥΡΙΖΑ και τώρα στη ΛΑΕ, αλλά και γνώση της γαλλικής και ευρύτερης ευρωπαϊκής πολιτικής πραγματικότητας, άσκησε πολεμική απέναντι σε κάθε μορφή «ευρωπαϊσμού» («δοκιμάστηκαν και αποδείχθηκαν λαθεμένες στον πυρήνα τους και καταστροφικές στις συνέπειές τους»), τονίζοντας την ανάγκη «ανάκτησης» του εθνικού πεδίου της πάλης. Επίσης αναφέρθηκε στην πορεία του ΣΥΡΙΖΑ και τις προσπάθειες της Αριστερής Πλατφόρμας στο εσωτερικό του, ενώ στάθηκε στα στοιχεία ενός σύγχρονου μεταβατικού προγράμματος με στόχο την ανάδειξη των εργαζόμενων τάξεων σε ηγετική δύναμη της κοινωνίας. 
Ο Νιλ Ντέιβιντσον (πανεπιστημιακός - Radical Independence Campaign και RISE, Σκοτία - RS21, Αγγλία) ανέλυσε, ως ο «πλέον κατάλληλος», την κατάσταση στη Βρετανία και φώτισε τα βαθύτερα χαρακτηριστικά του Brexit. Τόνισε πως μέσα σε μια σύνθετη βρετανική πολιτική και ταξική «γεωγραφία», από την αστική πλευρά ήταν οι μικρομεσαίες εκφράσεις του κεφαλαίου κυρίως υπέρ της εξόδου και όχι το μεγάλο βρετανικό κεφάλαιο. Ανέδειξε την κρίση του βρετανικού κράτους, τις αντιφάσεις μέσα στο «στρατόπεδο» του Brexit, σημειώνοντας πως παρά τις προσπάθειες της ακροδεξιάς να καπηλευτεί την καμπάνια, μέσα σε αυτή συνυπήρχαν αριστερές εκφράσεις του κόσμου της εργασίας και γενικότερα των «από κάτω», στο πλαίσιο του «Lexit», και κατέληξε στην άποψή του για την ΟΝΕ/ΕΕ χρησιμοποιώντας την ιστορική ρήση «η Καρχηδόνα πρέπει να καταστραφεί».
Ο Φράνκο Τουριλιάτο (Sinistra Anticapitalista, Ιταλία) παρουσίασε τα συμπεράσματά του από την πικρή και γεμάτη διδάγματα ιταλική εμπειρία. Μίλησε για την τρέχουσα ιταλική πραγματικότητα, αναδεικνύοντας την υπονομευτική για την ΕΕ «βόμβα» των ιταλικών τραπεζών καθώς και τη δεξιά πολιτική λιτότητας του Ρέντσι παρά τη ρητορεία του ενάντια στο γερμανικό κέντρο. Σημείωσε ότι η σύγκρουση με τη νεοφιλελεύθερη Ευρώπη δεν μπορεί να έχει χαρακτήρα «νοσταλγίας» των εθνικών κρατών, παρατηρώντας ότι μια επιμονή του ΣΥΡΙΖΑ στη ριζοσπαστική γραμμή θα έβρισκε συμπαραστάτες και μιμητές στο μαζικό κίνημα και στην Αριστερά πανευρωπαϊκά. Συγχρόνως τόνισε τη σημασία της «οργάνωσης» σε όλα τα επίπεδα (συνδικαλιστικό, πολιτικό, επαναστατικό).
Ο Γιάννης Μηλιός (οικονομολόγος) εξήγησε πως το στοιχείο που καθορίζει τις πολιτικές επιλογές των κυρίαρχων είναι η λιτότητα ως απάντηση στην κρίση και στη μειωμένη κερδοφορία του κεφαλαίου. Υπογράμμισε ότι η ήττα του ριζοσπαστικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αποτέλεσμα της επικράτησης της αντίληψης του «κοινού εθνικού συμφέροντος» και της «παραγωγικής ανασυγκρότησης» με στόχο την «ανάπτυξη», την ώρα ακριβώς που κορυφώνεται μέσα στην κρίση η αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας. Κλείνοντας τόνισε την ανάγκη συγκέντρωσης δύναμης της μαρξιστικής Αριστεράς και της βαθύτερης επεξεργασίας της μεταβατικής προσέγγισης.
Τέλος ο Παναγιώτης Σωτήρης (ΑΡΑΝ-ΛΑΕ) επέμεινε στην ανάγκη της ρήξης με το ευρώ και της ανάκτησης της «λαϊκής κυριαρχίας» σε σοσιαλιστική κατεύθυνση, υπογραμμίζοντας ότι η ριζοσπαστική Αριστερά δεν πρέπει να πιέζεται από την ύπαρξη του δεξιού ευρωσκεπτικισμού, και ταυτόχρονα περιέγραψε τον «ευρωπαϊσμό» ως τον «εθνικισμό του κεφαλαίου».

 

«Οι εργατικοί αγώνες και το συνδικαλιστικό κίνημα»

Ο Γιώργος Χαρίσης (ΕΕ ΠΟΕ-ΟΤΑ), που πήρε πρώτος το λόγο, θύμισε τα χαμηλά ποσοστά της συμμετοχής των εργαζομένων στα συνδικάτα και σημείωσε ότι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν τα συνδικάτα είναι γραφειοκρατικός και αυτό οφείλεται στην κυριαρχία του εργοδοτικού συνδικαλισμού. Θύμισε ακόμα τις πρόσφατες «αναλαμπές» του εργατικού κινήματος, όπως η μαζική απεργία της 12ης Νοέμβρη 2015 ή η μεγαλειώδης απεργία της 4ης Φλεβάρη 2016, που όμως γνώρισαν εκφυλιστική ή καμία συνέχεια, με ευθύνη της ηγεσίας της ΓΣΕΕ αλλά και του ΠΑΜΕ. «Γι’’ αυτόν το λόγο» υπογράμμισε «είναι αναγκαία η συγκρότηση ενός μετώπου ταξικών δυνάμεων, στην κατεύθυνση της ενιαιοποίησης του εργατικού κινήματος, ώστε να αφαιρεθεί από τη ΓΣΕΕ η αποκλειστική δυνατότητα προκήρυξης απεργιών». 
Ο Κριστιάν Μαγιέ (SUD Solidaires) αναφέρθηκε στα συμπεράσματα από το μεγαλειώδες κοινωνικό κίνημα ενάντια στις εργασιακές αντιμεταρρυθμίσεις στη Γαλλία, που άντεξε ένα εξάμηνο. Σημείωσε ότι η εργασιακή επίθεση στη Γαλλία εντάσσεται στο πλαίσιο της επίθεσης που έχει εξαπολύσει ο καπιταλισμός σε διεθνές και ιδιαίτερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο (Ιταλία, Γερμανία, Αγγλία). Στη Γαλλία, σύμφωνα με τον ίδιο, υπήρξε αδυναμία καλέσματος μιας γενικής απεργίας από το σύνολο των συνδικαλιστικών οργανώσεων, παρά τους επιμέρους μεγάλους αγώνες που δόθηκαν σε πολλούς χώρους δουλειάς. Γι’ αυτό και υποστήριξε ότι χρειάζεται να βελτιωθούν οι διαδικασίες επικοινωνίας ανάμεσα στα κοινωνικά κινήματα και στις συνδικαλιστικές οργανώσεις, όπως και να υπάρχει οργάνωση του συνδικαλιστικού κινήματος ενάντια στους φασίστες και την αστυνομική καταστολή.
Η Κατερίνα Γιαννούλια (ΔΣ Ενιαίου Συλλόγου Εργαζομένων ΥΠΑΑΤ) σημείωσε ότι οι αυθόρμητες μαζικές εργατικές κινητοποιήσεις των προηγούμενων χρόνων έδωσαν την αίσθηση ότι τέτοια μεγάλα γεγονότα θα προκύπτουν πάντα, κάτι το οποίο δεν ισχύει. Συμπλήρωσε ότι παρόλο που το εργατικό κίνημα έριξε δύο μνημονιακές κυβερνήσεις και καθυστέρησε την εφαρμογή των μνημονίων, δεν μπόρεσε να ανασχέσει πλήρως την επίθεση. «Οι απάνθρωπες υλικές συνθήκες μαζί με την προδοσία του ΣΥΡΙΖΑ επηρεάζουν αρνητικά και τα συνδικάτα, τα πολιτικά αιτήματα, την εμπιστοσύνη του κόσμου στα σωματεία» είπε χαρακτηριστικά. Τόνισε επίσης πως οι αγώνες μπορούν να νικήσουν μόνο αν γίνουν κτήμα της κοινωνίας (π.χ. ΕΡΤ, συγκέντρωση πρώτων ειδών για πρόσφυγες από σωματεία). 
Η Ελιάνα Κόμο (FIOM) έδωσε έμφαση στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει το συνδικαλιστικό κίνημα στην Ιταλία: «H CGL (Γενική Συνομοσπονδία Εργατών) είναι συνένοχη, γιατί αντί να καλεί τον κόσμο σε ξεσηκωμό, κάθεται στο τραπέζι με την κυβέρνηση». Αναφέρθηκε στο δημοψήφισμα που θα διεξαχθεί στις 4 Δεκέμβρη για να εγκρίνει ή να απορρίψει τη νέα αντεργατική μεταρρύθμιση Ρέντσι, που είναι κορυφαίας σημασίας. Η Confidustria (Σύνδεσμος Ιταλών Βιομηχάνων) έχει πάρει θέση υπέρ του «ΝΑΙ», όμως η CGL δεν έχει στηρίξει πραγματικά το «ΟΧΙ». Έτσι δημιουργείται ο κίνδυνος το «ΟΧΙ» να το καρπωθεί η ακροδεξιά (Λίγκα του Βορρά) που το στηρίζει για δικούς της λόγους. Παρ’ όλα αυτά, στην Ιταλία το αυθόρμητο ξέσπασμα απεργιών (που πίεσε την ηγεσία της CGL) με αφορμή τον πρόσφατο θάνατο Αιγύπτιου εργάτη από φορτηγό κατά τη διάρκεια απεργιακής κινητοποίησης, είναι ένα φωτεινό παράδειγμα που μπορεί να αποτελέσει αφορμή για την επανεκκίνηση του εργατικού κινήματος.
Η Νάγια Νικολάου (Μέλος ΓΣ ΟΤΟΕ) υποστήριξε ότι το συνδικαλιστικό κίνημα έχει ηττηθεί από την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού και της «ιδιώτευσης», ενώ η ακροδεξιά εμφανίζεται ως ρεύμα στην Ευρώπη ξανά. Τόνισε ότι η επαναφορά του συνθήματος «Λιγότερη δουλειά, δουλειά για όλους» είναι αναγκαία, όπως και η πλήρης αλλαγή της δομής και λειτουργίας των συνδικάτων: «Όλοι οι εργαζόμενοι πρέπει να συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων, και όχι μόνο οι αντιπρόσωποί τους, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να μπορούν να έχουν αποφασιστικό λόγο για το προϊόν που παράγουν». 
Ο Νίκος Ποταμίτης (Σωματείο Εργαζομένων Νοσοκομείου Ζακύνθου) ανάφερε ότι οι εργαζόμενοι στο νοσοκομείο της Ζακύνθου αναγκάζονται να κάνουν δύο και τρεις δουλειές. Το νοσοκομείο καταρρέει, ενώ τα ιδιωτικά κέντρα υγείας όλο και πολλαπλασιάζονται. «Η έλλειψη ορατής αριστερής απάντησης οδηγεί στη μη συμμετοχή. Άμεσο καθήκον της Αριστεράς είναι η επανάκτηση της αξιοπιστίας στον δημόσιο τομέα και η κήρυξη ανένδοτου αγώνα» σημείωσε σχετικά. 
Ο Δημήτρης Γαρδικλής (ΓΓ Σωματείου Εργαζομένων Ασκληπιείου Βούλας), ολοκληρώνοντας τις παρεμβάσεις, υποστήριξε ότι τα συνδικάτα έχουν πάψει να μιλάνε για ταξική πάλη και κάνουν τον κομπάρσο στον κοινωνικό διάλογο. «Για να αλλάξουμε την κατάσταση, δεν χρειάζεται απλώς να συζητάμε για το πώς ψήφισαν οι ηγεσίες του εργατικού κινήματος, αλλά χρειάζεται να γίνει μια ενωτική δουλειά της Αριστεράς στη βάση, πέρα από τις λογικές του κομματικού συνδικαλισμού» είπε μεταξύ άλλων. 

 

Ακροδεξιά και πρόσφυγες

Ο Μπερνάρ Σμιτ (VISA: Αντιφασιστική Πρωτοβουλία Συνδικαλιστών, Γαλλία) αναφέρθηκε κυρίως στην άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη με παραδείγματα από τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Αυστρία και συνέχισε λέγοντας ότι ο ρατσισμός έχει υιοθετηθεί από το μεγαλύτερο πολιτικό φάσμα -πλην Αριστεράς. Σημαντικό στοιχείο ανόδου της ακροδεξιάς είναι η δήθεν αντισυστημική ρητορεία ενάντια στην ΕΕ (ενάντια στους ξένους δηλαδή), που καρπώνεται τη λαϊκή δυσαρέσκεια απέναντι στη σκληρή λιτότητα. Ωστόσο, η απάντηση που δίνει αυτός ο χώρος είναι εθνική με ισχυρές δόσεις προστατευτισμού. 
Ο Γιώργος Τσιάκαλος (πανεπιστημιακός) επισήμανε ότι δεν επιβεβαιώθηκε η κυρίαρχη αντίληψη ότι η είσοδος χιλιάδων προσφύγων θα οδηγούσε αυτόματα σε άνοδο της ακροδεξιάς. Στην περίπτωση της Ελλάδας έγινε ακριβώς το αντίθετο, αφού αυτό που έδωσε τον τόνο ήταν το κίνημα αλληλεγγύης «από τα κάτω» ενάντια στην ακροδεξιά και το ρατσισμό. Επέρριψε την πολιτική ευθύνη στην κυβέρνηση, που αφενός αντιμετωπίζει τους πρόσφυγες ως παρίες, στοιβάζοντάς τους σε στρατόπεδα με άθλιες συνθήκες, ενώ παράλληλα υποκύπτει διαρκώς στις ακροδεξιές και ρατσιστικές υστερίες που συνήθως παρουσιάζονται υπό το πρίσμα «φόβου», με χαρακτηριστικό παράδειγμα τους εμβολιασμούς. «Απέναντι στην προσπάθεια να επανεμφανιστεί η ακροδεξιά και η Χρυσή Αυγή, πρέπει να ορθώσουμε ισχυρό μέτωπο ενάντια στο ρατσισμό και το φασισμό» κατέληξε.
Ο Σάμος Σαμουήλ (Γρανάζι, Κύπρος) αναφέρθηκε στην κυπριακή εμπειρία και την πρόσφατη είσοδο στη Βουλή του νεοναζιστικού ΕΛΑΜ, που ουσιαστικά είναι το κυπριακό «παράρτημα» της Χρυσής Αυγής, πάνω στο έδαφος της απογοήτευσης από το αριστερό ΑΚΕΛ. «Απέναντι στον ελληνικό και τον τουρκικό εθνικισμό στο νησί, η μόνη λύση μπορεί να είναι ένα ενιαίο αντιφασιστικό μέτωπο των Κύπριων εργαζομένων, στα νότια και στα βόρεια της Κύπρου» υπογράμμισε. 
Ο Θανάσης Κούρκουλας (Κίνηση «Απελάστε το Ρατσισμό») αναφέρθηκε στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους που έχουν ισοπεδώσει κυριολεκτικά τη Συρία και τη Μέση Ανατολή, αναγκάζοντας εκατομμύρια ανθρώπους να φύγουν από τα σπίτια τους. Σημείωσε ότι τόσο το κλείσιμο των συνόρων όσο και η κατάπτυστη ρατσιστική συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας (που βαραίνουν την κυβέρνηση) έχουν άμεση σχέση με τις ανάγκες του ευρωπαϊκού καπιταλισμού για φτηνό εργατικό δυναμικό και τις δυνατότητές του να το απορροφήσει ή όχι. «Η ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική Αριστερά έχει υποχρέωση να συνδέσει την πάλη απέναντι στις ευρωπαϊκές και κυβερνητικές πολιτικές λιτότητας μαζί με την πάλη ενάντια στο ρατσισμό και την αλληλεγγύη στους πρόσφυγες, ώστε να οικοδομήσει μια πειστική εναλλακτική πολιτική σε συνδυασμό με την παρέμβαση στο κίνημα» τόνισε μεταξύ άλλων. 
Η Μάνια Μπαρσέφσκι (Κόκκινο Δίκτυο, Επιτροπή Δικαιωμάτων ΛΑΕ) ανέδειξε τη δομική κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού ως τη βασική αιτία ακραίας φτώχειας σε όλο τον κόσμο που εξαναγκάζει μεγάλα τμήματα πληθυσμών να μεταναστεύουν, κάτι που αντικειμενικά ρευστοποιεί τη διάκριση προσφύγων και μεταναστών/τριών, συνεπώς η Αριστερά έχει καθήκον να «διευρύνει» τη σημασία του πρόσφυγα. 
Η Λιζ Γουόλς (Socialist Alternative, Αυστραλία) μετέφερε την εμπειρία της από την ακραία ρατσιστική πολιτική της αυστραλιανής κυβέρνησης που οδηγεί κάθε πρόσφυγα και μετανάστη/τρια αναγκαστικά σε κέντρα κράτησης, χωρίς τη δυνατότητα ασύλου ή μετεγκατάστασης σε άλλη χώρα. «Με δεδομένη την οικονομική ανάπτυξη των τελευταίων 25 χρόνων, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κανένα ζήτημα ένταξης αυτών των ανθρώπων, κάτι το οποίο εξηγείται από την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού και την “αναγκαιότητα” για ένα παράδειγμα αντιμετώπισης όλων των κοινωνικά αδύναμων» είπε χαρακτηριστικά. 
Ο Παύλος Αντωνόπουλος (Συντονισμός σωματείων και φορέων για το προσφυγικό) εστίασε στην ανάγκη στοχοποίησης και αμφισβήτησης της βαρβαρότητας του ιμπεριαλισμού της ΕΕ, κάτι που λείπει από την Αριστερά. Για να μπορέσει να γίνει αυτό χρειάζεται η προσπάθεια να χτιστεί ένα μαζικό αντιπολεμικό και αντιιμπεριαλιστικό κίνημα, γιατί όσο οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι συνεχίζονται τόσο θα υπάρχουν πρόσφυγες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι αναγκαία η αλληλεγγύη, αλλά δεν αρκεί από μόνη της. 
Τέλος ο Άρης Βασιλόπουλος (δήμαρχος Νέας Φιλαδέλφειας-Νέας Χαλκηδόνας) σημείωσε ότι πρέπει να γίνει η απαραίτητη σύνδεση μεταξύ της λιτότητας και της ανάπτυξης της ακροδεξιάς, η οποία «πατάει» πάνω στην έλλειψη κοινωνικών υποδομών αλλά και στην καταβαράθρωση του βιοτικού επιπέδου, στοχοποιώντας τον «ξένο» και όχι τα μνημόνια. Αναφέρθηκε ακόμα στην προβληματική κατάσταση της τοπικής αυτοδιοίκησης (και με ακραία ρατσιστικά παραδείγματα όπως το Ωραιόκαστρο) αλλά και στη δύναμη της αλληλεγγύης των απλών ανθρώπων «από τα κάτω», τονίζοντας την ανάγκη ανάληψης πρωτοβουλιών για την ισότιμη κοινωνική ένταξη των προσφύγων ως τμήμα ενός σχεδίου πολιτικής και ιδεολογικής πάλης ενάντια στην ισλαμοφοβία, τον εθνικισμό και το ρατσισμό. Μάλιστα προανήγγειλε μια τέτοια πρωτοβουλία της δημοτικής αρχής Ν. Φιλαδέλφειας-Χαλκηδόνας το αμέσως επόμενο διάστημα. 

 

 «Ο πολιτικός αγώνας και η Αριστερά»

Ο Μανουέλ Γκαρί (Anticapitalistas - Podemos) ξεκίνησε με κάποιες επισημάνσεις για τη διεθνή συγκυρία και το πώς πρέπει να σταθεί η Αριστερά απέναντι στην κρίση του καπιταλισμού. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στην ανάγκη να δοκιμάζουμε προτάσεις, να μη μένουμε στάσιμοι, και να επιχειρήσουμε να συνδέσουμε τα κοινωνικά κινήματα με τον πολιτικό αγώνα. Εστιάζοντας στην Ισπανία, περιέγραψε το μέγεθος της κρίσης του καθεστώτος που προέκυψε μετά το 1978, και ιδιαίτερα την κρίση που αντιμετωπίζει το PSOE, για να εξηγήσει τον σημαντικό ρόλο που έχει το Podemos σε αυτό το τοπίο, πέρα από τα προβλήματα των ηγετών του. Χαρακτήρισε χρήσιμη την ελληνική εμπειρία («μάθαμε τη λέξη ΟΧΙ», αλλά και «κανείς δεν τολμά να υπερασπιστεί την τακτική του Τσίπρα, μια αριστερή κυβέρνηση δεν μπορεί να εφαρμόζει μνημόνια») και εξήγησε πώς πρέπει να προχωρήσουν οι Podemos. 
Η Σάρον Σμιθ (ISO, ΗΠΑ), ελάχιστες μέρες πριν από το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών, περιέγραψε τη διαρκή επιδείνωση της κατάστασης των «από κάτω» στις ΗΠΑ τα τελευταία 30-40 χρόνια και την όξυνση αυτής της κατάστασης μετά το 2008. Ο θυμός για αυτήν την κατάσταση ισχυρίστηκε ότι εξηγεί και το φαινόμενο Σάντερς και το φαινόμενο Τραμπ, αν και «βίαια αντίθετα μεταξύ τους» (βλ. και Συνέντευξη στις σελ. 18-19). 
Ο Μάρκο Νέβες (Bloco, Πορτογαλία) ξεκίνησε περιγράφοντας τη διαδρομή της Πορτογαλίας το 2011-15 με το μνημόνιο και τη δεξιά κυβέρνηση, αλλά και το μαζικό κίνημα εναντίον της, που οδήγησε στο εκλογικό αποτέλεσμα του 2015 και το σχηματισμό κυβέρνησης των Σοσιαλιστών με την υποστήριξη από το Μπλόκο και το ΚΚ Πορτογαλίας, στη βάση μιας προγραμματικής συμφωνίας. Ισχυρίστηκε πως το Μπλόκο θεωρεί «σημαντικά, αλλά όχι αρκετά» τα βήματα που έχουν γίνει, και ζητά μια νέα στρατηγική. Με ιδιαίτερη έμφαση στα ζητήματα αμφισβήτησης του χρέους και της διεξαγωγής δημοψηφίσματος για το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, παλεύοντας ταυτόχρονα για ανάπτυξη των κοινωνικών συγκρούσεων, καθώς γνωρίζει ότι το Σοσιαλιστικό Κόμμα δεν θα υλοποιήσει ένα τέτοιο ριζοσπαστικό πρόγραμμα.
Η Μαρία Μπόλαρη (Κόκκινο Δίκτυο - ΛΑΕ) στάθηκε στην επιλογή των «πλατιών κομμάτων» ως απάντηση στις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τη σημασία χτισίματος ισχυρών οργανώσεων του επαναστατικού μαρξισμού. Εξήγησε πως η επιλογή του ενιαίου μετώπου είναι αναγκαία, αλλά ταυτόχρονα δεν ακυρώνει τη σημασία του διλήμματος «μεταρρύθμιση ή επανάσταση», περιγράφοντας και τις σχετικές επιλογές της ΔΕΑ σε όλη τη διαδρομή από το μετωπικό σχήμα στον ενιαίο πολιτικό φορέα. Εξήγησε τις στρατηγικές που οδήγησαν στην ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, αναπτύσσοντας τη στάση της ΔΕΑ και του Κόκκινου Δικτύου σε όλη αυτήν τη διαδρομή, από τις πρώτες μάχες το Φλεβάρη μέχρι την κορύφωση της κρίσης και της μαζικής διάσπασης το καλοκαίρι του 2015. Από αυτήν τη βάση, συγκροτημένης αριστερής αντιπολίτευσης στον ΣΥΡΙΖΑ, εξήγησε, γίνεται σήμερα δυνατή η συγκρότηση μιας δύναμης στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, περιγράφοντας και τα βήματα που πρέπει να κάνει η ΛΑΕ ως κρίσιμος «χώρος» για να γίνει χρήσιμη εναλλακτική, σε συμμαχία με άλλες δυνάμεις όπως η Πλεύση, η Δικτύωση, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. 
Ακολούθησε η παρέμβαση του Χρήστου Λάσκου (Δικτύωση Ριζοσπαστικής Αριστεράς), που αναφέρθηκε στην κρισιμότητα της συγκυρίας και τους κινδύνους που δημιουργεί η ήττα. Έκανε τον δικό του απολογισμό για την κατάληξη του ΣΥΡΙΖΑ (με την επικράτηση ενός άνευ αρχών κυβερνητισμού), επιμένοντας στην ανάγκη του πολιτικού υποκειμένου. Σε αυτό το καθήκον εντόπισε την ύπαρξη ενός «διάσπαρτου αλλά αξιόμαχου και μάχιμου δυναμικού», αλλά και μια κεκτημένη συμφωνία σε ένα «μεταβατικό πρόγραμμα» ανάμεσα στις δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς. 
Τη συζήτηση έκλεισε η παρέμβαση της Ελένης Πορτάλιου, που μίλησε για την ανάγκη να προχωρήσουν και να συνεχιστούν οι απολογισμοί από δυνάμεις και άτομα που συμμετείχαν στο εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ. Στη συνέχεια προχώρησε στην παρέμβασή της στην οποία έδωσε τον τίτλο «Μαθαίνοντας από το παρελθόν: Η επαναθεμελίωση της Αριστεράς σήμερα». Μάλιστα, επέμεινε ιδιαίτερα στη λαϊκή συμμετοχή και την αυτενέργεια ως παράγοντες που θα κρίνουν τελικά και την επαναθεμελίωση της Αριστεράς. 

 

«Η Εναλλακτική λύση: Συνδέοντας την πάλη για την ανατροπή της λιτότητας με τη σύγκρουση με την Ευρωζώνη»

Ο Μανουέλ Γκαρί, οικονομολόγος και ηγετικό στέλεχος των Anticapitalistas και του Podemoς, σημείωσε ότι η αρχιτεκτονική της Ε.Ε. είναι σχεδιασμένη για να εξυπηρετεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου. 
Εκκινώντας την ανάλυσή του από την κατάσταση της κοινωνίας και των εργαζομένων σκιαγράφησε το κεντρικό πολιτικό πρόβλημα αναδεικνύοντας μια κρίσιμη αντίφαση, όπως παρουσιάζεται στην Ισπανία. Συγκεκριμένα, ενώ από τη μια μεριά το 70% του πληθυσμού είναι κατά της λιτότητας, των περικοπών και των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων (υγεία, παιδεία, μισθοί, συντάξεις, εργασιακές σχέσεις), ταυτόχρονα δύο στους τρεις Ισπανούς είναι υπέρ του ευρώ. 
Κάνοντας σαφή τη θέση του ότι η Ε.Ε. δεν μεταρρυθμίζεται και σημειώνοντας ότι στο Podemos η παραπάνω αντίφαση δεν συζητείται, τόνισε ότι και η απλή προπαγάνδα που κάνουν ορισμένοι/ες στο πρόβλημα του ευρώ και της Ε.Ε. θέτοντας μια γενική θέση ενάντια, χωρίς να ακούν τον κόσμο και να ασκούν πραγματική πολιτική, δεν είναι αποτελεσματική. Στο ερώτημα εάν μια χώρα μπορεί να φύγει μόνη της εκτίμησε ότι οι χειρισμοί που μπορεί να κάνει ένα εθνικό κράτος δεν είναι επαρκείς, ενώ η νομισματική υποτίμηση δεν αρκεί, υπογραμμίζοντας και τον κίνδυνο των προτάσεων υποτίμησης των μισθών για πατριωτικούς λόγους. 
Ο Λεόν Κρεμιέ, στέλεχος το NPA, και συνδικαλιστής τοποθέτησε ως πρώτο σημείο της εισήγησής του τη διαπίστωση ότι οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές λιτότητας πλήττουν τους/τις εργαζόμενους/ες σε όλες τις χώρες ενώ είναι απαραίτητες στον καπιταλισμό σε διεθνή κλίμακα. Όσα συνέβησαν στην Ελλάδα, το Brexit, το κοινωνικό κίνημα στη Γαλλία κ.ά. αφορούν το ίδιο πρόβλημα της λιτότητας και των πολιτικών της Ε.Ε. 
Συνέχισε, τονίζοντας ότι πολιτικές αυτές δεν πηγάζουν και δεν ασκούνται απλώς από τις Βρυξέλες και τη Γερμανία. Πίσω απ’ αυτές υπάρχει ένα κοινό αίτημα που τις διαρθρώνει και τις συντονίζει για την υπεράσπιση των κοινών συμφερόντων του κεφαλαίου. Ως εκ τούτου, ο Λεόν Κρεμιέ τόνισε ότι είναι απαραίτητο να μαχόμαστε ταυτόχρονα σε δύο επίπεδα, στο εγχώριο αλλά και στο ευρωπαϊκό-διεθνές, σημειώνοντας ότι ο εχθρός είναι στην ίδια μας τη χώρα, στο εγχώριο κεφάλαιο και όχι μόνο στους ξένους καπιταλιστές.
Ακολούθως επισήμανε ότι η συνθηκολόγηση και η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα είχε σημαντικό πολιτικό αντίκτυπο και χτύπησε πολλά καμπανάκια σε υποψήφιες κυβερνήσεις. Οι προτάσεις περί μετώπου του νότου, μετώπου εθνών-κρατών ή και μετώπου όλων των αντι-ΕΕ δυνάμεων αποτελούν αυταπάτες, τόνισε. 
Η μάχη κατά της λιτότητας απαιτεί μια αντικαπιταλιστική πολιτική και εφόσον είμαστε αντικαπιταλιστές/τριες και κατά της λιτότητας, πρέπει συνακόλουθα να είμαστε και κατά της Ε.Ε. 
Ο Παναγιώτης Λαφαζάνης στην αρχή της εισήγησής του εκτίμησε ότι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της Αριστεράς στην Ευρώπη ήταν η ευρωπληξία της, που την καθιστούσε ουραγό στον αστικό ευρωπαϊσμό, στον οποίο ηγεμόνευε τα χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. 
Σημείωσε ότι η άποψη σύμφωνα με την οποία μια μόνο χώρα δεν μπορεί να φύγει από το ευρώ και την Ε.Ε. αποτελεί άλλοθι για να μην κάνουμε τίποτα.
Ο Π. Λαφαζάνης, χαρακτήρισε τις σημερινές κυβερνήσεις οπερετικές και τόνισε ότι η λιτότητα δεν μπορεί να αρθεί εντός Ε.Ε., με χαρακτηριστικό το παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ. 
Για την Ε.Ε. σημείωσε ότι έχει στον πυρήνα της την ανταγωνιστική και ελεύθερη ενιαία αγορά στην οποία η Ευρωζώνη έρχεται να δώσει νομισματική μορφή ολοκληρώνοντάς τη. Παράλληλα, δεν επιτρέπει στα κράτη να κάνουν ανταγωνιστικές υποτιμήσεις και να εισάγουν μέτρα προστατευτισμού. Αυτή η αγορά είναι δομημένη ώστε να βαθαίνει τη λιτότητα. 
Τέλος, ολοκλήρωσε την εισήγησή του με δύο επιπλέον σημεία. Το πρώτο αφορούσε τον ευρωπαϊσμό, για τον οποίο εκτίμησε ότι αποτελεί έναν σκληρό διπλό (περιφερειακό) εθνικισμό, από τη μια ευρωπαϊκό με την έννοια ότι εντείνει τις διαμάχες με τις υπόλοιπες δυνάμεις και από την άλλη εσωτερικό, μεταξύ των χωρών της Ε.Ε., των οποίων οι αντιθέσεις οξύνονται.
Το δεύτερο σημείο αφορούσε στο exit, απέναντι στο οποίο τόνισε δεν θα πρέπει να τοποθετούμαστε απλώς ότι πρέπει να γίνει από τα αριστερά, γιατί εάν κερδίσει έδαφος μέσα στο λαό θα παρακολουθούμε ως ουραγός. 
Ο Αντώνης Νταβανέλος εισαγωγικά τόνισε ότι η θεωρία του αδύναμου κρίκου έχει δύο σκέλη. Ως εκ τούτου, η πρώτη μάχη μπορεί να κερδηθεί από «αδύναμα χέρια», π.χ. στην Αθήνα ή στη Λευκωσία, αλλά ο πόλεμος θα κριθεί, ως συνήθως, στους δρόμους της Ρώμης, του Παρισιού, του Βερολίνου. Αυτή η διεθνιστική προοπτική μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα.
Συνέχισε σημειώνοντας ότι η Ε.Ε. είναι σε παραλυτική κρίση και τα σενάρια από τη διάσπαση μέχρι τη διάλυση της ευρωζώνης είναι πάνω στο τραπέζι. Παράλληλα, τόνισε ότι με βάση την ελληνική εμπειρία του 2015, δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίσουμε τη λιτότητα εάν δεν προετοιμαστούμε για σοβαρή σύγκρουση και εάν δεν προετοιμάσουμε μια αριστερή εργατική απάντηση στο αναγκαίο ζήτημα της εξόδου από το ευρώ. Γι’ αυτό θέτουμε το ζήτημα του Lexit (αριστερή έξοδο). 
Εκτίμησε ότι διεθνώς διαμορφώνεται ένα πολιτικό ρεύμα που παρουσιάζεται ως δεξιά δήθεν-απόρριψη της παγκοσμιοποίησης με επιστροφή στον προστατευτισμό και τον εθνικισμό προκειμένου «κάθε εθνική οικονομία να ξεπεράσει την κρίση». Συνεπώς, σήμερα, η έξοδος από το ευρώ δεν αρκεί για να περιγράψει τον ταξικό και πολιτικό προσανατολισμό των πολιτικών δυνάμεων. 
Εκτιμώντας ότι η εμφάνιση του παραπάνω ρεύματος ενισχύει την ανοιχτά ρατσιστική ακροδεξιά, σημείωσε ότι το ζήτημα των προσφύγων δεν μπορεί να υποβαθμιστεί στο προγραμματισμό δράσης της Αριστεράς. 
Περνώντας στα ζητήματα της πολιτικής συγκυρίας ο Αντ. Νταβανέλος ισχυρίστηκε ότι σήμερα δεν έχουμε το περιθώριο μιας περιόδου θεωρητικής, οργανωτικής και πολιτικής ανασύνταξης και μετά να δούμε τι θα κάνουμε με την παρέμβαση. Βαδίζουμε προς μια βαθύτατη πολιτική κρίση. 
Αναφερόμενος στην εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ και στην αυτοκριτική που είναι αναγκαία, τόνισε ότι πρέπει να επιμείνουμε στο θετικό αυτής της εμπειρίας, δηλαδή στη δυνατότητα να συνεργαζόμαστε, να συγκεντρώνουμε δύναμη παρά τις πολιτικές ακόμα και στρατηγικές μας διαφορές. Γι’ αυτό έχουμε κάνει αδιαπραγμάτευτα την επιλογή της ΛΑ.Ε.
Θέτοντας το ζήτημα της αναγκαίας «γραμμής» για την ανασυγκρότηση της ριζοσπαστικής Αριστεράς, σημείωσε ότι από τα προηγούμενα δέκα χρόνια έχουμε κληρονομήσει ένα μεταβατικό πρόγραμμα με τρεις κεντρικούς άξονες: α) αντι-λιτότητα – αντι-μνημόνιο, (άξονας κομβικός για τη συγκέντρωση δύναμης αλλά και για τη νοηματοδότηση όλων των επόμενων, όπως η έξοδος από το ευρώ), β) άρνηση πληρωμών, καταγγελία και διαγραφή χρέους, εθνικοποίηση τραπεζών, κατάργηση ελευθεριών του κεφαλαίου, και γ) έξοδος από το ευρώ με προετοιμασία και συμμετοχή του κόσμου. Αυτό είναι ένα σχέδιο στη βάση ενός μεταβατικού προγράμματος που ξεκινάει από την ανατροπή της λιτότητας και πηγαίνει προς την ευρύτερη σοσιαλιστική απελευθέρωση.
Επίσης, τόνισε ότι το μεγαλύτερο επίτευγμα των προηγούμενων 15 χρόνων ήταν η συγκρότηση ενός ευρύτατου στρώματος πολιτικών αγωνιστών/στριών, με πολιτική εμπειρία και δυνατότητα συνεργασίας, το οποίο πλήττει ο εκφυλισμός Τσίπρα, με κίνδυνο να το διαλύσει. Απέναντι σε αυτόν το κόσμο και τον κίνδυνο πρέπει να αναληφθούν καθήκοντα και συγκεκριμένα από τη ΛΑ.Ε, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, την Πλεύση Ελευθερίας, τη Δικτύωση Ριζοσπαστικής Αριστεράς. 
Ακολούθησε ο Γιάννος Γιαννόπουλος ο οποίος έδωσε έμφαση στο ερώτημα του πώς ανασυγκροτούμε την Αριστερά στην Ελλάδα, συνεχίζοντας τη συζήτηση που δεν έχει σταματήσει από το 2015, πάνω στο ζήτημα της εξουσίας, του ευρώ και στις εύλογες ερωτήσεις του κόσμου που αναζητά απαντήσεις. Τόνισε ότι πρέπει να δώσουμε έμφαση στην οργάνωση πλατιών αγώνων σε όλα τα μέτωπα –  υγεία, παιδεία, στέγη. «Σήμερα, παρά το δισταγμό, ιδιαίτερα της νεολαίας, να ακολουθήσει «μεγάλα σχέδια», λόγω και της απογοήτευσης από όσα προηγήθηκαν με τη συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ, υπάρχουν θέματα όπως οι πλειστηριασμοί και το προσφυγικό που βάζουν ξανά τον κόσμο στο δρόμο του αγώνα», υπογράμμισε. 
Στη συνέχεια το λόγο πήρε ο Αντώνης Δραγανίγος σημειώνοντας, στην αρχή της παρέμβασής του, ότι η επίκληση της επανάστασης δεν λέει πάρα πολλά εάν δεν καταφέρεις να βρεις δρόμους να την προωθήσεις. Τόνισε ότι η Ε.Ε. αποτελεί έναν υλοποιημένο νεοφιλελευθερισμό που αποτυπώνεται σε όλες τις συνθήκες, όργανο του κεφαλαίου που προωθεί τις βασικές του ελευθερίες. Σημείωσε επίσης, ότι η όλη δομή της Ε.Ε. είναι βαθιά αντιδημοκρατική. Συνεπώς, η ρήξη και η αποδέσμευση από αυτόν τον μηχανισμό αποτελεί μονόδρομο. 
Ακολούθησε η παρέμβαση του Δημήτρη Σαραφιανού που ξεκίνησε σημειώνοντας ότι όλοι μιλάμε από τη σκοπιά των συμφερόντων των εργαζομένων και από διεθνιστική οπτική γωνία, αλλά το ερώτημα του τι ακριβώς θα κάνουμε, όταν φθάσουμε στον κόμπο, όπως συνέβη στην ελληνική περίπτωση αλλά και στην Κύπρο προηγουμένως, χρειάζεται απάντηση.
Στη συνέχεια της παρέμβασής του τόνισε ότι τα μνημόνια και το ευρώ είναι ταυτόσημα, έτσι εάν σπάσει αυτό ο κόμπος οι δυνάμεις του κεφαλαίου χάνουν ένα σημαντικό όπλο. 
Τη συζήτηση έκλεισε η παρέμβαση του Γιώργου Σαπουνά που τόνισε ότι η εναλλακτική πρόταση της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στέκεται αντιπαραθετικά στη στρατηγική της νεοφιλελεύθερης λιτότητας μέσα στην κρίση και είναι το «μνημόνιο στο κεφάλαιο». Μια πρόταση που αποσκοπεί στην ανατροπή του ταξικού συσχετισμού που διαμόρφωσαν τα μνημόνια υπέρ του εγχώριου μεγάλου κεφαλαίου και αφορά το μεταβατικό πρόγραμμα άμεσης αναδιανομής, πλούτου και ισχύος, υπέρ του κόσμου της εργασίας και των κατώτερων λαϊκών στρωμάτων.

 

 

 

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία