Σχετικά με την πρόταση της «Δικτύωσης για τη Ριζοσπαστική Αριστερά»
Η «Δικτύωση» απηύθυνε πρόσφατα ένα κάλεσμα για ανοιχτή πολιτική συζήτηση προς όλες τις οργανώσεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς, με θέμα την ανάγκη για ένα «κοινό μεταβατικό πρόγραμμα».
Είναι μια πρόταση που εμείς αντιμετωπίζουμε με εξαιρετικά φιλικό τρόπο. Είναι γνωστό ότι, αν και συμμετέχουμε στη ΛΑΕ από την ίδρυσή της, υποστηρίζαμε πάντα:
α) μια πολιτική διεύρυνσης, πολιτικής και δημοκρατικής ανασυγκρότησης της ΛΑΕ, με στόχο να μετατραπεί σε «κοινή κοίτη της αντιμνημονιακής ριζοσπαστικής Αριστεράς» στην Ελλάδα, και
β) την ενότητα στη δράση, στο κίνημα και στην πολιτική παρέμβαση, των δυνάμεων που για τον α’ ή τον β’ λόγο δεν ήταν εφικτό να συγκεντρωθούν μέσα στα πολιτικά και οργανωτικά πλαίσια της ΛΑΕ.
Το ξεδίπλωμα μετωπικών παρεμβάσεων του φάσματος από τη ΛΑΕ έως την ΑΝΤΑΡΣΥΑ μας ενδιέφερε πάντα, ενώ θα ήμαστε ιδιαίτερα ευτυχείς αν γινόταν εφικτό να προκύψει μια καλύτερη συνεννόηση και με τις δυνάμεις του ΚΚΕ, τουλάχιστον σε ορισμένα ζητήματα αιχμής του μαζικού κινήματος.
Αυτός ο προσανατολισμός δεν προκύπτει από μια απλουστευτική «αγαπησιάρικη» αντίληψη για τις σχέσεις που πρέπει να εγκαθιδρυθούν μεταξύ των οργανωμένων δυνάμεων της Αριστεράς. Γνωρίζουμε τις ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές ανάμεσα στα διακριτά ρεύματα, όπως και τη σημασία και την αξία τους.
Όμως θεωρούμε ότι μέσα στις συνθήκες της βαθιάς κρίσης και της επιθετικότητας του κεφαλαίου που αντιμετωπίζει ο κόσμος μας, η πολιτική και ιδεολογική παράδοση του Ενιαίου Μετώπου έχει ξεχωριστή σημασία. Στην πράξη, πρόκειται για τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ κάθε σοβαρής απόπειρας να αλλάξει η υπάρχουσα κατάσταση των πραγμάτων και ενός βερμπαλισμού που μπορεί να χρησιμοποιεί «επαναστατικά» επιχειρήματα αλλά παραμένει βερμπαλισμός. Αυτή η «συνήθεια» μπορεί να οδηγεί σε πολύ σοβαρά πολιτικά λάθη, όπως στο πρόσφατο συνέδριο της ΑΔΕΔΥ, όπου η ανικανότητα για στοιχειώδη πολιτική συνεννόηση κατέληξε στο να παραδώσει μια σημαντική συνδικαλιστική οργάνωση στα χέρια των νεοφιλελεύθερων-μνημονιακών δυνάμεων.
Ας δούμε, πιο συγκεκριμένα, πού βρισκόμαστε σήμερα:
1. Η κυβέρνηση Τσίπρα υποχρεώνεται να κλιμακώσει τη νεοφιλελεύθερη-μνημονιακή επίθεση ενάντια στους εργαζόμενους και τις λαϊκές δυνάμεις. Να κλείσει χωρίς αναισθητικό τη 2η αξιολόγηση, να οργανώσει τη «μετάβαση» από το 3ο στο 4ο μνημόνιο, χωρίς να πάρει απολύτως τίποτα ως αντάλλαγμα για το χρέος.
2. Η «Ευρώπη» αλλάζει δραματικά. Μετά το Brexit και το ιταλικό δημοψήφισμα, όλα τα σενάρια, από τη διάσπαση ως τη διάλυση της ευρωζώνης, είναι ανοιχτά στη δημόσια συζήτηση. Οι δυνάμεις του κεφαλαίου στη Γερμανία και στην «ενδοχώρα» της έχουν πλέον να αποφασίσουν αφενός εάν μπορούν και αφετέρου πώς μπορούν να διατηρήσουν εν ζωή το ευρώ, δηλαδή το πρόγραμμα των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων στο οποίο η ντόπια κυρίαρχη τάξη (και ο Τσίπρας) αποφάσισαν να παραμείνουμε «πάση θυσία».
3. Αυτά σημαίνουν ότι η πολιτική κρίση –και μάλιστα με εκρηκτικές διαστάσεις– είναι μπροστά και όχι πίσω μας. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι καταδικασμένη να καταρρεύσει, γρήγορα και άσχημα. Είτε με τη μορφή εθνικοενωτικής μετάλλαξης μέσα στην παρούσα Βουλή, είτε με την υποχρεωτική καταφυγή στις κάλπες και την παράδοση της κυβερνητικής πρωτοβουλίας στον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Κάθε εκδοχή αυτών των εξελίξεων ενέχει δύο βασικά συμπεράσματα: Πρώτον δεν υπάρχει άπλετος πολιτικός χρόνος. Δεν έχουμε τη δυνατότητα «μακράς περιόδου» ανασυγκρότησης. Δεύτερον, μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό θα είναι απολύτως κρίσιμο για τον κόσμο μας και τις εξελίξεις το εάν και με ποιες δυνάμεις (πολιτικά, αλλά ακόμα και εκλογικά) θα έχει παραμείνει όρθιος ένας «πόλος» της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Οι αντικειμενικές δυνατότητες για να απαντηθεί θετικά αυτή η πρόκληση έχουν προκύψει από τα πεπραγμένα κατά την προηγούμενη περίοδο.
Η ένταση της ταξικής πάλης και η πολιτικοποίηση του αγώνα στα χρόνια 2010-15 έχουν παραγάγει στην Ελλάδα ένα «στρώμα» πολιτικών αγωνιστών-τριών της ριζοσπαστικής Αριστεράς που δεν υπάρχει σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Είναι σημαντικό αριθμητικά, αλλά ακόμα σημαντικότερο πολιτικά: έχει συσσωρεύσει εμπειρίες, γνώση, εκπαίδευση στο να οργανώνει και να κινητοποιεί. Το «στρώμα» αυτό έχει υποστεί ήττες, έχει «χαλαρώσει» από την απογοήτευση που προκάλεσε η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν έχει εξαερωθεί. Αυτός ο κόσμος θεωρούμε ότι πρέπει να είναι το υποκείμενο αναφοράς των πρωτοβουλιών ανασυγκρότησης.
Μια άλλη κρυμμένη δυνατότητα είναι η πολιτική εμπειρία όλων μας στα προηγούμενα χρόνια. Πολλοί σύντροφοι (π.χ. συχνά ο Χρ. Λάσκος) ισχυρίζονται ότι οι βασικές συντεταγμένες του αναγκαίου μεταβατικού προγράμματος είναι, περίπου, δεδομένες στην Ελλάδα. Και έχουν δίκιο. Τα ζητήματα του αντιμνημονίου-αντιλιτότητας (μισθοί, συντάξεις, εργασιακά, κοινωνικές δαπάνες), η άρρηκτη σύνδεσή τους με την ανάγκη στάσης πληρωμών και διαγραφής του χρέους, με την ανάγκη εθνικοποίησης των τραπεζών και την αντιστροφή των ιδιωτικοποιήσεων, αλλά και η γνώση ότι όλα αυτά δεν είναι εφικτά χωρίς την έξοδο από το ευρώ και τη ρήξη με την υπαρκτή ΕΕ, συγκροτούν τους «πυλώνες» ενός μεταβατικού προγράμματος προς τη σοσιαλιστική απελευθέρωση. Ασφαλώς απομένει η συγκεκριμενοποίησή τους σε πολιτική τακτική και –κυρίως!– η απόφαση να κινηθούμε ενιαιομετωπικά στη βάση αυτής της μεταβατικής πολιτικής.
Επιστρέφοντας στην πρόταση της Δικτύωσης, πιστεύουμε ότι επείγει να παρθούν πολιτικές πρωτοβουλίες τώρα, σε διακριτά επίπεδα:
Στο επίπεδο του κινήματος αντίστασης, πρωτοβουλίες που θα συστηματοποιούν την ενότητα στη δράση σωματείων, συνδικαλιστικών δυνάμεων, τοπικών συλλογικοτήτων, νεολαιίστικων πρωτοβουλιών, αντιρατσιστικών κινήσεων κ.ο.κ. Σε μια κατεύθυνση κέντρων αγώνα και δικτύων συντονισμού, με στόχο τη μεγέθυνση των κινητοποιήσεων.
Στο επίπεδο της πολιτικής συγκρότησης, είναι αναγκαίο το ξεκίνημα μιας συστηματικής και σοβαρής συζήτησης για το πρόγραμμα, για τη συγκυρία, για τον απολογισμό της προηγούμενης περιόδου κ.λπ. Για τη συζήτηση αυτή, που σε έναν βαθμό ήδη γίνεται, διαθέτουμε πολλά «εργαλεία» (τοπικές ή κλαδικές πρωτοβουλίες, έντυπα, sites κ.λπ.). Η συγκέντρωση της συζήτησης σε ένα πιο συνεκτικό πλαίσιο (που θα μπορούσε να συγκριθεί π.χ. με το ρόλο που έπαιξε ο «Χώρος Διαλόγου και Κοινής Δράσης της Αριστεράς» στις αρχές της δεκαετίας του 2000) προϋποθέτει μια ειλικρινή δήλωση προθέσεων: την αποδοχή της προοπτικής να αντιμετωπίσουμε πιο ενωτικά και πιο συντονισμένα τις πολιτικές (ακόμα και τις εκλογικές) προκλήσεις που έρχονται. Το φάσμα που περιγράφουν η ΛΑΕ, η Δικτύωση, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η Πλεύση Ελευθερίας, αναφέρεται στον ίδιο, λίγο-πολύ, κόσμο. Και πρέπει να αντιδράσει συντονισμένα και ισχυρά απέναντι σε ενδεχόμενα ζοφερά, όπου όμως ενυπάρχουν οι δυνατότητες ενός ελπιδοφόρου νέου ξεκινήματος.