25 χρόνια από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ

Φωτογραφία

Μια επέτειος μεταξύ γιορτής και μνημοσύνου

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Γιάννης Κιμπουρόπουλος

Γιορτή δεν το λες. Πιο πολύ προς μνημόσυνο τείνει. Γιορτή ή μνημόσυνο, το ευρωπαϊκό ιερατείο επιχειρεί να προσεγγίσει διθυραμβικά τη «στρογγυλή» επέτειο των 25 χρόνων από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Και μάλιστα με δύο ημερομηνίες αναφοράς: την 9η Δεκεμβρίου 1991, οπότε η Συνθήκη εγκρίθηκε από τη Σύνοδο Κορυφής των 12 μελών της τότε ΕΟΚ, και την 7η Φεβρουαρίου 1992, οπότε υπογράφτηκε. Ωστόσο, η πραγματική ημερομηνία γέννησης της ΕΕ που διαδέχθηκε την ΕΟΚ είναι η 1η Νοεμβρίου 1993, οπότε τέθηκε σε ισχύ. Είχε μεσολαβήσει ένα δημοψήφισμα στη Δανία που την απέρριψε και μια μακρά διαπραγμάτευση «εξαιρέσεων» από τη Συνθήκη, της Δανίας και πολύ περισσότερο της Βρετανίας. Αλλά οι «τελετάρχες» της ΕΕ δεν θέλουν να συνδέονται οι χρυσές επέτειοι της ΕΕ με απεχθή συμβάντα, δημοψηφίσματα και λαϊκές ετυμηγορίες - κατά κανόνα αρνητικές για το ευρωπαϊκό σχέδιο. 
Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι στα προεόρτια της επετείου στην ολλανδική πόλη-γενέτειρα της ΕΕ, στο Μάαστριχτ, στις 9 Δεκεμβρίου, ουδείς από τους εκπροσώπους της ευρωπαϊκής ηγεσίας που μίλησαν (Γιούνκερ, Τίμερμανς, Ντάισελμπλουμ, Σουλτς) σε μικρά ακαδημαϊκά ακροατήρια χρησιμοποίησε πανηγυρικούς τόνους. Με δεδομένο ότι ύστερα από 25 χρόνια μετεξέλιξης της «κοινής αγοράς» (ΕΟΚ) σε «Ένωση» αυτή βρίσκεται πλησιέστερα στην αποσύνθεση παρά στην ολοκλήρωση, προτίμησαν να προσφύγουν σε ιστορικούς «εκβιασμούς»: «Χωρίς την ΕΕ», είπε ο Γιούνκερ, «καμία χώρα-μέλος δεν είναι ικανή από μόνη της να έχει πολιτικό βάρος στον κόσμο. Αυτήν τη στιγμή είμαστε ένα σημαντικό μέρος της παγκόσμιας οικονομίας, το 25% του ΑΕΠ. Σε δέκα χρόνια, το ποσοστό αυτό θα είναι 15%. Σε 20 χρόνια κανένα μέλος της ΕΕ μόνο του δεν θα είναι μέλος της G7». Και πρόσθεσε μερικά ακόμη δραματικότερα στοιχεία για τη δημογραφική παρακμή της ΕΕ σ’ έναν κόσμο που σε λίγες δεκαετίες θα αριθμεί 10 δισ. κατοίκους. 
Μια αποτυχία 
προϊόν επιτυχίας

Το πρόβλημα της ευρωπαϊκής νομενκλατούρας είναι πως αποδεικνύεται εξαιρετικά δύσκολο να αποσυνδέσει τον κατά Μάαστριχτ σχεδιασμό της ΕΕ από αυτό που μια αυξανόμενη πλειοψηφία των ευρωπαϊκών κοινωνιών σε όλες τις χώρες -αν και με ποικίλες εθνικές ιδιομορφίες- βιώνει ως αποτυχία του Μάαστριχτ και εκφράζει ως γενικευμένη αμφισβήτηση του ευρωπαϊκού project - αν και με προβληματικό πολιτικό πρόσημο. Το ευρωπαϊκό ιερατείο κινδυνεύει να πέσει θύμα όχι της αποτυχίας, αλλά της επιτυχίας του Μάαστριχτ: η σαρωτική επίθεση στην εργασία και στο κοινωνικό κράτος, η αύξηση των ανισοτήτων ανάμεσα στις χώρες αντί της διακηρυσσόμενης σύγκλισής τους, η έκρηξη του δημοσίου χρέους, η ισχνή ανάπτυξη της Ευρωζώνης και η σταθεροποίηση της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα δεν ήταν αποτελέσματα απόκλισης από τη στρατηγική του Μάαστριχτ, αλλά της συνεπούς εφαρμογής της. 
Η στρατηγική αυτή ήταν απλή στη σύλληψή της: Η ΕΟΚ, από απλή κοινή αγορά χωρίς δασμούς, έμελλε να εξελιχθεί σε μια πολιτική, οικονομική και νομισματική ένωση, εδραιωμένη στις λεγόμενες τέσσερις ελευθερίες κίνησης: κεφαλαίων, αγαθών, υπηρεσιών και εργαζομένων. Σε αντίθεση, όμως, με όλη την προηγούμενη ιστορική εμπειρία, βάσει της οποίας η πολιτική ένωση, κυρίως με τη μορφή του έθνους -κράτους ή της ομοσπονδίας κρατών, προηγείται της νομισματικής και οικονομικής, στην ΕΕ δρομολογήθηκαν όλα αντίστροφα: πρώτα έγινε η νομισματική ένωση, μέσω αυτής προωθήθηκε η οικονομική ένωση (με τα «κριτήρια σύγκλισης» που μετά έγιναν «Σύμφωνο Σταθερότητας», με αυστηρούς κανόνες, κυρώσεις και πρόστιμα) και μόλις τώρα αναζητείται το μοντέλο της πολιτικής ένωσης, ως λεόντειας εταιρείας ανάμεσα στους χαοτικά άνισους εταίρους που έχει δημιουργήσει η νομισματική ένωση. Στην 25ετία από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ η πολιτική ενοποίηση προωθήθηκε επιλεκτικά μόνο στους τομείς της μεταναστευτικής πολιτικής, της  εξωτερικής πολιτικής, της ασφάλειας και της στρατιωτικοποίησης της ΕΕ, στοιχεία που την καθιστούν μια κατεξοχήν ιμπεριαλιστική ένωση. 
«Σχεδιαστικό λάθος» 
ή στρατηγική;

Αυτή η «ανάποδη» ενοποίηση αντιμετωπίζεται συχνά, ακόμη και από την Αριστερά, ως «σχεδιαστικό λάθος» της ΕΕ, που οδήγησε στην ετεροβαρή ανάπτυξή της υπέρ της Γερμανίας και ελάχιστων ακόμη χωρών που άντλησαν τεράστια πλεονάσματα από τις υπόλοιπες. Ωστόσο, το ότι η ΟΝΕ εξελίχθηκε σε γερμανική ενοποίηση και το ευρώ σε μεταμφιεσμένο μάρκο δεν ήταν αστοχία. Ήταν στρατηγική επιλογή τμήματος του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, πρωτίστως του χρηματοπιστωτικού, που εξάντλησε τα περιθώρια επιρροής στην ευρωπαϊκή πολιτική ελίτ και ιδιαίτερα στον γαλλογερμανικό άξονα,  εκπροσωπούμενο τότε από τους Μιτεράν και Κολ. 
Υπάρχει η προφανής γεωπολιτική διάσταση στην επιτάχυνση της ΟΝΕ, λίγο μετά τη γερμανική ενοποίηση και την κατάρρευση των καθεστώτων στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη, που αντιμετωπίστηκε ως ζωτικός χώρος του ευρωπαϊκού πυρήνα, με δύο κύματα διεύρυνσης από τους 12 του Μάαστριχτ στους 27 της σημερινής ΕΕ Τα κριτήρια σύγκλισης, η συμμόρφωση στο Σύμφωνο Σταθερότητας, η βίαιη «απελευθέρωση» των αγορών από εθνικές ρυθμίσεις δεν ήταν μόνο ένα «μνημόνιο» προσαρμογής για παλαιά και νέα κράτη-μέλη, αλλά κι ένας μηχανισμός μεταφοράς πλούτου, κεφαλαίων, ιδιοκτησίας, ακόμη και υψηλής ποιότητας ανθρώπινου δυναμικού από την περιφέρεια στο κέντρο της ΕΕ. 
Νεοφιλελευθερισμός 
ή ορντολιμπεραλισμός;

Στα 25 χρόνια από το Μάαστριχτ η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση συνεχίστηκε με έναν βαθμό αυθορμητισμού και προσαρμογής στη συγκυρία, ιδιαίτερα αυτήν  της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Ωστόσο, παρέμεινε εντός ενός συνεκτικού στρατηγικού σχεδίου, το οποίο συνήθως ταυτίζεται με τα βασικά προτάγματα του νεοφιλελευθερισμού. Αυτό, όμως, δεν είναι απόλυτα ακριβές. Το ευρωπαϊκό σχέδιο καταρτίστηκε περισσότερο με βάση τις αρχές του «ορντολιμπεραλισμού» (ordoliberalismus, εκ του ordo=τάξη, και liberalism=φιλελευθερισμός), του γερμανικού ρεύματος οικονομικής σκέψης (σχολή του Φράιμπουργκ) στο οποίο βασίστηκε το μοντέλο της μεταπολεμικής Δυτικής Γερμανίας. Σε απόκλιση από το νεοφιλελευθερισμό, ο γερμανικός ορντολιμπεραλισμός επιφυλάσσει ένα σημαντικό ρόλο στο κράτος ή άλλες ημικρατικές (κατά κανόνα «ανεξάρτητες») αρχές ως εγγυητές του «υγιούς» καπιταλιστικού ανταγωνισμού.  Στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, στο Σύμφωνο Σταθερότητας, στο Δημοσιονομικό Σύμφωνο και στο Σύμφωνο για το ευρώ+, στην ακατάσχετη γερμανική φλυαρία περί «ένωσης των κανόνων», στη συνταγματοποίηση της λιτότητας, στη λειτουργία της ΕΚΤ και του ESM, είναι αποτυπωμένες οι βασικές αρχές του «ορντολιμπεραλισμού». Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη χώρα που φεύγει από το ευρωπαϊκό μαντρί είναι η γενέτειρα του νεοφιλελευθερισμού, η Βρετανία.
Η μεταφυσική 
των πλεονασμάτων

Αλλά δεν θα είναι και η τελευταία. Η υλοποίηση του ευρωπαϊκού σχεδίου κατά τη γερμανική τάξη πραγμάτων έχει δημιουργήσει αβυσσαλέα χάσματα ανάμεσα σε ελάχιστους κερδισμένους και πολλούς χαμένους. Έχει προκαλέσει σχίσματα ακόμη και εντός της γερμανικής ολιγαρχίας, ένα τμήμα της οποίας έχει «αυτομολήσει» φανερά προς την ακροδεξιά «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD). Έχει κατακερματίσει την Ε.Ε. σε συγκυριακές συμμαχίες κρατών. 
Είναι περίπου αναπόφευκτο. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς οικονομολόγος για να καταλάβει ότι η απαίτηση όλες οι χώρες της Ευρωζώνης να είναι εξίσου πλεονασματικές είναι παραλογισμός. Εύλογα εξανίσταται ο Μάρτιν Γουλφ των Financial Times με την ιδέα ότι όλη η Ευρωζώνη μπορεί να γίνει μια μεγάλη Γερμανία χαμηλών μισθών και μεγάλων εξαγωγών: «Υποτίθεται ότι όλοι πρέπει να εξασφαλίσουν πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών; Αν είναι έτσι, με ποιους - με τους Αρειανούς; Κι αν όλοι πράγματι πασχίζουν να εξασφαλίσουν αυτό το πλεόνασμα, τι άλλο αποτέλεσμα μπορεί να υπάρξει εκτός από παγκόσμια ύφεση;»… 
Εύστοχα τα ερωτήματα, αν και διατυπώνονται σαν να αγνοείται η αυτοκαταστροφική φύση του ύστατου καπιταλισμού. Οι κεφαλές του οποίου έχουν προ πολλού υπερβεί το όριο μεταξύ (κυνικού) ορθολογισμού και μεταφυσικής. 

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία