Ο πρώτος γύρος της επίσημης διαπραγμάτευσης για το Κυπριακό ολοκληρώθηκε στη Γενεύη, όπως αναμενόταν, «χωρίς ανακοινώσιμα αποτελέσματα».
Ο «κοσμοπολίτικος αστισμός» –κυρίως στην Κύπρο– έριξε τις ευθύνες για το θεωρούμενο ως αδιέξοδο στη στάση του Ν. Κοτζιά, ενώ –σχεδόν συμμετρικά– ο «πατριωτικός χώρος», κυρίως στην Ελλάδα, δηλώνει παντού ότι ο Ν. Κοτζιάς «μας έσωσε από ένα νέο σχέδιο Ανάν».
Οι γνωρίζοντες τα του ΣΥΡΙΖΑ στην εποχή της συγκρότησης της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ γνωρίζουν ότι ο Ν. Κοτζιάς έγινε υπουργός Εξωτερικών λόγω των ιδιαίτερα καλών σχέσεών του με τους Αμερικανούς. Άλλωστε ο Φαήλος Κρανιδιώτης είχε παλιότερα δηλώσει ότι ο Κοτζιάς θα ήταν ο καταλληλότερος για υπ.Εξ. στην κυβέρνηση Σαμαρά. Στην πρώτη του συνέντευξη μετά τη Γενεύη, ο Ν. Κοτζιάς (μιλώντας στον Β. Σκουρή, στη Real) τάχθηκε έξω από τα δόντια υπέρ του Ντόναλντ Τραμπ...
Είναι δυνατόν μια διαδικασία που υποστηρίχθηκε θερμά από την αμερικανική διπλωματία να «τορπιλίστηκε» στη συνέχεια από τους εδώ «καλούς φίλους» των Αμερικανών; Η απάντηση είναι ασφαλώς αρνητική. Γιατί, αυτήν τη φορά, η διαδικασία διαπραγμάτευσης για «λύση» του Κυπριακού είναι «μακρότερης πνοής» απ’ ό,τι παρουσιάζεται στα ΜΜΕ. Άλλωστε πριν από τη Γενεύη, τόσο ο Τσίπρας όσο και ο Κοτζιάς υπογράμμιζαν ότι η διαπραγμάτευση θα είναι πιο παρατεταμένη (open ended). Γιατί, επίσης, στη Γενεύη δεν υπήρξαν «ανακοινώσιμα αποτελέσματα», αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν αποτελέσματα.
Όσοι συγκρίνουν τις σημερινές διαπραγματεύσεις και επιδιώξεις όλων των πλευρών με τις αντίστοιχες της εποχής του σχεδίου Ανάν, κάνουν σημαντικά λάθη.
Αφενός γιατί ο συσχετισμός των δυνάμεων στην περιοχή είναι τελείως διαφορετικός. Η αντιδυτική στροφή του Ερντογάν έχει επιδεινώσει τις σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Ο «άξονας» Ισραήλ-Αιγύπτου-Κύπρου και Ελλάδας είναι πλέον μια διπλωματικο-οικονομική πραγματικότητα, που όμως έχει τη στρατιωτική δύναμη να υποστηρίξει τις επιλογές της. Η ενεργότατη εμπλοκή των μεγάλων πολυεθνικών πετρελαίου στο «σχέδιο» αξιοποίησης των υδρογονανθράκων της νοτιοανατολικής Μεσογείου δεν αφήνει κανένα περιθώριο για παρερμηνείες σχετικά με τις επιλογές συμμαχιών των Μεγάλων Δυνάμεων.
Αφετέρου γιατί τα θέματα που έχουν ανοίξει στη σημερινή διαπραγμάτευση πάνε σε πολύ μεγαλύτερο βάθος στο ζήτημα του Κυπριακού, απ’ ό,τι στην εποχή του σχεδίου Ανάν. Δεν είναι τυχαίο ότι η ελλαδική πλευρά έθεσε ως προϋποθέσεις για τη διαπραγμάτευση την αποχώρηση του τουρκικού στρατού κατοχής και την κατάργηση του συστήματος των εγγυήσεων.
Και στα θέματα αυτά μοιάζει να υπήρξε σημαντική συζήτηση. Σύμφωνα με τον διεθνή Τύπο, η κυβέρνηση Ερντογάν παρουσιάζεται έτοιμη για μια «επιστροφή» στο καθεστώς στρατιωτικής παρουσίας και εγγυήσεων που υπήρχε στην Κύπρο πριν από το 1974: 900 άνδρες της ΕΛΔΥΚ – 600 της ΤΟΥΡΔΥΚ, εγγυητικό «δικαίωμα» της Ελλάδας και της Τουρκίας υπέρ των Ελληνοκύπριων και των Τουρκοκύπριων αντίστοιχα. Όμως η ελλαδική πλευρά –αξιοποιώντας τη συμμετοχή πλέον της Κύπρου στην ΕΕ– εμφανίζεται να επιδιώκει μια σημαντικότερη «προώθηση», την ανατροπή των συμφωνιών του 1960: αποχώρηση όλων των στρατευμάτων και κατάργηση όλων των εγγυητικών δικαιωμάτων. Και τα ρεπορτάζ αναφέρουν ότι γύρω από αυτήν τη θέση, ο Ν. Κοτζιάς είχε σημαντικότατη διεθνή υποστήριξη: από τον γ.γ. του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες, από την εκπρόσωπο της ΕΕ Φεντερίκα Μογκερίνι και από τον υπ.Εξ. της Βρετανίας Μπόρις Τζόνσον. Ο «διεθνής παράγοντας» έχει αρχίσει να δείχνει προς τα πού γέρνει. Η ερμηνεία δεν είναι δύσκολη: η αποχώρηση των στρατευμάτων και η κατάργηση των εγγυητικών δικαιωμάτων δημιουργούν τους όρους ώστε η ασφάλεια της «νέας Κύπρου» να ανατεθεί ευθέως και χωρίς διαμεσολαβήσεις στις Μεγάλες Δυνάμεις. Π.χ. με την πιθανή αίτηση της «νέας Κύπρου» να γίνει επισήμως μέλος του ΝΑΤΟ.
Η σύνδεση του Κυπριακού με την οικονομία των υδρογονανθράκων αφενός πιέζει για μια ταχύτερη «λύση», αφετέρου δημιουργεί το κίνητρο, το «καρότο», για μια πιθανή υποχώρηση της Τουρκίας. Σε αυτό λογοδοτεί το αίτημά της για αντάλλαγμα μια «βάση» στην περιοχή της Μόρφου, που όπως οι αντίστοιχες βρετανικές θα έχει κυριαρχικά δικαιώματα. Θα δικαιούται, δηλαδή, ΑΟΖ που ενοποιούμενη με την τουρκική θα δίνει στην Τουρκία δυνατότητες διεξόδου στην ανατολική Μεσόγειο και πιθανότητες συμμετοχής στο «μεγάλο παιχνίδι» των εξορύξεων, από όπου μετά τις συμφωνίες Ισραήλ-Αιγύπτου-Ελλάδας μοιάζει να έχει αποκλειστεί.
Η διαδικασία που άρχισε στη Γενεύη θα συνεχιστεί, με πρωτοβουλίες των ιμπεριαλιστικών κέντρων σε όλα τα παραπάνω θέματα. Η ανάληψη της εξουσίας από τον Τραμπ θα αλλάξει σε κάποιους ρυθμούς το «παιχνίδι», αλλά μια σταθερή επιλογή του είναι ήδη γνωστή: μεγαλύτερη ενίσχυση του κράτους του Ισραήλ. Αυτό μοιάζει καλό νέο για την ελληνική διπλωματία, αλλά είναι κακό νέο για την ειρήνη στην περιοχή.
Το Κυπριακό από μόνο του έχει ιστορικά δώσει πολλές απειλές ευρύτερων πολεμικών συρράξεων. Η σαφής σύνδεσή του με τον ανταγωνισμό για τους υδρογονάνθρακες, αλλά και τον «αναδασμό» ισχύος και επιρροής στη Μέση Ανατολή, κάνει αυτές τις απειλές εφιαλτικές.
Η παρέμβαση και η στάση της Αριστεράς οφείλει να ξεκινά από την αντιιμπεριαλιστική και αντιπολεμική θέση. Και αυτό προϋποθέτει πλήρη ανεξαρτησία απέναντι στη γραμμή της διπλωματίας της «δικής μας» χώρας.