Πώς εμφανίζονται στη σημερινή συγκυρία οι συσχετισμοί των πολιτικών δυνάμεων, ιδιαίτερα μεταξύ των δύο κύριων σχηματισμών του αστικού διπολισμού, μνημονιακής Κεντροαριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ) και παράταξης του ακραίου νεοφιλελευθερισμού (ΝΔ);
Αυτό με δεδομένες τις ριζικά διαφορετικές κοινωνικές εκπροσωπήσεις αυτών των κομμάτων και μετά τη συμπλήρωση μίας διετίας του ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση της χώρας. Η ΝΔ, που εμφανίζεται να προηγείται σε όλες τις δημοσκοπικές έρευνες με ένα ποσοστό της τάξης του 30%, παραμένει ουσιαστικά στα ίδια επίπεδα (28%) με εκείνα του Ιανουαρίου 2015, πράγμα που δείχνει ότι αδυνατεί καταφανώς να καταγράψει την όποια συσπειρωτική δυναμική διευρυμένης απήχησης. Απεναντίας, εκείνο που συμβαίνει είναι η κλασική συμπαράταξη των δυνάμεων της ελληνικής αστικής τάξης και όλων των κατηγοριών των μικροαστικών τάξεων, που συγκροτούν και κοινωνικά τον κυρίαρχο συνασπισμό εξουσίας.
Το φάντασμα νέων μνημονιακών ρυθμίσεων πλανιέται στη χώρα
Από την άλλη πλευρά, ριζικά διαφορετικά είναι τα πράγματα για τον ΣΥΡΙΖΑ, του οποίου η εκλογική δυναμική στις αναμετρήσεις του 2015 βασιζόταν κατεξοχήν σε λαϊκά στρώματα εργαζομένων, ανέργων, συνταξιούχων, αυτοαπασχολούμενων, ως φορέα κατάργησης των μνημονίων και εφαρμογής μιας στοιχειώδους σοσιαλδημοκρατικής κυβερνητικής πολιτικής. Με τη μνημονιακή αυτοακύρωση της ριζοσπαστικής Αριστεράς, την παραπέρα επιδείνωση των όρων αναπαραγωγής των λαϊκών στρωμάτων και την αδυναμία υλοποίησης του όποιου «παράλληλου» προγράμματος που ευαγγελιζόταν, ο κόσμος των «από κάτω» που στήριξε το πολιτικό φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ μπήκε σε μια τροχιά βαθύτατης διχοτόμησης, με αποτέλεσμα η δημοσκοπικά διαφαινόμενη επιρροή του να μειώνεται σχεδόν στο μισό (από το 36% στο 20%). Το μισό μέρος αυτού του εκλογικού δυναμικού έχει κατευθυνθεί πλέον σχεδόν οριστικά στην αποστασιοποίηση, αποχή, αδρανοποίηση, χωρίς κατ’ ανάγκην να έχει πάρει άλλους αριστερούς προσανατολισμούς.
Με αυτά τα δεδομένα των πολιτικών συσχετισμών, πώς διαμορφώνεται η σημερινή συγκυρία τόσο από την πλευρά της ελληνικής αστικής τάξης όσο και από την πλευρά των οργάνων της καπιταλιστικής διεθνοποίησης; Το κύριο χαρακτηριστικό της, όπως φαίνεται άλλωστε καθαρά στο πεδίο της δεύτερης αξιολόγησης, είναι ουσιαστικά η απαίτηση επιβολής ενός τέταρτου μνημονίου, και σε κάθε περίπτωση ενός Ελληνικού Μνημονίου Plus, όπως το ονομάζει ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών, που να υπερβαίνει το manual που έχουν επιβάλει οι ευρωπαϊκοί υπερεθνικοί θεσμοί, και που περιλαμβάνει: Τη μείωση του αφορολόγητου ορίου στο επίπεδο του κοινωνικού επιδόματος αλληλεγγύης, δηλαδή μηνιαίου ύψους 340 ευρώ. Την με κάθε τρόπο ολοκλήρωση όλων των εκκρεμών ιδιωτικοποιήσεων κοινωφελών επιχειρήσεων που έχουν εξαγγελθεί αλλά συνεχίζουν να «λιμνάζουν». Τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών που καταβάλλει η εργοδοσία για τη μισθωτή εργασία και οι οποίες είχαν ήδη μειωθεί στην περίοδο του δεύτερου μνημονίου. Την περιστολή των δημοσίων υπηρεσιών κοινωνικού χαρακτήρα κατά 1,8 δισ. ευρώ το χρόνο, προκειμένου το Δημόσιο να γίνει περισσότερο «παραγωγικό». Την ουσιαστική φοροαπαλλαγή των κάθε μορφής επιχειρήσεων που δηλώνουν επενδυτικές δαπάνες. Στην πραγματικότητα, πέραν αυτών των πρόσθετων μνημονιακών απαιτήσεων του ελληνικού κεφαλαίου, εκείνο που προβάλλεται από τον ΣΕΒ δεν είναι ούτε η εισαγωγή νέων τεχνολογιών, ούτε το άνοιγμα σε καινούργιες αγορές, ούτε η παραγωγή νέων βιομηχανικών προϊόντων και υπηρεσιών. Απεναντίας, εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι η μεταβίβαση δημόσιων επιχειρήσεων στο ιδιωτικό κεφάλαιο (που δεν σηματοδοτεί αύξηση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου), καθώς και η προώθηση μεγάλων δημοσίων έργων από ιδιώτες επενδυτές με μια ορισμένη μορφή ΣΔΙΤ, προκειμένου να δημιουργηθεί το πεδίο για την προσέλκυση επενδύσεων από τη διεθνή κεφαλαιαγορά. Όσοι άρα θεωρούν ότι τα τρία μνημόνια είναι αποκλειστικά και μόνον προϊόν της επιβολής των υπαγορεύσεων της ευρωζώνης μπορούν να δουν με αυτές τις τοποθετήσεις του επιχειρηματικού κεφαλαίου ότι είναι πρωτίστως η ίδια η ελληνική αστική τάξη που έχει άμεσο ταξικό συμφέρον και υποκινεί τις μνημονιακές πολιτικές.
Διαπάλη
Πώς λοιπόν η μνημονιακή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να αντιμετωπίσει αυτήν τη διπλή πρόκληση, των υπερεθνικών θεσμών και της ελληνικής αστικής τάξης (που βρίσκονται σε παραλληλία και αλληλοτροφοδότηση μεταξύ τους); Σε μια πρώτη περίπτωση, αποδεχόμενη ένα μέρος τουλάχιστον των απαιτήσεων που διατυπώνονται, προκειμένου να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση και να συνεχισθεί η εφαρμογή του τρέχοντος προγράμματος δανειοδότησης, ουσιαστικά δηλαδή θέτοντας τους πυλώνες ενός τέταρτου μνημονίου. Σ’ αυτή την περίπτωση οι κοινωνικές επιπτώσεις αυτής της υποχώρησης, πέραν του ότι θα είναι αιματηρές και αφόρητες, θα είναι δύσκολο να γίνουν αποδεκτές από το σύνολο του ΣΥΡΙΖΑ, και σε κάθε περίπτωση οξύνοντας την κοινωνική κατάσταση των λαϊκών τάξεων είναι πλέον πιθανό να οδηγήσουν σε ισχυρές μαζικές αντιδράσεις αντιμνημονιακού χαρακτήρα. Από την άλλη πλευρά, σε μια τέτοια περίπτωση, η ήδη συρρικνωμένη εκλογική εμβέλεια του ΣΥΡΙΖΑ θα οδηγηθεί πλέον σε ενδεχόμενα μονοψήφια νούμερα, με το κενό πολιτικής εκπροσώπησης να παίρνει κυριολεκτικά πρωτοφανείς διαστάσεις. Ουσιαστικά αυτό μπορεί να σηματοδοτήσει και την τελική χρεοκοπία και καταβαράθρωση του ΣΥΡΙΖΑ, όπως ακριβώς συνέβη με το ΠΑΣΟΚ στην περίοδο 2009-2015.
Στη δεύτερη περίπτωση, της άρνησης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ να προχωρήσει στην ουσιαστική αποδοχή ενός τέταρτου μνημονίου και ανάδειξης μιας ορισμένης «ρήξης» με τους θεσμούς της καπιταλιστικής διεθνοποίησης και της ελληνικής αστικής τάξης, εκ των πραγμάτων η χώρα θα οδηγηθεί σε μια εκλογική αναμέτρηση, με την πιθανότερη έκβαση της ανόδου της συντηρητικής παράταξης και των συμμάχων της στη διακυβέρνηση. Ωστόσο όμως αυτό θα αποτελέσει μια «διαφυγή σωτηρίας» για τον ΣΥΡΙΖΑ, στο βαθμό που θα επιχειρεί να εμφανισθεί ως ήπιος διαχειριστής της μνημονιακής πολιτικής έναντι του σαρωτικού νεοφιλελευθερισμού της ΝΔ, και ως υπερασπιστής μιας «ανεξάρτητης» πολιτικής προστασίας βασικών λαϊκών παραμέτρων που να μην επιδεινώνουν παραπέρα την κοινωνική κατάσταση των λαϊκών τάξεων. Σ’ αυτή την περίπτωση ο ΣΥΡΙΖΑ θα κατορθώσει προφανώς να κρατήσει σημαντικές δυνάμεις από την προηγούμενη εκλογική του επιρροή, θα επιχειρήσει να «εξαγνιστεί» από τις συνέπειες των μέτρων του τρίτου μνημονίου, θα επανασυσπειρώσει τις πολιτικές δυνάμεις που τον απαρτίζουν.
Άλλωστε, αυτός είναι και ο μόνος τρόπος για να διατηρηθεί σε λειτουργία ο αστικός διπολισμός, γιατί διαφορετικά θα καταρρεύσει, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει σε αποσταθεροποίηση και απονομιμοποίηση. Οι ενδεχόμενες νέες υποχωρήσεις της κυβέρνησης θα της αφαιρέσουν και το τελευταίο σοσιαλδημοκρατικό της χαρακτηριστικό, με αποτέλεσμα το κενό πολιτικής εκπροσώπησης να παίρνει απεριόριστα χαρακτηριστικά.
Για την Αριστερά και το εργατικό λαϊκό κίνημα στη σημερινή συγκυρία, όπου ένα τέταρτο μνημόνιο (Ελληνικό Μνημόνιο Plus) βρίσκεται στον ορίζοντα, η αποτροπή της υιοθέτησής του, είτε από τη σημερινή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είτε από μια μεθύστερη εξουσία της ΝΔ, αντιπροσωπεύει τη μέγιστη πρόκληση της περιόδου που διανύουμε. Μια ενδεχόμενη κινηματική αποτροπή ενός τέτοιου νέου μνημονίου μπορεί να θέσει στο επίκεντρο τη δυνατότητα της συνολικής ανατροπής των μνημονίων, των υπαγορεύσεων της αστικής τάξης και των υπερεθνικών ευρωπαϊκών θεσμών. Στην περίπτωση άρνησης του ΣΥΡΙΖΑ να συναινέσει σε μια τέτοια προοπτική, διευρύνονται οι δυνατότητες ηγεμονίας της Αριστεράς στον λαϊκό εργαζόμενο κόσμο. Στη δεύτερη περίπτωση αποδοχής του ΣΥΡΙΖΑ αυτών των νέων μνημονιακών ρυθμίσεων, θα ενισχυθεί η κρίση νομιμοποίησης και το κενό πολιτικής εκπροσώπησης και εναπόκειται στις αριστερές λαϊκές δυνάμεις να το καλύψουν. Αυτό είναι το κύριο πεδίο της ταξικής διαπάλης και όχι προφανώς η αναμονή για τη διάλυση της ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (η διατήρηση ή η διάλυσή τους προσδιορίζονται αποκλειστικά από τις αντιφάσεις και τους ανταγωνισμούς των ευρωπαϊκών καπιταλισμών και όχι δυστυχώς από την ανατρεπτική κίνηση των ευρωπαϊκών εργατικών τάξεων): Είτε σε αποδέσμευση από τις ευρωπαϊκές νομισματικές και οικονομικές ρυθμίσεις, είτε στο γήπεδο του ευρώ και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, το ζήτημα πρωτίστως είναι η αντιπαράθεση με την αστική πολιτική μέσα από αντικαπιταλιστικές οικονομικές τομές (ριζική αναδιανομή εισοδήματος, παύση πληρωμών του δανεισμού, γενικευμένος εργατικός έλεγχος, επαναλειτουργία εκκαθαριζόμενων επιχειρήσεων, σταθερή επιδότηση της ανεργίας κ.λπ.), και όχι η αναζήτηση «επαναθεμελιώσεων της Ελλάδας», προσδοκώμενου «επενδυτικού μπουμ» και οράματος «αναπτυξιακής άνοιξης» της εθνικής (καπιταλιστικής) οικονομίας.
(ολόκληρο στο Rproject.gr)