Έκθεση Μαριόλη και Λαπαβίτσα για τη δραχμή
Μια υποτίμηση του εθνικού νομίσματος, ας πούμε της δραχμής, για να είναι επιτυχημένη από την άποψη των δυνάμεων της εργασίας, πρέπει να συντρέχουν προϋποθέσεις. Οι προϋποθέσεις αυτές δεν είναι παίξε-γέλασε, είναι ρήξεις και διαρθρωτικές αλλαγές που εκ των πραγμάτων θα πρέπει να πλήττουν το κεφαλαιοκρατικό σύστημα στον πυρήνα του. Με άλλα λόγια, η υποτίμηση του νομίσματος θα είναι κόκκινη ή αλλιώς θα αποβεί σε βάρος των υποτελών κοινωνικών τάξεων, θα επιδεινώσει την ήδη δυσβάστακτη μείωση των μισθών και θα επιτείνει τη φτωχοποίηση των λαϊκών στρωμάτων –και μια τέτοια υποτίμηση του νομίσματος καθόλου δεν μας ενδιαφέρει.
Ωστόσο, η πρόσφατη έκθεση των συντρόφων Μαριόλη και Λαπαβίτσα, που βρίσκεται αυτές τις ημέρες στην επικαιρότητα του εξωκοινοβουλευτικού αριστερού χώρου, αποφεύγει επιμελώς να αναφερθεί σε κοινωνικές τάξεις και μιλάει για την «αποτυχία της νομισματικής ένωσης και τα δηλητηριώδη αποτελέσματα που είχε στις ευρωπαϊκές οικονομίες και κοινωνίες», ενώ θα έπρεπε να μιλήσει για τη νομισματική ένωση ως ισχυρό όπλο των αστικών τάξεων της Ευρώπης και της συμμαχίας τους για να κλείσουν σε μια ιστορική παρένθεση τα εργατικά συνδικάτα, τις πολιτικές οργανώσεις των εργαζόμενων τάξεων και το ευρωπαϊκό σοσιαλιστικό-κομουνιστικό κίνημα. Η έννοια των κοινωνικών τάξεων αναφέρεται μόνο μία φορά στο κείμενο των εκατό και κάτι σελίδων της έκθεσης και αυτό μάλιστα προκειμένου να αντιληφθεί ο αναγνώστης ότι οι εργαζόμενες τάξεις στη Γερμανία έχουν θέσει τον εαυτό τους κάτω από την ομπρέλα της αστικής τάξης. Κατόπιν τούτου, ο αναγνώστης της έκθεσης, έχοντας χάσει τις ελπίδες του για κάθε ταξική ανάλυση, καλείται από το κείμενο να βυθιστεί σε ένα θεωρητικό σχήμα όπου πρυτανεύει, όχι μεν ρητά, αλλά αρκούντως ευδιάκριτα, η έννοια της «πάλης των εθνών» –αντί της πάλης των τάξεων.
Αυτό δεν μένει χωρίς συνέπειες. Η ανάλυση του Θοδωρή Μαριόλη, χάρη στην εντιμότητα που τη διακρίνει, αναγκάζεται σε δύο τουλάχιστον σημεία να επανεισάγει την ταξική πάλη, σιωπηλά όμως και με ακραία αμηχανία: εθνικοποίηση μέρους του παραγωγικού συστήματος, διά νόμου επαναφορά της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής και μερικά άλλα. Συγκροτεί έτσι μια παράδοξη πρόταση πολιτικής, όπου η τάξη των καπιταλιστών διατηρεί μεν την ιδιοκτησία της στα μέσα παραγωγής, το διευθυντικό δικαίωμα να καθορίζει τις τιμές και τον όγκο της απασχόλησης στις μονάδες παραγωγής, πλην όμως μετατρέπεται σε μια παθητική ύπαρξη που όχι μόνο υπομένει τις αποφάσεις της αριστερής κυβέρνησης, αλλά συνεχίζει κιόλας να παράγει και να επενδύει «κανονικά».
Κεϋνσιανή πολιτική
Πώς μπορεί όμως κάποιος να ισχυριστεί κάτι τέτοιο; Μπορεί να ισχυριστεί κάτι τέτοιο εάν υιοθετήσει, όπως ο Θοδωρής Μαριόλης, μια παραδοχή που του επιτρέπει να προεξοφλεί ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα θα αυξάνονται και οι μισθοί και τα κέρδη, χάρη στη χρησιμοποίηση του παραγωγικού δυναμικού και του εργατικού δυναμικού, που σήμερα παραμένουν αχρησιμοποίητα; Με τέτοιους όρους μπορεί κάποιος να ασκήσει κεϊνσιανή πολιτική και πολιτική «εθνικής συνεννόησης». Συμβαίνει, όμως, πράγματι έτσι; Υπάρχει, άραγε, άφθονο αχρησιμοποίητο εργατικό και παραγωγικό δυναμικό;
Τέτοιο δυναμικό υπήρχε το 2012-2014, και τότε ο συλλογισμός θα ήταν ισχυρός. Έκτοτε όμως απαξιώνεται και αποσύρεται από το παραγωγικό σύστημα ένα σημαντικό μέρος του συνολικού παγίου κεφαλαίου με το οποίο μπορούμε να αυξήσουμε τον όγκο του προϊόντος. Αυτό τουλάχιστον μας δείχνουν τόσο οι υπολογισμοί του ΟΟΣΑ όσο και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (και δεν έχουμε κάποιο λόγο να αμφισβητήσουμε τους υπολογισμούς αυτούς): Η τρέχουσα παραγωγή βρίσκεται περίπου 10% κάτω από τη μέγιστη δυνατή παραγωγή που μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς να ξεφύγουν είτε τα ελλείμματα στο εξωτερικό εμπορικό ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών είτε ο πληθωρισμός. Ο Θοδωρής Μαριόλης επικαλείται μια μελέτη του Olenev, η οποία παραμένει αδημοσίευτη (εξ όσων γνωρίζω) και της οποίας επομένως δεν μπορούμε να ελέγξουμε τα πιστοποιητικά εγκυρότητας. Μέχρι τότε, είναι πολύ δύσκολο να δεχτούμε αυτό που ισχυρίζεται η αδημοσίευτη μελέτη του Olenev, δηλαδή ότι περίπου το 50% του παραγωγικού συστήματος παρέμενε αχρησιμοποίητο κατά το 2014. Ούτε είναι εύκολο να δεχθούμε την παραδοχή της έκθεσης Μαριόλη και Λαπαβίτσα ότι σήμερα το αντίστοιχο αργούν παραγωγικό δυναμικό ανέρχεται σε περίπου 30%, για τον πολύ απλό λόγο ότι το ΑΕΠ μειώθηκε στη διάρκεια της κρίσης περίπου κατά το 1/4 και το παραγωγικό σύστημα, όπως όλοι γνωρίζουν, δεν επεκτείνεται, αλλά συρρικνώνεται.
Εάν το αχρησιμοποίητο παραγωγικό δυναμικό της ελληνικής οικονομίας είναι σήμερα της τάξης του 10%, τότε μια αύξηση της ζήτησης θα μπορούσε να θέσει την ελληνική οικονομία σε μια τροχιά παρόμοια με αυτή της Κυπριακής οικονομίας, που ξεκινώντας και αυτή με ένα παραγωγικό κενό περίπου 10% θα το έχει εξαντλήσει μέσα σε δυόμισι χρόνια (πιθανότατα μέσα στο επόμενο καλοκαίρι ή το φθινόπωρο). Αυτά πάνω-κάτω είναι και τα περιθώρια που θα είχε η προτεινόμενη πολιτική από την έκθεση Μαριόλη και Λαπαβίτσα για να επιτύχει μια πολιτική με στρατηγικές αξιώσεις σε έναν βραχύ ορίζοντα που χωράνε μόνο τακτικές κινήσεις. Πολύ αργά, σύντροφοι, βρισκόμαστε ήδη σε συνθήκες πολεμικού καπιταλισμού και ο κεϊνσιανός συμβιβασμός είναι αδύνατος.
Ας προσθέσουμε σε αυτά κάτι ακόμη που δεν υπολογίζει η έκθεση. Ότι συνεχίζεται η εκροή εργατικού δυναμικού από τη χώρα, με αποτέλεσμα να μειώνεται το ποσοστό ανεργίας και να στενεύουν τα περιθώρια περαιτέρω μεγάλης μείωσης των μισθών από τους εργοδότες. Αυτό φέρνει ακόμη πιο κοντά το σημείο εξάντλησης κάθε πολιτικής win-win, κάθε περίοδο κεϊνσιανής συμφωνίας κατά την οποία μπορούν να αυξάνονται τα κέρδη, ου μην και οι μισθοί.
Ας μην έχουμε αυταπάτες λοιπόν. Η αναδιανομή υπέρ της εργασίας με εργαλείο την υποτίμηση είναι σήμερα στόχος με έντονο ταξικό περιεχόμενο, με όρους ταξικού πολέμου, αναφέρεται απευθείας στην αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας και ως εκ τούτου θα διαιρέσει στα δύο την «πατρίδα», την «κοινωνική πλειοψηφία» και τον «λαό» μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Ανασυγκρότηση
σε ταξική βάση
Ο μόνος τρόπος για να αποκτήσει νόημα η πρόταση της έκθεσης Μαριόλη και Λαπαβίτσα είναι να ανασυγκροτηθεί σε ταξική βάση, της οποίας το περίγραμμα θα μπορούσε να έχει ως εξής:
1. Θα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι η κεφαλαιοκρατική τάξη της χώρας ασκεί μια πολιτική καταστροφής των παραγωγικών δυνάμεων, επειδή αυτές, ως κεφάλαιο, δεν μπορούν να αποδώσουν την κερδοφορία που επιθυμεί η άρχουσα τάξη. Έτσι, το παραγωγικό σύστημα συρρικνώνεται και καθίσταται ανίκανο να απορροφήσει μεγάλο μέρος από την ανεργία, ακόμη και αν χρησιμοποιηθεί στο σύνολό του. Όσο περισσότερο παραγωγικό δυναμικό καταστρέφεται τόσο μεγαλύτερη και πιο δύσκολη θα είναι η προσπάθεια να μειώσουμε στη συνέχεια την ανεργία.
2. Απέναντι σε αυτή την πολιτική, οι εργαζόμενες τάξεις οφείλουν να διασώσουν το παραγωγικό δυναμικό, όχι ως ιδιοκτησία της τάξης των καπιταλιστών, αλλά ως κοινωνική ιδιοκτησία. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτό, δεν μας απομένουν άλλες επιλογές εκτός από τον δρόμο που μας δείχνει η ΒΙΟΜΕ. Θα πρέπει δηλαδή να ενθαρρύνουμε, να ενισχύσουμε και να εργαστούμε σκληρά για να περάσουν στα χέρια των ίδιων των εργαζομένων όσες επιχειρήσεις εγκαταλείπονται από τους ιδιοκτήτες τους. Επομένως, η περίπτωση της ΒΙΟΜΕ δεν αφορά μόνο τη δυνατότητα των εργαζομένων σε αυτή να απασχοληθούν και να επιβιώσουν, ούτε εξαντλείται η σημασία της στο μεγάλο συμβολικό φορτίο του εγχειρήματος. Υποδεικνύει και με ποιο τρόπο οι εργαζόμενες τάξεις θα μπορούσαν να διασώσουν ένα σημαντικό μέρος του παραγωγικού δυναμικού, προκειμένου να έχει νόημα και αποτελεσματικότητα η υποτίμηση του νομίσματος ή όποια άλλη πολιτική αύξησης της ζήτησης που θα αποσκοπούσε στη μεγέθυνση του ΑΕΠ και τη μείωση της ανεργίας. Κάθε επιχείρηση που εγκαταλείπεται από τα αφεντικά πρέπει, λοιπόν, να περνάει στα χέρια των εργαζομένων. Οι προϋποθέσεις δεν είναι λίγες. Θα πρέπει να υπάρξει συνδικαλιστική, νομική, ιδεολογική, ηθική, πολιτική και επιστημονική στήριξη των εργαζομένων που θα θελήσουν να πάρουν στα χέρια τους τις ορφανές επιχειρήσεις.
Ανάκτηση παραγωγικού
δυναμικού
Μια υποτίμηση που θα είναι επιτυχημένη για εμάς, με την έννοια ότι θα αυξήσει το ΑΕΠ, την απασχόληση και τους μισθούς, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς να θίξουμε τα ιερά και τα όσια του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής: το δικαίωμα του καπιταλιστή να διευθύνει εκείνος και μόνον εκείνος την παραγωγή, να την οργανώνει και να καρπώνεται τα οφέλη, να αποφασίζει τι και πώς θα παράγουμε εμείς, οι άμεσοι παραγωγοί, για λογαριασμό του και προς όφελός του. Προηγείται, λοιπόν, της μάχης για τα εισοδηματικά μερίδια, η οποία θα ακολουθήσει την υποτίμηση του νομίσματος, η μάχη για την ανάκτηση του παραγωγικού δυναμικού από τις δυνάμεις της εργασίας. Είναι μια μάχη που προηγείται μιας ενδεχόμενης υποτίμησης του νομίσματος και επομένως ανήκει στα άμεσα καθήκοντα των ριζοσπαστικών, αντικαπιταλιστικών δυνάμεων.
Μόνο μέσα σε ένα τέτοιο ταξικό αντικαπιταλιστικό πλαίσιο μπορούμε να μιλήσουμε όχι μόνο πολιτικά, αλλά και επιστημονικά, για τα ζητήματα στα οποία προσπαθεί να απαντήσει η έκθεση των συντρόφων Μαριόλη και Λαπαβίτσα σε κενό ταξικής πάλης.