Ο κόσμος μας δέχεται μιαν επίθεση καθοριστικής σημασίας. Οργανώνοντας τη μετάβαση προς το Μνημόνιο 4, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν θεσμοθετεί απλώς την υπερλιτότητα.
Δεσμεύει μέσα σε αυτήν όλες τις μελλοντικές εξελίξεις: θεσμοθετεί κυριολεκτικά το There is No Alternative. Στο Ασφαλιστικό, στο Φορολογικό, στις εργασιακές σχέσεις, στο υπερταμείο ιδιωτικοποιήσεων, χαράσσεται με τον πιο σκληρό τρόπο ότι η θηλιά της λιτότητας στο λαιμό της εργατικής τάξης και των λαϊκών δυνάμεων θα χαλαρώσει μόνον εάν και όταν το αποφασίσουν οι δανειστές και η ντόπια κυρίαρχη τάξη. Η εξυπηρέτηση του χρέους και η πρόσδεση στο ευρώ αναβαθμίζονται σε υπέρτατο νόμο, σε απαραβίαστο πλαίσιο. Εκτός πάλι αν οι δανειστές και η ντόπια κυρίαρχη τάξη αποφασίσουν διαφορετικά.
Τα καθήκοντα της αντιμνημονιακής ριζοσπαστικής Αριστεράς αποκτούν μέσα σε αυτό το τοπίο καθοριστική σημασία. Μέσα σε αυτά τα ιδεολογικά, τα πολιτικά, τα οργανωτικά καθήκοντα, ξεχωριστή σημασία έχει το ζήτημα των πολιτικών συμμαχιών. Γιατί ολοφάνερα συνδέεται με την ικανότητα και τη διάθεση των ευρύτερων εργατικών και λαϊκών μαζών να κλιμακώσουν τους αγώνες αντίστασής τους. Η ενότητα στη δράση της αντιμνημονιακής Αριστεράς είναι η αναγκαία συνθήκη για να ξεπεράσει η κοινωνική αντίσταση τους περιορισμούς της σημερινής συγκυρίας. Αλλά η ενότητα στη δράση δεν αρκεί: το να δημιουργηθεί ξανά ένα κύμα ελπίδας που θα μπορεί να συνεγείρει τους απλούς ανθρώπους προϋποθέτει κάτι πέρα από το να «χτυπάμε μαζί», προϋποθέτει μιαν ευρύτερη και συστηματικότερη πολιτική συνεργασία, προϋποθέτει μια μορφή «μετώπου» της Αριστεράς, που θα στηρίζεται ασφαλώς πάνω σε ένα συγκροτημένο «μεταβατικό πρόγραμμα», αλλά που επίσης θα μπορεί να συγκεντρώσει μια δύναμη αναμετρήσιμη με το καθήκον της επιβολής του προγράμματος αυτού. Αυτές οι απλές σκέψεις, που εύκολα θα συγκέντρωναν την αποδοχή μεγάλου τμήματος των αγωνιστών-τριών του κινήματος, δεν βρίσκουν αυτόματα το δρόμο προς την πρακτική υλοποίησή τους, γιατί η συζήτηση μεταξύ των οργανωμένων δυνάμεων της Αριστεράς αποδεικνύεται πιο περίπλοκη.
Το ΚΚΕ
Το ΚΚΕ, διατηρώντας έναν σημαντικό όγκο οργανωμένων δυνάμεων, δεν μπαίνει καν στη συζήτηση αυτή. Ταυτίζοντας τη μεταβατική πολιτική με την ωρίμανση μιας κάποιας «λαϊκής εξουσίας», καταλήγει να υποτιμά κάθε διεκδίκηση ενδιάμεσων στόχων, που προέκυψαν από την κινηματική εμπειρία των τελευταίων χρόνων.
Ζητήματα όπως η ανατροπή των μνημονίων, η ανατροπή της λιτότητας και του νεοφιλελευθερισμού, η διαγραφή του χρέους, η εθνικοποίηση-κοινωνικοποίηση των τραπεζών, η έξοδος από το ευρώ και η σύγκρουση με την Ευρωζώνη και την ΕΕ παραπέμπονται στις συνθήκες όπου θα είναι εφικτή η διεκδίκηση της... εργατικής εξουσίας. Ασφαλώς οι κατακτήσεις της εργατικής τάξης και του λαού είναι εφικτό να διασφαλιστούν και να πάρουν μια πιο οριστική μορφή μόνο μέσω της γενικότερης απελευθέρωσης. Όμως όλη η πείρα των 100 χρόνων που μας χωρίζουν από την Οκτωβριανή Επανάσταση διδάσκει ότι η προσέγγιση της σοσιαλιστικής ανατροπής γίνεται εφικτή μόνο μέσα από το προχώρημα των ίδιων των εργατικών και λαϊκών μαζών, μέσα από την αγωνιστική και πολιτική εμπειρία τους, προς την απόφαση και τη θέληση να πραγματοποιήσουν οι ίδιες αυτό το κολοσσιαίο έργο. Τι κάνουμε λοιπόν στο διάστημα που μεσολαβεί; Ποια είναι τα καθήκοντα, ποιες πρέπει να είναι οι διεκδικήσεις, ποια πρέπει να είναι η τακτική της κομουνιστικής Αριστεράς, μέσα σε εποχές που ο κόσμος μας δέχεται μεγάλες επιθέσεις και –παρ’ όλα αυτά– οι συνθήκες δεν είναι –ή δεν είναι ακόμα...– άμεσα επαναστατικές; Η απάντηση της μαρξιστικής παράδοσης, στηριγμένη στην πείρα της ρωσικής και γερμανικής επανάστασης, δόθηκε στο 3ο και στο 4ο Συνέδριο της Κομουνιστικής Διεθνούς: Ενιαίο Μέτωπο, μεταβατικό πρόγραμμα, μεταβατική πολιτική...
Ασφαλώς δεν πρόκειται για έτοιμη συνταγή: το μεταβατικό πρόγραμμα ήταν και είναι ένα κρίσιμο πρόβλημα συγκεκριμενοποίησης, που η Αριστερά οφείλει να απαντά με την τακτική ευελιξία που επιβάλλει η συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, αλλά ταυτόχρονα τη στρατηγική ακαμψία, την προσήλωση στο στόχο της σοσιαλιστικής απελευθέρωσης (που, π.χ., αποκλείει από τις «συμμαχίες» στο πλαίσιο του Ενιαίου Μετώπου όλες τις αστικές πολιτικές δυνάμεις, ανεξάρτητα από προσδιορισμούς –όπως δημοκρατικές, πατριωτικές κ.ο.κ.– που μπορεί συγκυριακά να τους αποδίδονται...). Το ΚΚΕ, κρατώντας την πολιτική του έξω από αυτήν τη γόνιμη αναζήτηση, δεν μένει χωρίς απάντηση στο ερώτημα «τι να κάνουμε;» μέχρι τη δημιουργία ανατρεπτικών συνθηκών. Μόνο που η απάντησή του είναι κατώτερη των περιστάσεων: περιορίζεται στην έκκληση για την ενίσχυση του κόμματος –την οργανωτική, αλλά κυρίως την εκλογική– όπως και την ενίσχυση των ιδιόμορφων «μετώπων», όπως το ΠΑΜΕ, που το κόμμα δημιουργεί γύρω από τον εαυτό του. Η τακτική αυτή δεν είναι μόνο «σεχταριστική» απέναντι στις άλλες οργανωμένες δυνάμεις της Αριστεράς, είναι κυρίως «σεχταριστική» απέναντι σε ευρύτερες εργατικές και λαϊκές διαθέσεις, είναι διστακτική και άτολμη απέναντι σε ευκαιρίες παρέμβασης και δράσης που όμως προϋποθέτουν ευρύτερη συσπείρωση. Γι’ αυτό, το κυρίαρχο χαρακτηριστικό στην πραγματική πολιτική του ΚΚΕ δεν είναι ένας μαρξίζων βερμπαλισμός, αλλά ένας βαθύς τακτικός συντηρητισμός, που –σε κρίσιμες στιγμές– απέφυγε και αποφεύγει την πραγματική αντιπαράθεση. Αυτό επικροτούν οι αστικές πολιτικές δυνάμεις και τα παπαγαλάκια τους στα ΜΜΕ όταν μιλούν για μια παραδοσιακή «σοβαρότητα» του ΚΚΕ.
Η πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έδωσε πρόσφατα στη δημοσιότητα την πρότασή της για τα αναγκαία «μέτωπα» μέσα στην περίοδο. Απ’ ό,τι φαίνεται –κυρίως από την αρθρογραφία κεντρικών στελεχών της, που «επεξηγούν» την πρόταση– χωρίζει την πολιτική συμμαχιών σε δύο τομείς: αφενός στο πολιτικό πεδίο, όπου η πρόταση εξαιρεί από τους αποδέκτες της απεύθυνσής της... το ΚΚΕ και τη ΛΑΕ. Μπορεί έτσι να γίνει κατανοητή –κάτι που ελπίζουμε να διαψευστεί– ως μια τακτική προσέλκυσης μικρότερων δυνάμεων, που θα μπορούσαν να συμπληρώνουν μιαν εικόνα «μετώπου» γύρω από τον υπαρκτό κορμό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, χωρίς όμως να διαθέτουν τη δύναμη να θέσουν σε αμφισβήτηση τη δεδομένη μέχρι σήμερα πολιτική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Πρόκειται για μια ρουτινιάρικη αντίληψη περί μιας κάποιας «διεύρυνσης» της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που είναι όμως κατώτερη των περιστάσεων. Αφετέρου στο κινηματικό πεδίο, όπου η πρόταση μοιάζει να απευθύνεται σε όλες τις δυνάμεις. Αυτό το θετικό στοιχείο θα πρέπει να προστατευθεί από μια «συγκεκριμενοποίησή του», που μπορεί να επιστρέφει στη λογική των εξαιρέσεων, μέσω μιας άκαμπτης υποστήριξης ενός «πλαισίου» στόχων και αιτημάτων που, ενώ υποστηρίζεται ως «μεταβατικό», καταλήγει να προϋποθέτει μιαν... εργατική εξέγερση. Το πρόβλημα των στόχων μιας ενότητας στη δράση οφείλει να απαντιέται με βάση τους υπαρκτούς αγώνες των μαζών σήμερα, και το «πλαίσιο» για να αποτελεί βάθρο ενότητας οφείλει να έχει την κεκτημένη συναίνεση ενός σοβαρού τμήματος των κοινωνικών-αγωνιστικών πρωτοποριών. Αλλιώς παίζουμε το blame-game (το παιχνίδι του καταλογισμού της ευθύνης) για την άρνηση της ενότητας στη δράση, στο όνομα της ενότητας στη δράση...
Μιαν ανάλογη πρόταση έχε καταθέσει η «Δικτύωση για τη Ριζοσπαστική Αριστερά». Εμείς ως ΔΕΑ, αλλά και η ΛΑΕ, έχουμε χαιρετίσει και αποδεχτεί την πρόταση αυτή, θεωρώντας ότι ανοίγει έναν θετικό δρόμο προς την ενότητα στη δράση, ακόμα και για την αναγκαία ευρύτερη πολιτική συνεργασία της αντιμνημονιακής ριζοσπαστικής Αριστεράς. Πρέπει να υποστηριχθούν όλες οι πρωτοβουλίες που οδηγούν σε έναν κινηματικό συντονισμό και μια κλιμάκωση της αντίστασης. Ταυτόχρονα πρέπει να υποστηριχθούν όλες οι πρωτοβουλίες οργάνωσης της αναγκαίας σήμερα προγραμματικής-πολιτικής συζήτησης, με στόχο την ανάδειξη ενός ενιαίου «μεταβατικού προγράμματος», που εν πολλοίς ενυπάρχει μέσα στις εμπειρίες και τις παρεμβάσεις όλων μας. Όμως αυτή η διαδικασία δεν προκύπτει αυθορμήτως, δεν αναβλύζει αυτονόητα από έναν «από τα κάτω» αυτοματισμό: χρειάζεται κοινές πολιτικές πρωτοβουλίες και αυτές με τη σειρά τους χρειάζονται μιαν ανάλογη πολιτική δέσμευση, που στις σημερινές συνθήκες πρέπει να δηλώνεται και να υποστηρίζεται ανοιχτά.
Ενότητα
Σε ό,τι μας αφορά, έχουμε από καιρό υποστηρίξει την αναφορά σε ένα «φάσμα» δυνάμεων που αρχίζει από το ΚΚΕ και φτάνει στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, περιλαμβάνοντας όλα τα τμήματα που διαχωρίστηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ σε αντιμνημονιακή βάση από το καλοκαίρι του 2015. Συμμετέχοντας στη ΛΑΕ, πάντα υποστηρίζαμε ότι η πολιτική συμμαχιών της οφείλει να ταυτίζεται με την πολιτική ενότητας στη δράση των δυνάμεων της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Μπροστά στον καλπασμό προς το 4ο μνημόνιο, οι δυνάμεις αυτές οφείλουν να συγκροτήσουν κινηματικό μέτωπο που θα λογοδοτεί στην κλιμάκωση της αντίστασης του κόσμου μας. Μπροστά στην πολιτική κρίση –που παραμένει βαθύτατη και αδιέξοδη– οι δυνάμεις αυτές –ή, έστω, ένα σοβαρό τμήμα τους– οφείλουν να δείξουν ετοιμότητα, να παρουσιάσουν εναλλακτική πολιτική πρόταση και εναλλακτικό «πόλο» συγκέντρωσης δύναμης απέναντι στο δίπολο Τσίπρας-Μητσοτάκης. Και επειδή ο πολιτικός χρόνος πιθανότατα θα αποδειχθεί βραχύτερος του αναμενομένου, οι αναγκαίες πολιτικές πρωτοβουλίες πρέπει να αναζητηθούν τώρα.