Η αξιολόγηση και το τελευταίο success story στην Αθήνα

Η αλλαγή προτεραιοτήτων γερμανικής ηγεσίας και ΔΝΤ προϊδεάζει για επέκταση του συμβιβασμού της Ουάσιγκτον και στο θέμα του χρέους

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Γιάννης Κιμπουρόπουλος

Η φετινή Πρωτομαγιά ενδέχεται να «γιορταστεί» μ’ έναν ιδιότυπο τρόπο. Με την ολοκλήρωση των συμφωνιών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ τόσο με την ευρωπαϊκή τρόικα (SMoU= Συμπληρωματικό Μνημόνιο) όσο και με το ΔΝΤ (MEFP= Μνημόνιο Οικονομικής και Δημοσιονομικής Πολιτικής). Σ’ αυτά θα συνομολογούνται, εκτός από τα προαπαιτούμενα του τρίτου μνημονίου, τα μέτρα ύψους σχεδόν 4 δισ. που απαιτήθηκαν για την de facto επέκτασή του πέραν του 2018, το 2019 και 2020. Τα μέτρα, ως γνωστόν, συμπυκνώνονται σε έναν νέο –τον 15o(!) από το 2010– γύρο περικοπών στις συντάξεις και σε μια ακόμη φορολογική αφαίμαξη στα χαμηλότερα επίπεδα των μισθωτών, μέσω της μείωσης του αφορολογήτου. Κάνουν, δηλαδή, επιδρομή στα στρώματα που υποτίθεται ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ υποσχόταν να προστατέψει με μια «ταξικά μεροληπτική» διαχείριση της λιτότητας. Η μεροληψία παραμένει, αλλά είναι κοινωνικά αντίστροφη. 
Το αφήγημα της πάση θυσία ανάπτυξης σημαίνει διατήρηση «φιλο-επενδυτικού» περιβάλλοντος, το οποίο βασίζεται κυρίως στο φτηνό εργασιακό κόστος. Αυτή είναι η μοναδική βεβαιότητα του συνδυασμού μέτρων και «αντιμέτρων» που οριστικοποιούνται αυτή την εβδομάδα με το κουαρτέτο και θα νομοθετήσει μέχρι τις 15 Μαΐου η κυβέρνηση, ώστε να φτάσει «έτοιμη» στο Eurogroup της 22/5. 
Ιούνιος, ο μήνας του ΔΝΤ
Με την επιφύλαξη απροόπτων, ο οδικός χάρτης προς την «ολική συμφωνία», που ευαγγελίζεται η κυβέρνηση, εκτείνεται μέχρι τον Ιούνιο, ώστε να περιληφθεί σ’ αυτή και το ΔΝΤ με μια απόφαση του Εκτελεστικού Συμβουλίου του για μικρό και σχετικά βραχύ δανεισμό προς την Ελλάδα. Ο χρόνος μιας θετικής απόφασης του ΔΝΤ δεν καθορίζεται μόνο από τις ανοικτές διαφωνίες του με το Βερολίνο, αλλά και από το γεγονός ότι το ίδιο έχει ορίσει ότι εντός Ιουνίου θα αποφασίσει επί εισήγησης αλλαγής στους κανόνες διάσωσης χωρών-μελών νομισματικών ενώσεων –πρακτικά της Ευρωζώνης. Δεν  αποκλείεται, λοιπόν, τότε να ληφθούν παράλληλα δύο εκ πρώτης όψεως αντιφατικές αποφάσεις: Από τη μια το ΔΝΤ να δανείσει την Ελλάδα, από την άλλη να υιοθετήσει κανόνες που επισημοποιούν το «διαζύγιο» από την Ευρωζώνη. Οπότε, μπορεί να αποδειχθεί ότι η εναλλαγή ρόλων μεταξύ ηγεσίας του ΔΝΤ και Β. Σόιμπλε στη σύνοδο της Ουάσιγκτον και στις ζυμώσεις για την αξιολόγηση δεν ήταν τυχαία, αλλά τμήμα μιας συμπεφωνημένης –αν και με πολλές επιμέρους διαφωνίες– τακτικής. 
Το ισοζύγιο της Ουάσιγκτον
Τι ακριβώς συνέβη στην Ουάσιγκτον και πώς ακριβώς επηρεάζει τις εξελίξεις περί την αξιολόγηση; 
Πρώτον, όλες οι πλευρές συμφώνησαν ότι πολιτικά είναι μονόδρομος το κλείσιμο της αξιολόγησης και η αποφυγή ενός πιστωτικού γεγονότος τον Ιούλιο στην Ελλάδα. Που σημαίνει ότι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, εκτός από ολοκλήρωση της τεχνικής συμφωνίας θα έχουμε και έγκαιρη εκταμίευση της δόσης των 7 δισ. ευρώ. Η βεβαιότητα αυτή αποτυπώνεται και στη  σημαντική μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων.
Δεύτερον, επιτεύχθηκε συμβιβασμός στο ένα σκέλος των όρων του ΔΝΤ, αυτό των πρωτογενών πλεονασμάτων μετά το 2018. Αν και το Ταμείο υπογραμμίζει με κάθε ευκαιρία την προτίμησή του σε ρεαλιστικότερα πλεονάσματα, συμβιβάζεται με υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, στο οποίο συναινεί και η κυβέρνηση, αρκεί να περιορίζεται σε 4-5 χρόνια μετά το 2019. Μείζον επιχείρημα υπέρ του συμβιβασμού ήταν και το πολυδιαφημισμένο υπερ-πλεόνασμα του 2016. 
Τρίτον, διαπιστώθηκε η σημαντική απόσταση μεταξύ ΔΝΤ και Βερολίνου στο θέμα του χρέους, παρά τις καλές πολιτικές προθέσεις των δυο πλευρών. Το ΔΝΤ επιμένει στις «λεπτομέρειες» των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης μετά το 2018, ώστε να αποφανθεί για τη μακροπρόθεσμη ή, έστω, τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους. Αυτό αναμένεται να επιλυθεί στο Eurogroup της 22ας Μαΐου, όπου ο ESM θα παρουσιάσει τη δέσμη δυνητικών παρεμβάσεων στο χρέος μετά το 2018, με «άγνωστο Χ» το αν αυτές θα περιλαμβάνουν και τα επιτόκια. 
Ο ESM «Γενικό Επιτελείο» της Ευρωζώνης
Όλα, βέβαια, εξαρτώνται από τη διαλλακτικότητα της γερμανικής ηγεσίας. Κι υπάρχουν ήδη ενδείξεις ότι θα την επιδείξει, όχι μόνο λόγω της απρόσμενης «συμπάθειας» του Β. Σόιμπλε προς την ελληνική κυβέρνηση, αλλά κυρίως λόγω αλλαγής προτεραιοτήτων: Διόλου τυχαία, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών στο περιθώριο της συνόδου του ΔΝΤ αποκάλυψε ότι το προαναγγελθέν γερμανικό σχέδιο για μετατροπή του ESM σε «Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο» επισπεύδεται. Ενώ το Φεβρουάριο το παρουσίασε ως ένα απώτερο σχέδιο, τώρα μίλησε για «βραχυπρόθεσμη» εξέλιξη. Η γερμανική ηγεσία, με δεδομένη πλέον και τη διαφαινόμενη νίκη του νεοφιλελεύθερου Μακρόν στον δεύτερο γύρο των γαλλικών εκλογών, θεωρεί ότι έχει αρκετούς και ισχυρούς συμμάχους, ώστε να δρομολογήσει –πιθανότατα μετά τις γερμανικές εκλογές– τον «απογαλακτισμό» της Ευρωζώνης από το ΔΝΤ και τη μετατροπή του ESM όχι απλώς σε «έσχατο δανειστή» κρατών και τραπεζών, αλλά σε γενικό, «ανεξάρτητο» επιτηρητή των προϋπολογισμών και των οικονομικών πολιτικών των κρατών-μελών, εκτοπίζοντας την «πολιτική» Κομισιόν σε έναν περιθωριακό, διεκπεραιωτικό ρόλο. Η επιλογή αυτή, μάλιστα, συνοδεύεται από το παράλληλο σχέδιο του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών, που έφερε ξανά στο προσκήνιο η «Süddeutsche Zeitung» (αν και πρόκειται για σχέδιο που εκκρεμεί από το 2011), για μηχανισμό συντεταγμένης χρεοκοπίας εντός Eυρωζώνης, με μηχανισμούς αυτόματους και πολιτικά στεγανούς. 
Η «σταθεροποίηση» και οι «εναλλακτικές»
Η ορατή στροφή του Βερολίνου, όχι στη στρατηγική, αλλά στις προτεραιότητες, σχετίζεται τόσο με τις εκλογικές ανάγκες του δίδυμου Μέρκελ-Σόιμπλε, όσο –και κυρίως– με τον παγκόσμιο ρόλο που αναλαμβάνει η γερμανική ελίτ ως φρουρός της θεσμικής παγκοσμιοποίησης, έναντι της απρόβλεπτης κυβέρνησης Τραμπ. Η ηγεμονία στην Ευρωζώνη είναι σταθερό υποσύνολο αυτού του ρόλου και η εξασφάλιση μιας σχετικής σταθεροποίησης και στην Ελλάδα (τώρα που όλες οι διακυβεύσεις της αξιολόγησης κρίθηκαν βάσει της κοινής γραμμής Βερολίνου-ΔΝΤ) είναι μια απαραίτητη ψηφίδα του παζλ. 
Αυτή η «σχετική σταθεροποίηση» είναι και το πλεονέκτημα που μπορεί να αποκτήσει το προσεχές διάστημα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Αν η αξιολόγηση, η εκταμίευση της δόσης, οι αποπληρωμές του Ιουλίου και η συμμετοχή του ΔΝΤ κλείσουν χωρίς άλλα «δράματα» μέχρι τον Ιούνιο, αν και η ΕΚΤ έχει επαρκείς εγγυήσεις για ένταξη των  ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, έστω στους λίγους μήνες που θα του απομένουν, η κυβέρνηση έχει την ευκαιρία να ισχυριστεί ότι «αποστολή εξετελέσθη». Και μάλιστα με απουσία κοινωνικών αντιστάσεων, που ήταν μάλλον αδιανόητη για τις προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις. Η κυβέρνηση μπορεί να αφοσιωθεί απερίσπαστη στην υλοποίηση του αφηγήματος της «ανάπτυξης» και των επενδύσεων, με βασικό μοχλό τις ιδιωτικοποιήσεις, να γίνει το τελευταίο success story της μνημονιακής παιδαγωγικής. Αν αυτό καταγραφεί, έστω και περιορισμένα, στο τέλος του χρόνου με κάποια μετρήσιμη επίδραση στην απασχόληση, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να αρχίσει να ροκανίζει τη δημοσκοπική προέλαση της ΝΔ, που άλλωστε ξεθωριάζει ως «εναλλακτική λύση», τόσο έναντι της παραπαίουσας αστικής ελίτ όσο και έναντι των απελπισμένων θυμάτων της επταετούς μνημονιακής συντριβής. Το αν τα θύματα αυτά διαθέτουν ή βλέπουν άλλη απτή, απελευθερωτική, πειστική εναλλακτική λύση είναι μια άλλη, μεγάλη και στενάχωρη, μα πολύ στενάχωρη συζήτηση…

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία