Την ώρα που ο κόσμος της εργασίας «στενάζει» υπό το βάρος επτά συναπτών ετών μνημονιακής λιτότητας και σκληρής ταξικής επίθεσης από την πλευρά του κεφαλαίου, η επικείμενη νοεφιλελεύθερη επίθεση για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, που είναι αποφασισμένη να υλοποιήσει η Κυβέρνηση, έρχεται να συνθλίψει κατακτήσεις δεκαετιών, τα «τελευταία οχυρά» που διατήρησε η τάξη μας στη διάρκεια των τελευταίων μνημονιακών ετών.
Μέσα σε αυτή τη συνθήκη, η Αριστερά –την ώρα που θα έπρεπε να μπαίνει σε μια διαδικασία οργανωτικής και πολιτικής ανασύνταξης των δυνάμεών της και οικοδόμησης μετωπικών αντιστάσεων για να μπορέσει να αναχαιτίσει τον νέο γύρο επίθεσης– εμφανίζεται αδύναμη, κατακερματισμένη και απρόθυμη –κατά ένα μεγάλο τμήμα της– να πάρει τις αναγκαίες πρωτοβουλίες, ώστε να εμπνεύσει –ξανά– τον κόσμο να μπει στη μάχη ενάντια στις νέες μνημονιακές αντιμεταρρυθμίσεις.
Εκλογές 17 Μάη
Και αυτό είναι το κορυφαίο καθήκον με το οποίο αναμετρώνται στην πράξη όλα τα πολιτικά σχέδια, τόσο σε επίπεδο κεντρικής πολιτικής αντιπαράθεσης, όσο και σε επίπεδο κοινωνικών χώρων. Όποιο σχέδιο δεν αντιλαμβάνεται αυτό το καθήκον ως κορυφαίο, ουσιαστικά επιλέγει να απέχει από την οργάνωση της κοινωνικής αντίστασης, ακόμα και όταν περιβάλλεται με το πέπλο μιας αντικαπιταλιστικής ρητορικής. Η φοιτητική εκλογική μάχη της 17ης Μαΐου αποτελεί ένα κομβικό χρονικό σημείο όπου η οι δυνάμεις της Αριστεράς καλούνται να αντιπαρατεθούν μετωπικά με τις μνημονιακές πολιτικές και όχι διασπαστικά με τον εαυτό τους. Η προσπάθεια συγκρότησης ενός μετώπου της Αριστεράς που θα αντιπαρατίθεται στις συστημικές δυνάμεις και θα απαντάει στη νεοφιλελεύθερη επίθεση στο πανεπιστήμιο είναι πιο σημαντική από ποτέ.
H φοιτητική Αριστερά θα έπρεπε, σε αυτή τη συγκυρία, αφενός να σηκώνει το βάρος της αντίστασης σε μια εκπαιδευτική αναδιάρθρωση που υλοποιείται επί σειρά ετών, με πτυχές της να έχουν ήδη εμπεδωθεί και άλλες να επιβάλλονται κλιμακωτά το τελευταίο διάστημα: τα γενικευμένα δίδακτρα στα μεταπτυχιακά, η διαρκής συρρίκνωση των φοιτητικών παροχών, το «άδειασμα» των πτυχίων από τα επαγγελματικά δικαιώματα, η διαρκής κατάρτιση και εξειδίκευση, η εντατικοποίηση, η επανειλημμένη καταπάτηση του ασύλου. Αφετέρου, μέσα από αυτή την προσπάθεια –και ενάντια σε συντεχνιακές λογικές– είναι απαραίτητη η οικοδόμηση πολιτικής εναλλακτικής της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς απέναντι στις κυβερνήσεις των μνημονίων.
Μπροστά στα αναβαθμισμένα πολιτικά καθήκοντα που ανακύπτουν από την υφιστάμενη κατάσταση, ως Κόκκινο Δίκτυο στις Σχολές θεωρούμε κοινό κτήμα των μετωπικών διεργασιών της περασμένης χρονιάς τη διαπίστωση ότι οι δικτυώσεις των ΕΑΑΚ, της ΑΡΕΝ και του ΑΡΔΙΝ είναι αυτές που μπορούν παλέψουν για τη συγκρότηση ενός μετώπου-πόλου της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στα πανεπιστήμια. Αυτή η μετωπική πολιτική μπορεί να βασιστεί σε έναν κοινό πολιτικό σχεδιασμό σύγκρουσης με τις κεντρικές αιχμές της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης και της μνημονιακής κυβερνητικής πολιτικής, ενώ, συγχρόνως, θα πρέπει να μεταφραστεί και σε κοινά συνδικαλιστικά σχήματα, δηλαδή μια νέα δικτύωση αριστερών σχημάτων που θα συγκροτείται όχι μόνο γύρω από το ερώτημα των εκλογών, αλλά με βασικό στόχο την αναζωογόνηση και επανενεργοποίηση των φοιτητικών συλλόγων, καθώς και τη συσπείρωση φοιτητών/τριών που επιμένουν αριστερά και ψάχνουν από κάπου «να πιαστούν» για να μπορέσουν να αγωνιστούν.
Όχι στον ενδοαριστερό εμφύλιο
Αυτή η πολιτική στόχευση δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί από λογικές «προσχώρησης» των διαφορετικών αντιλήψεων σε ένα μάξιμουμ πολιτικό πλαίσιο, όπως τίθεται από ορισμένο τμήμα των ΕΑΑΚ και ειδικότερα από τις δυνάμεις του ΝΑΡ και τις ΝΚΑ. Η πολιτική γραμμή «να μπείτε στην ΕΑΑΚ» δεν είναι συμβατή με την επί ίσοις όροις μετωπική συμπόρευση που εμείς υπερασπιζόμαστε, αλλά συγχρόνως είναι στην πολιτική της ουσία βαθιά προβληματική. Αφενός δεν λογοδοτεί στην πολιτική αναγκαιότητα της περιόδου και αφετέρου επιμένει να εθελοτυφλεί, μη αποδεχόμενη την αποδεδειγμένη ανεπάρκεια των σχηματισμών της φοιτητικής Αριστεράς, στην υπάρχουσα μορφή τους, να αναδιατάξουν τον συσχετισμό εντός των συλλόγων.
Με το ίδιο σκεπτικό, δεν μπορούν παρά να είναι διαλυτικές οι πρακτικές στοχοποίησης οργανώσεων της Αριστεράς και συντρόφων/φισσών. Τα πρόσφατα γεγονότα εντός των ΕΑΑΚ (στη Θεσσαλονίκη) –με απόπειρες διαγραφής από σχήματα(!), τα περιστατικά σεξιστικής βίας και τις ενδοαριστερές συγκρούσεις εντός των ΦΣ– δεν μπορούν παρά να πηγαίνουν την υπόθεση ανασυγκρότησης της Αριστεράς βήματα πίσω με κερδισμένες τις καθεστωτικές δυνάμεις (ΔΑΠ, ΠΑΣΠ, αντιδραστικά «ανεξάρτητα» μορφώματα), καθώς επίσης και την ΚΝΕ (η οποία συστηματικά μπλοκάρει την ανάπτυξη φοιτητικών κινητοποιήσεων), αλλά –πιο σημαντικά– την αποστράτευση, την αποπολιτικοποίηση και εν τέλει την αποχή. Η παγίωση μιας συνθήκης επίλυσης των ενδοαριστερών αντιπαραθέσεων με όρους φυσικής βίας μόνο αδιέξοδη μπορεί να είναι και καταδικασμένη να θέτει διαρκώς υπό διακύβευση τις προοπτικές ανασύνταξης της Αριστεράς και του κινήματος με μετωπικούς όρους.
Με το βλέμμα στραμμένο στον κοινό αντίπαλο, που δεν είναι άλλος από τις πολιτικές της λιτότητας και της μνημονικής εξαθλίωσης, τους μηχανισμούς που τις υλοποιούν (το εγχώριο μνημονιακό μπλοκ, την ΕΕ, το ΔΝΤ) και τους πολιτικούς θιασώτες τους εντός των σχολών, οι δυνάμεις της φοιτητικής Αριστεράς θα πρέπει να βαθύνουν τη μετωπική τους δράση, να την κάνουν κτήμα των φοιτητών/τριών και να προετοιμαστούν για τις επικείμενες πολιτικές μάχες, με πρώτη αυτή των επερχόμενων φοιτητικών εκλογών στις 17 Μαΐου. Η περυσινή κοινή εκλογική καταγραφή σε μια σειρά σχολών έχει σαφέστατα θετικό πρόσημο, ωστόσο είναι διακύβευμα εάν το κεκτημένο αυτό θα αποκρυσταλλωθεί και στη φετινή εκλογική μάχη και θα προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα.