ΠΣ ΛΑΕ: Οι αναγκαίες πρωτοβουλίες της Αριστεράς για μια ανατρεπτική εναλλακτική
Κομβικός ο ρόλος της ΛΑΕ
Της Μαρίας Μπόλαρη
Ο ι συνθήκες που διαμορφώνονται μετά την υπογραφή του Τσίπρα στο 4ο μνημόνιο είναι κρίσιμες. Το καθεστώς διαπραγματεύεται με τους δανειστές τη λεγόμενη «ρύθμιση» του χρέους, που οδηγεί σε δέσμευση στην πολιτική της δρακόντειας λιτότητας μέχρι το... 2060!
Οι κινητοποιήσεις ενάντια στο Μνημόνιο 4 (και μαζί οι καθημερινές «μικρές», αλλά αισθητά πιο μαζικές πρωτοβουλίες αντίστασης) δείχνουν την αναθέρμανση των αγωνιστικών διαθέσεων ενός τμήματος του κινήματος, μέσα όμως στα περιοριστικά όρια που έχει δημιουργήσει η απογοήτευση ενός πλατιού κόσμου μπροστά στη μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ.
Το ξεπέρασμα αυτού του πλαισίου είναι εφικτό, προϋποθέτει όμως, τουλάχιστον στην παρούσα φάση, την πιο σοβαρή και οργανωμένη προσπάθεια των δυνάμεων της πολιτικής Αριστεράς.
Η κατεύθυνση αυτής της προσπάθειας μπορεί να περιγραφεί εύκολα, ακόμα και από αγωνιστές-στριες με περιορισμένη πολιτική πείρα: χρειαζόμαστε ριζοσπαστική αριστερή πολιτική (πρωτοβουλίες με στόχο την ανατροπή της μνημονιακής λιτότητας, με ιεράρχηση στα ταξικά ζητήματα, στις ιδιωτικοποιήσεις, στους δημόσιους χώρους και αγαθά κ.ο.κ.) που, όμως, για να γίνουν πράξη οφείλουν να συνδυάζονται με την ενιαιομετωπική τακτική. Στην παρούσα περίοδο, το ριζοσπαστικό στοιχείο στην πολιτική είναι άρρηκτα δεμένο με το ενωτικό στοιχείο στην τακτική, είναι το αντίδοτο στο βερμπαλισμό που, στην ουσία, αναστέλλει τις κρίσιμες αποφάσεις για ένα απώτερο μέλλον.
Δυστυχώς, αυτή μοιάζει να είναι η επιλογή της ηγεσίας του ΚΚΕ και ενός σημαντικού τμήματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Υποστηρίξαμε και υποστηρίζουμε πάντα ότι η επιλογή των συμμαχιών μας οφείλει να έχει ως αναφορά το σύνολο της πολιτικής Αριστεράς, χωρίς εξαιρέσεις. Δεν έχουμε καμιά πρόθεση να υποχωρήσουμε από αυτήν τη θέση. Όμως οφείλουμε τακτικά να απαντήσουμε στο ζήτημα των συμμαχιών συνυπολογίζοντας, έστω προσωρινά, την αρνητική διάθεση αυτών των σημαντικών δυνάμεων.
Γίνεται φανερό ότι ο ρόλος της ΛΑΕ στις σημερινές συνθήκες είναι κομβικός.
Με δεδομένα στοιχεία τις οργανωμένες δυνάμεις της, το στελεχικό δυναμικό της, την πολιτική εμπειρία που «κουβαλά» από τη διαδρομή της, οφείλει να αναλάβει πολιτικές πρωτοβουλίες. Το πρόσφατο ΠΣ της ΛΑΕ αποφάσισε να προτείνει τη συγκρότηση ενός Φόρουμ Διαλόγου και Συντονισμού της ριζοσπαστικής Αριστεράς, πρόταση που απευθύνεται στις δυνάμεις που ήρθαν σε ρήξη με τη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ (Δικτύωση Ριζοσπαστικής Αριστεράς, ΑΡΚ, Ανασύνθεση ΟΝΡΑ), στις δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που θα δείξουν ενδιαφέρον, αλλά και σε άλλες δυνάμεις του χώρου της ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, με στόχο πάντα τη συμμετοχή και τη συσπείρωση ενός ανένταχτου δυναμικού, που ολοφάνερα διακρίνεται στα «γεγονότα» των κοινωνικών αντιστάσεων. Την πρόταση αυτή την υποστηρίζουμε με έμφαση. Κατά τη γνώμη μας συνδυάζεται με την εγκατάλειψη αποπροσανατολιστικών σκέψεων για συμμαχίες και σχέσεις με ομάδες και παράγοντες (που θα μπορούσαν να περιγραφούν ως «από τα πάνω και προς τα δεξιά») που είναι σε αντίφαση με τη συνειδητή προσπάθεια συγκρότησης της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Η προσπάθεια αυτή οφείλει να γίνει με άξονα και προτεραιότητα τις ανάγκες των κοινωνικών αντιστάσεων. Που δεν ταυτίζονται με τις προτεραιότητες διαμόρφωσης μιας εκλογικής συμμαχίας, αν και ολοφάνερα διαμορφώνει καλύτερους όρους αντιμετώπισης των εκλογών, όποτε και αν στηθούν οι κάλπες.
Στο ζήτημα της εκλογικής συμμαχίας, η άποψή μας παραμένει σταθερή: ένας εκλογικός «συνασπισμός» διακριτών κατά τα άλλα πολιτικών δυνάμεων, στο φάσμα από την Πλεύση Ελευθερίας ως την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, υπό συγκεκριμένες πολιτικές και προγραμματικές προϋποθέσεις, θα μπορούσε να συγκεντρώσει δύναμη, να λειτουργήσει ως εναλλακτική λύση απέναντι στο συμβιβαστικό δίπολο Τσίπρας-Μητσοτάκης.
Πέρα από το ζήτημα των συμμαχιών, η συγκυρία επιβάλλει έναν επαναπροσανατολισμό των οργανωμένων δυνάμεων της ΛΑΕ. Οι τοπικές οργανώσεις χρειάζονται προγράμματα δράσης –με αιχμή την πολιτική ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις– αλλά και την αναγνώριση της ευθύνης και της αρμοδιότητας να τα υλοποιήσουν. Στον εργατικό χώρο χρειάζεται πρωτοβουλία ανασυγκρότησης της παρέμβασης (δράσεις, Κέντρο Αγώνα κ.ο.κ.), ενώ στη νεολαία είναι εμφανής η ανάγκη πρωταρχικού συντονισμού των υπαρκτών δυνάμεων. Η παρέμβαση στο αντιφασιστικό-αντιρατσιστικό μέτωπο πρέπει να αναγνωριστεί ως υποχρέωση του όλου εγχειρήματος.
Είναι μια κατεύθυνση συνολικής πολιτικής, κινηματικής και οργανωτικής ανασύνταξης, βάζοντας στην πρώτη γραμμή τα ερωτήματα και τις ανάγκες του κόσμου μας, μέσα σε μια συγκυρία με κινδύνους αλλά και ευκαιρίες. Για την αναγκαία συσπείρωση όλου του υπάρχοντος δυναμικού είναι επίσης απαραίτητη η πιο πλουραλιστική, ανανεωμένη και με δημοκρατικό σεβασμό του συνόλου οργάνωση του δημόσιου λόγου, της πολιτικής εκπροσώπησης ενός εγχειρήματος που, αν και έχει ήδη πίσω του αρκετό χρόνο κοινής λειτουργίας, παραμένει –και σωστά κάνει– ένα εγχείρημα μετωπικού χαρακτήρα.
Συνολική ταξική απάντηση στα μνημόνια
Της Μάνιας Μπαρσέφσκι
Η πολιτική μας δουλειά δεν μπορεί να γίνεται με συνθήματα. Η επίκληση μόνο της –αναγκαίας– εξόδου από το ευρώ δεν αρκεί. Πρέπει να αναδεικνύεται η συνολική μας ταξική πρόταση και να είμαστε προσεκτικοί στους όρους που χρησιμοποιούμε. Η νεοφιλελεύθερη βαρβαρότητα που βιώνουμε έχει ήδη οδηγήσει σε εξαθλίωση πολύ μεγάλα τμήματα της κοινωνίας, και η ψήφιση του 4ου μνημονίου θα εντείνει αυτήν την εξαθλίωση δραματικά.
Η υποταγή της κυβέρνησης στις απαιτήσεις της τρόικας δεν είναι μια απλή σχέση «υπαλληλίας». Είναι ενεργητική σχέση υπηρέτησης της πλουτοκρατίας στις διεθνείς και τις εγχώριες διαστάσεις της, γι’ αυτό και ο όρος «προτεκτοράτο» δεν μπορεί να χρησιμοποιείται αβασάνιστα. Η κυβερνητική πολιτική εξυπηρετεί τα συμφέροντα όχι μόνο της διεθνούς, αλλά και της εγχώριας αστικής τάξης, που επωφελούνται από την αντικοινωνική-αντεργατική νομοθεσία και την αναδιανομή του πλούτου υπέρ των ισχυρότερων μερίδων της.
Στο πλαίσιο αυτό, ακόμη και μια «ελάφρυνση» του χρέους, που δεν είναι αδιανόητο να πετύχει σε κάποια μελλοντική στιγμή είτε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είτε η ΝΔ, δεν θα επηρεάσει προς το θετικότερο τη ζωή των λαϊκών τάξεων, οι οποίες θα εξακολουθήσουν να πλήττονται από τη σκληρή λιτότητα, τους αντεργατικούς νόμους, τις ιδιωτικοποιήσεις και τον κρατικό αυταρχισμό.
Η πρόθεση συνταγματικής μεταρρύθμισης, που συνιστά μια πρόθεση «συνταγματοποίησης» των μνημονίων και επιβολής μιας δυαδικής εξουσίας που θα λειτουργεί ως δικλίδα ασφαλείας για την εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών, αναδεικνύει τις σκληρές ταξικές συγκρούσεις που θα έχουμε μπροστά μας, ακόμη κι όταν ανατραπούν οι μνημονιακές κυβερνήσεις.
Χρέος δικό μας είναι να διευρύνουμε και να δυναμώσουμε τα μέτωπα αντίστασης, δίνοντας έμφαση στα ταξικά κινήματα που περιγράφονται από την εισηγητική πρόταση, αλλά και στα κινήματα προστασίας του δημόσιου χώρου, στους πρόσφυγες, στα κινήματα αλληλεγγύης. Σε όλα αυτά τα μέτωπα πρέπει να επιδιώξουμε να οικοδομήσουμε τις πιο πλατιές κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες, να προσπαθήσουμε στην πράξη να αντιπαλέψουμε την περιχαράκωση και το σεχταρισμό δυνάμεων της Αριστεράς.
Όμως αυτό το μέτωπο δεν μπορεί παρά να έχει αριστερό πρόσημο. Δεν μπορεί να περιλαμβάνει δυνάμεις ενός «πατριωτικού» εθνικισμού, όπως το ΕΠΑΜ, που όχι μόνο καταλήγουν σε ένα «διά ταύτα» συμμαχίας με κάποια δήθεν «πατριωτική» αστική τάξη, αλλά, με την αντιπροσφυγική και αντιμεταναστευτική ρητορική και πρακτική τους, δρουν αντικειμενικά υπέρ της ενίσχυσης της επιρροής της ακροδεξιάς και των δυνάμεων του φασισμού.
Γιατί αυτός ο κίνδυνος είναι υπαρκτός, ακόμα και στην Ελλάδα. Όχι μόνο γιατί η ακροδεξιά και ο φασισμός χρησιμοποιούν σε όλη την Ευρώπη ως όχημα τον ρατσισμό και την ισλαμοφοβία, αλλά και γιατί η αποδοχή της ΤΙΝΑ και η πλήρης προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στο νεοφιλελεύθερο στρατόπεδο έχουν δημιουργήσει μια τεράστια απαξίωση της Αριστεράς συνολικά.
Γι’ αυτό ακριβώς η έμπρακτη αλληλεγγύη στους πρόσφυγες πρέπει πάντα να περιλαμβάνεται στις προτεραιότητές μας και να έχει μια αναλυτική μορφή στις εισηγήσεις μας: αναδεικνύοντας τα γενικά χαρακτηριστικά της πάλης ενάντια στην Ευρώπη-φρούριο και τις αντιπροσφυγικές πολιτικές της κυβέρνησης και της ΕΕ, αλλά και τα καθήκοντα της συγκυρίας, όπως οι εγγραφές όλων των προσφυγόπουλων σε κανονικά σχολεία, η απόκρουση των πολιτικών αποτροπής αλλά και της προσπάθειας «γκετοποίησης» των προσφύγων.
Απέναντι σε όλα αυτά τα καθήκοντα, η βελτίωση της συλλογικής και συντροφικής μας λειτουργίας στο πλαίσιο της ΛΑΕ, η τακτική και ουσιαστική λειτουργία των οργάνων και των ΠΕ, η εκφώνηση από μια πλειάδα στελεχών μας ενός δημόσιου πολιτικού λόγου που θα αναδεικνύει το κοινό έδαφος των συγκλίσεών μας στη συλλογική μας πρόταση, η αποφυγή κάθε είδους προσωποκεντρισμού και ηγεμονισμών, είναι απαραίτητα στοιχεία για να αποκτήσουμε εκείνη την «ψυχή βαθιά» που θα δώσει τέλος στην αποστράτευση, την απογοήτευση και στο αίσθημα αδιεξόδου που έσπειρε η μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ και η λογική της ΤΙΝΑ.
Πρωτοβουλίες με επιμονή στο βραχύ χρόνο, οικοδόμηση στο μακρύ χρόνο
Του Χρίστου Τουλιάτου
Η ψήφιση του 4ου μνημονίου ολοκληρώνει έναν κύκλο. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ψήφισε αντιλαϊκά μέτρα υποτίθεται ως αντάλλαγμα για να λάβει «αντίμετρα» και ελάφρυνση του χρέους. Οι εξελίξεις στο τελευταίο Eurogroup δείχνουν ότι είναι πιθανό να μην μπορεί να στηρίξει σοβαρά αυτό το αφήγημα. Κάτι που θα επιτείνει την πολιτική φθορά και την κοινωνική δυσαρέσκεια απέναντί της.
Ο ΣΥΡΙΖΑ το αντιλαμβάνεται αυτό και επιχειρεί να συγκροτήσει ένα νέο κοινωνικό, πολιτικό και εκλογικό μπλοκ για να συντηρηθεί ως ο ένας πόλος του μνημονιακού δικομματισμού. Υιοθετεί σταδιακά το μνημονιακό πρόγραμμα και υπερασπίζεται πιο επιθετικά αναδιαρθρώσεις, ιδιωτικοποιήσεις υποδομών και το ξεπούλημα δημόσιων χώρων ως μοχλούς για τον «εκσυγχρονισμό», την «ανάπτυξη» και την «παραγωγική ανασυγκρότηση». Προσπαθεί να ανασυστήσει τον «κεντροαριστερό» μνημονιακό συστημικό πόλο συγκροτώντας νέες κοινωνικές συμμαχίες με αστικά και μικροαστικά στρώματα, προβάλλοντάς ως το μη χείρον βέλτιστον απέναντι στον Μητσοτάκη σε πληττόμενα λαϊκά στρώματα, ρίχνοντας γέφυρες με τη σοσιαλδημοκρατία στην Ευρώπη και εγχώρια.
Απέναντι σε όλα αυτά, οι κινηματικές αντιδράσεις είναι δυστυχώς ακόμα ανεπαρκείς και το πλήγμα στο ηθικό του αγωνιζόμενου κόσμου από τη στροφή του 2015 παραμένει. Όμως, το πρόσφατο αγωνιστικό διήμερο (17-18/5) έδειξε ότι ένα μεγαλύτερο δυναμικό κινητοποιείται ξανά. Το ίδιο δείχνει και η σχετική επανασυσπείρωση ενός πρωτοπόρου κομματιού σε γειτονιές, η ανασύσταση και ίδρυση πρωτοβουλιών, η παρέμβαση σε μέτωπα (πλειστηριασμοί, Φιλαδέλφεια κ.λπ.).
Πρέπει να μας είναι καθαρό βέβαια ότι ο δρόμος ούτε εύκολος θα είναι ούτε γρήγορος. Αν δεν προβάλει με μαζικό τρόπο και αξιοπιστία μια εναλλακτική κοινωνική Η ψήφιση του 4ου μνημονίου ολοκληρώνει έναν κύκλο. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ψήφισε αντιλαϊκά μέτρα υποτίθεται ως αντάλλαγμα για να λάβει «αντίμετρα» και ελάφρυνση του χρέους. Οι εξελίξεις στο τελευταίο Eurogroup δείχνουν ότι είναι πιθανό να μην μπορεί να στηρίξει σοβαρά αυτό το αφήγημα. Κάτι που θα επιτείνει την πολιτική φθορά και την κοινωνική δυσαρέσκεια απέναντί της.
Στο φόντο αυτό, τα καθήκοντά μας είναι αυξημένα. Στον βραχύ χρόνο πρέπει να συνεχίσουμε να επιμένουμε σε πρωτοβουλίες κοινής δράσης στο κίνημα και σε πολιτικές πρωτοβουλίες για τη συγκρότηση μιας αξιόπιστης, ριζοσπαστικής και ενωτικής μετωπικής συσπείρωσης δυνάμεων ενάντια στα μνημόνια, τη λιτότητα, το ευρώ και την ΕΕ. Να επιμένουμε παρά τις καταστροφικές σεχταριστικές λογικές άλλων δυνάμεων (ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ). Αυτό σημαίνει δουλειά στο πρόγραμμα, νέα φυσιογνωμία παρέμβασης, νέα πρόσωπα με κριτήριο εκπροσώπησης κοινωνικών υποκειμένων στα οποία αναφερόμαστε και πολιτικό πλουραλισμό. Σε μακρύτερο χρόνο, σημαίνει επιμονή στην κοινωνική και πολιτική οικοδόμηση, μια διαδικασία που συμβάλλει και στα άμεσα καθήκοντα, αλλά και στο γενικότερο καθήκον ανάταξης και ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής Αριστεράς μετά την ήττα του 2015. Και γι’ αυτό χρειάζεται επιμονή στη δουλειά στο εργατικό κίνημα, με φροντίδα στα πρωτοβάθμια σωματεία και προσπάθεια συγκρότησης ενός ενωτικού κέντρου αγώνα, ενωτικές πρωτοβουλίες στις γειτονιές στα πολλαπλά μέτωπα που ανοίγουν (πλειστηριασμοί, ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ.) και συγκρότηση αριστερών ενωτικών και ριζοσπαστικών δημοτικών σχημάτων, μετωπικές πρωτοβουλίες στη νεολαία (φοιτητικό κίνημα, νεολαία της επισφάλειας και της ανεργίας).
Ο Κέινς είχε πει ότι μακροπρόθεσμα θα είμαστε όλοι νεκροί και έκανε τη διάκριση βραχέος και μακρού χρόνου στα αστικά οικονομικά. Αυτή τη διάκριση, που από παλιότερα στην Αριστερά ορίζαμε ως διάκριση τακτικής και στρατηγικής. Στόχος μας πρέπει να είναι η διαρκής αμφίδρομη σχέση τους, η μία να υπηρετεί την άλλη. Για να είμαστε αποτελεσματικοί σήμερα και να υπηρετούμε τους μεγάλους στόχους μας.
Για την κοινωνικο-πολιτική ενότητα της ριζοσπαστικής Αριστεράς
Της Μαριάνας Τσίχλη
Η ψήφιση του 4ου μνημονίου σταθεροποιεί περαιτέρω το πολιτικό σκηνικό και παρέχει πολιτικό χρόνο στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Για τις δυνάμεις της Αριστεράς είναι μια κρίσιμη περίοδος, καθώς διακυβεύονται η μακροπρόθεσμη σταθεροποίηση της πολιτικής σκηνής, η περαιτέρω αρνητική μετατόπιση του συσχετισμού δύναμης αλλά και μια εξέλιξη συνολικότερης οριοθέτησης της Αριστεράς.
Σε αυτές τις συνθήκες, είναι αναγκαία η ενότητα των δυνάμεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς, με στόχο τη συμβολή στην ανάπτυξη λαϊκών αντιστάσεων, τη συγκρότηση οργανικών σχέσεων με τον κόσμο στους κοινωνικούς χώρους αλλά και την προβολή, με μαζικό και λαϊκό τρόπο, του μεταβατικού προγράμματος εργατικής διεξόδου από την κρίση. Μια τέτοια πολιτική είναι η μοναδική που μπορεί να σπάσει την απογοήτευση και την αίσθηση ότι οι αγώνες δεν μπορούν να έχουν αποτελέσματα.
Η ενότητα δράσης στο μαζικό κίνημα και η ενιαιομετωπική παρέμβαση στους κοινωνικούς χώρους είναι απολύτως αναγκαίες. Ιδιαίτερα στο εργατικό κίνημα, πρέπει να διαμορφωθεί ένας διακριτός ταξικός πόλος, που θα βάζει αναβαθμισμένο αγωνιστικό σχεδιασμό, θα πιέζει τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και θα παίρνει αυτοτελείς πρωτοβουλίες. Που θα βάζει αιτήματα σύγκρουσης με τις κεντρικές αιχμές της αστικής στρατηγικής, χωρίς όμως να τίθεται ως προαπαιτούμενο η συμφωνία σε μια συνολικότερη πολιτικοϊδεολογική κατεύθυνση. Αντίστοιχα, είναι κρίσιμη η κοινή παρέμβαση της ριζοσπαστικής Αριστεράς αλλά και η κοινή πολιτική λειτουργία των διαφορετικών τάσεων και δικτύων στους χώρους της νεολαίας, ιδιαίτερα της φοιτητικής.
Χωρίς όμως τη συγκρότηση και ενός πολιτικού μετώπου της Αριστεράς, οι προσπάθειες για την ανάπτυξη κοινωνικών αγώνων θα προσκρούουν διαρκώς στους εκβιασμούς των μνημονιακών δυνάμεων. Ένα τέτοιο μέτωπο θα πρέπει να οικοδομηθεί στη βάση του μεταβατικού προγράμματος, με την επίγνωση ότι η εφαρμογή του απαιτεί μεγάλες συγκρούσεις και πρέπει να βασίζεται στη διαρκή λαϊκή κινητοποίηση για να προχωρήσει και να ανοίξει δρόμους για ευρύτερες ανατροπές. Τον πυρήνα ενός τέτοιου μετώπου μπορούν να αποτελούν μόνο οι δυνάμεις της Αριστεράς, αφού δεν μπορεί να περιλαμβάνει τμήματα της αστικής τάξης ή των ανώτερων μικροαστικών στρωμάτων, υπό το πρίσμα μιας «διαταξικής» ανάπτυξης ή παραγωγικής ανασυγκρότησης.
Σήμερα υπάρχουν οι δυνάμεις που απαιτούνται για τη συγκρότηση ενός τέτοιου κοινωνικοπολιτικού μετώπου αλλά και η αναγκαία πολιτική συμφωνία στις βασικές προγραμματικές παραμέτρους. Σε μια τέτοια κατεύθυνση μπορούν να συμμετέχουν η ΛΑΕ, δυνάμεις που ήρθαν σε ρήξη με τον ΣΥΡΙΖΑ (Δικτύωση Ριζοσπαστικής Αριστεράς, Ανασύνθεση ΟΝΡΑ, ΑΡΚ κ.ά.), η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, εφόσον επανεξετάσει την κατεύθυνση του σεχταρισμού και της περιχαράκωσης που έχει επιλέξει, αλλά και η Πλεύση Ελευθερίας, υπό την προϋπόθεση της συμφωνίας στους κεντρικούς άξονες του προγράμματος. Υπ’ αυτή την έννοια, το πρόβλημα δεν έγκειται στην έλλειψη πολιτικής συμφωνίας, αλλά στην έλλειψη βούλησης, ιδιαίτερα των δυνάμεων που θέτουν ως προαπαιτούμενο πολιτικής συνεργασίας τη συμφωνία σε όλο το εύρος της ιδιαίτερης πολιτικοϊδεολογικής τους αντίληψης. Τα αποτελέσματα των λογικών αυτών έχουν φανεί κεντρικοπολιτικά, αλλά και σε επιμέρους χώρους, όπου η υπονόμευση της κοινής παρέμβασης οδήγησε στη συνολικότερη υπονόμευση των πολιτικών δυνατοτήτων για τις δυνάμεις της Αριστεράς.
Σε αυτή την κατεύθυνση, είναι θετική η απόφαση του Πολιτικού Συμβουλίου της ΛΑΕ για την προώθηση της ενότητας στο μαζικό κίνημα και στους κοινωνικούς χώρους και κυρίως για τη διαμόρφωση σταθερού και συγκροτημένου φόρουμ διαλόγου και κοινής δράσης των δυνάμεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Αυτή η απόφαση πρέπει να μετασχηματιστεί σε άμεση πολιτική πρωτοβουλία καλέσματος των δυνάμεων που προαναφέρθηκαν, για τον από κοινού σχεδιασμό μιας παρέμβασης στα μέτωπα και στους κοινωνικούς χώρους και για τη διερεύνηση του βαθμού προγραμματικών συγκλίσεων.
Η καθυστέρηση και η απροθυμία ορισμένων δυνάμεων διευκολύνουν τη σταθεροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ και την ανασυγκρότηση των δυνάμεων της Δεξιάς. Με αυτή την έννοια, πρέπει να ληφθούν άμεσες πολιτικές πρωτοβουλίες με όσες δυνάμεις υποστηρίζουν αυτή την κατεύθυνση.