Η Αριστερά πρέπει ν’ αλλάξει πολλά
Η ολοκλήρωση των φετινών φοιτητικών εκλογών δεν επιφύλαξε ιδιαίτερες εκπλήξεις. Με μικρές διακυμάνσεις, οι δυνάμεις σχεδόν στο σύνολό τους διατήρησαν τα ποσοστά τους, με τη ΔΑΠ-ΝΔΦΚ να οδηγεί για ακόμη μία χρονιά την κούρσα, την ΠΚΣ να διαφυλάσσει την περυσινή της δυναμική και να παραμένει στη δεύτερη θέση, την ΠΑΣΠ να σημειώνει οριακή άνοδο, το BLOCO (νεολαία ΣΥΡΙΖΑ) να καθηλώνεται κάτω από το 2%.Τα ψηφοδέλτια της Αριστερής Ανατρεπτικής Συνεργασίας ΕΑΑΚ-ΑΡΕΝ-ΑΡΔΙΝ διατήρησαν μια δυναμική της τάξης του 7,5%, ποσοστό που κάλλιστα θα μπορούσε να είναι το διπλάσιο εάν ένα κομμάτι των ΕΑΑΚ δεν είχε απορρίψει την κοινή καταγραφή και δεν είχε επιλέξει την αυτοτελή κάθοδο «της ανεξάρτητης αντικαπιταλιστικής Αριστεράς». Συντριπτική υπήρξε φυσικά η εκτίναξη της αποχής, που τα τελευταία χρόνια οι ανοδικές τάσεις της συνίστανται σε χιλιάδες ψήφους. Από την άλλη δεν μπορεί παρά να είναι ανησυχητική η ανάδυση ολοένα και περισσότερων ανεξάρτητων μορφωμάτων σε μια σειρά συλλόγων και μάλιστα με σημαντική καταγραφή σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. Νομική Αθήνας), που φιλοδοξούν να εκπροσωπήσουν όλο το ρεύμα της αποστροφής προς τον φοιτητικό συνδικαλισμό και τη συλλογική δράση.
Όλα τα παραπάνω συνθέτουν ένα διόλου ευνοϊκό τοπίο, μέσα στο οποίο θα πρέπει η φοιτητική Αριστερά να διασφαλίσει ότι την επόμενη ημέρα θα εξακολουθεί να υπάρχει συλλογική έκφραση των φοιτητών, συνδικαλιστική παρέμβαση εντός και εκτός των αμφιθεάτρων και να επανακατοχυρώσει το χαρακτήρα του πανεπιστημίου ως χώρου ασύλου, συλλογικών πρακτικών και κοινωνικών αγώνων. Αυτή η πολιτική στοχοθεσία υποδεικνύει και συγκεκριμένα καθήκοντα στη στρατηγική της φοιτητικής Αριστεράς.
Το πρώτο επικεντρώνεται στα περιεχόμενα και τις κατευθύνσεις που θα πρέπει να εντάσσει στην πολιτική της ατζέντα η φοιτητική Αριστερά. Η χάραξη της όποιας ριζοσπαστικής αριστερής πολιτικής δεν μπορεί να παραγνωρίζει την αναγκαιότητα της πάση θυσία συγκρότησης αντιστάσεων στην κλιμακούμενη μνημονιακή επίθεση που ωθεί στην εξαθλίωση τη συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων και της νεολαίας, αλλά στις μορφές με τις οποίες αυτή εξειδικεύεται στο εσωτερικό του πανεπιστημίου, με την υποχρηματοδότηση και την εκτίναξη του κόστους σπουδών (το οποίο επωμίζονται αποκλειστικά οι φοιτητές/τριες και οι οικογένειές τους), την αναδιάρθρωση των προγραμμάτων σπουδών και των πτυχίων στην κατεύθυνση της «διά βίου» εξειδίκευσης-επανακατάρτισης και του κατακερματισμού των επαγγελματικών δικαιωμάτων, την ενίσχυση της ανταποδοτικότητας, τη σκληρά εντατικοποιημένη και πειθαρχημένη φοιτητική καθημερινότητα, την ποινικοποίηση της συνδικαλιστικής έκφρασης και δράσης. Γύρω από αυτά τα υπαρκτά καθημερινά προβλήματα του κόσμου των συλλόγων θα πρέπει να συγκροτείται η ριζοσπαστική αριστερή απάντηση, που όμως θα πρέπει να αποφύγει να διολισθήσει στην παγίδα τόσο της συντεχνιακής και φοιτητοκεντρικής λογικής όσο και της αυτοαναφορικής επίκλησης μιας γενικόλογης αντικαπιταλιστικής ανατροπής που δεν αναγνωρίζει κανένα καθήκον στο σήμερα.
Το δεύτερο αφορά στις πρακτικές και τα μέσα που οφείλει να αξιοποιήσει η φοιτητική Αριστερά στο πλαίσιο της συνδικαλιστικής της παρέμβασης και της προσπάθειας αναδιάταξης του συσχετισμού εντός των ΦΣ. Στο ερώτημα «ποια είναι τα εργαλεία» που θα επιτρέψουν στην Αριστερά να επανέλθει στο προσκήνιο και στη συνείδηση των φοιτητών με ευνοϊκότερους όρους, ξεδιπλώνονται αρκετές διαφορετικές προσεγγίσεις, με ορισμένους συντρόφους/φισσες να θεωρούν ότι πρέπει να κηρύξουμε την «πτώχευση» και την ανεπάρκεια των παραδοσιακών συνδικαλιστικών πρακτικών και να κινηθούμε σε μια τροχιά αναζήτησης και εξεύρεσης νέων μορφών παρέμβασης (όπως οι αυτοδιαχειριζόμενοι χώροι, η οικοδόμηση πολιτιστικού αντιπαραδείγματος μέσω φεστιβάλ και πολιτιστικών εκδηλώσεων κ.ο.κ.). Ως Κόκκινο Δίκτυο στις σχολές θεωρούμε ότι όχι μόνο δεν έχει επέλθει ο κορεσμός των αγωνιστικών πρακτικών που παραδοσιακά επιστράτευε το φοιτητικό και το συνδικαλιστικό κίνημα για να επιβάλουν τις διεκδικήσεις τους και να αναχαιτίσουν τις κυρίαρχες πολιτικές (Γενικές Συνελεύσεις, καθημερινή παρέμβαση και μοιράσματα στα αμφιθέατρα, καταλήψεις, συμμετοχή σε διαδηλώσεις και απεργιακές κινητοποιήσεις στο πλευρό των εργαζομένων κ.ο.κ.), αλλά αντίθετα είναι η εγκατάλειψη σε μεγάλο βαθμό αυτών των πρακτικών τα τελευταία χρόνια –και ιδιαίτερα από τη μνημονιακή προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ και εξής– που οδήγησε στη σταδιακή αποσυλλογικοποίηση των φοιτητικών χώρων και δυσχέρανε τους όρους συζήτησης της Αριστεράς στο εσωτερικό τους.
Τέλος, στο επίκεντρο της όποιας συζήτησης για την ανασύνταξη των δυνάμεων της φοιτητικής Αριστεράς θα πρέπει να βρίσκεται η αναγκαιότητα μετωπικής πολιτικής και της μέγιστης δυνατής συσπείρωσης δυνάμεων, όχι ως αυταξία ούτε με αυτοσκοπό την εξασφάλιση μιας καλύτερης εκλογικής καταγραφής, αλλά ως αναγκαίο βήμα για την από κοινού απεύθυνση στον κόσμο των σχολών που δίνει τον καθημερινό αγώνα των σπουδών και της επιβίωσης και εξακολουθεί να αναζητεί απαντήσεις και κατευθύνσεις, παρότι προς το παρόν απογοητεύεται μη διακρίνοντας κάποια εναλλακτική. Η διαδικασία αυτή θα πρέπει να εμπλέξει εκείνες τις δυνάμεις της φοιτητικής Αριστεράς που αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα απάντησης στο σήμερα και έχουν σαφή προσανατολισμό αντίθεσης στις πολιτικές λιτότητας και μνημονίων που επιβάλουν κυβέρνηση-ΕΕ-ΔΝΤ και στα αναδιαρθρωτικά μέτρα που προωθούνται στην εκπαίδευση, ενώ θα πρέπει να εδράζεται πάνω σε ένα πλαίσιο μίνιμουμ πολιτικής συμφωνίας. Οι δικτυώσεις των ΕΑΑΚ, της ΑΡΕΝ και του ΑΡΔΙΝ, που αποδεδειγμένα είναι αυτές που μπορούν να παίξουν ρόλο σε αυτήν τη διαδικασία, θα πρέπει να συστηματοποιήσουν και να βαθύνουν την κοινή τους δράση και πρακτική και να θέσουν πλέον με σαφή και εξωστρεφή τρόπο ως στρατηγικό τους στόχο την επανεμφάνιση ενός αριστερού ριζοσπαστικού ρεύματος εντός των ΦΣ και την ενιαία πολιτική του έκφραση στο πλαίσιο ενός νέου συνδικαλιστικού υποκειμένου, μιας νέας δικτύωσης της φοιτητικής Αριστεράς, που θα εξειδικεύεται σε «ένα σχήμα ανά κοινωνικό χώρο».
Η περίοδος δεν μας επιτρέπει την πολυτέλεια του χρόνου. Οι δυσκολίες είναι υπαρκτές, δεν λείπουν όμως και οι προοπτικές. Είναι στοίχημα για τη φοιτητική Αριστερά να επαναφέρει το φοιτητικό κίνημα στο δρόμο στο πλάι των εργαζομένων, να εμπνεύσει ξανά τον κάθε φοιτητή και την κάθε φοιτήτρια να μπει στους κοινωνικούς αγώνες που ήδη υπάρχουν –έστω και αναιμικά– και παλεύουμε ώστε να γιγαντωθούν το επόμενο διάστημα.