Το μίσος τους για τους εργατικούς αγώνες και τα συνδικάτα απέδειξαν ξανά οι υπόδικοι εγκληματίες της Χρυσής Αυγής. Με τη γνώριμη τακτική των μηνύσεων και των ερωτήσεων στη Βουλή, πρόσφατα, επιτέθηκαν στην ΠΟΣΠΕΡΤ και στο Συνδικάτο του ΙΓΜΕ.
Στις 29/5 πραγματοποιήθηκε η ακροαματική διαδικασία για την αγωγή που κατέθεσε η Χ.Α. εναντίον της ΠΟΣΠΕΡΤ και του προέδρου της Παναγιώτη Καλφαγιάννη, ζητώντας από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών να καταδικάσει την ΠΟΣΠΕΡΤ με χρηματική ποινή 5.000 ευρώ και τον πρόεδρό της με προσωποκράτηση ενός έτους! Η απόφαση αναμένεται να δημοσιευτεί σύντομα.
Η ναζιστική συμμορία αντέδρασε με αυτό τον τρόπο στην πρόσφατη απόφαση της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Προσωπικού Επιχειρήσεων Ραδιοφωνίας-Τηλεόρασης να πραγματοποιείται στάση εργασίας κάθε φορά που προγραμματίζεται η προβολή εκδήλωσης ή ομιλίας στελέχους της Χρυσής Αυγής από την ΕΡΤ, ώστε να μην προβάλλεται ο ρατσιστικός και μισαλλόδοξος λόγος της.
Ο Μιχαλολιάκος και τα πρωτοπαλίκαρά του, στριμωγμένοι από την απουσία τηλεοπτικού βήματος για τις εμετικές φιέστες τους, επιχειρούν να εκφοβίσουν τους εργαζόμενους της ΕΡΤ. Τα σωματεία του Τύπου, η ΑΔΕΔΥ, το ΕΚΑ, η Γ’ ΕΛΜΕ και αντιρατσιστικές κινήσεις στάθηκαν στο πλευρό της ΠΟΣΠΕΡΤ, η οποία σε ανακοίνωσή της μετά το δικαστήριο, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Δεν θα σταματήσουμε να υπερασπιζόμαστε τη δικαίωση των θυμάτων της εγκληματικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής, τη δημοκρατία και την ελευθεροφωνία και δεν θα επιτρέψουμε το διχασμό, την ξενοφοβία, τη ρητορική μίσους και μισαλλοδοξίας που πρεσβεύει με το λόγο και τις πράξεις της η ναζιστική Χρυσή Αυγή».
Στο μεταξύ, η Χ.Α., αξιοποιώντας τα προνόμια της λειτουργίας της με το μανδύα πολιτικού «κόμματος», κατέθεσε στη βουλή ερώτηση με την οποία στρέφεται ενάντια στο Συνδικάτο Εργαζομένων του ΙΓΜΕ και μάλιστα σε μια στιγμή που, λόγω της κυβερνητικής αδιαφορίας, οι εργαζόμενοι στο Ινστιτούτο είναι απλήρωτοι εδώ και δύο μήνες και το ΙΓΜΕ σχεδόν δεν λειτουργεί.
Συγκεκριμένα, σε ερώτηση βουλευτή της Χ.Α. που υποβλήθηκε στις 10 Μάη, κατηγορείται το Συνδικάτο των εργαζομένων στο ΙΓΜΕ για «άσκηση και επιδίωξη μικροκομματικών συμφερόντων ιδιοτελών συνδικαλιστών» και ερωτάται ο αρμόδιος υπουργός εάν «έχει την πρόθεση η Πολιτεία και εάν ναι, με ποιόν τρόπο, να απαλλάξει από τα ευτελή μικροπολιτικά συνδικαλιστικά μικροσυμφέροντα το ΙΓΜΕ, προκειμένου αυτό να επιτελεί απερίσπαστο το σημαντικό για την Εθνική Οικονομία έργο του».
Όπως καταγγέλλεται στην ομόφωνη απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των εργαζομένων του ΙΓΜΕ, «η φασιστική παρέμβαση της Χ.Α. για μια ακόμη φορά αποκάλυψε το δήθεν αντισυστημικό πρόσωπό της και αντιπαρατέθηκε με τα συνδικάτα. Δεν μας εκπλήσσει το μίσος που έχει ενάντια στα Συνδικάτα, διότι το έχει ξανακάνει στο παρελθόν και το Συνδικάτο μας την κατήγγειλε σαν μια εγκληματική οργάνωση που φτάνει ακόμα και στη δολοφονία όσων αντιστέκονται και αγωνίζονται για τα εργασιακά τους δικαιώματα, αποδεικνύοντας ότι είναι το μακρύ χέρι των εργοδοτών».
Παράλληλα με τις επιθέσεις στα αγωνιστικά σωματεία και τους μαχητικούς συνδικαλιστές, η εγκληματική συμμορία συνεχίζει τις απόπειρες να «πατήσει πόδι» στο συνδικαλιστικό κίνημα, μέσω της στήριξης δικών της (φιλοεργοδοτικών) ψηφοδελτίων σε σειρά από χώρους. Για την ώρα όμως, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων οι προσπάθειες αυτές συναντούν τη μαζική άρνηση από τους ίδιους τους εργαζόμενους και τις συλλογικές τους διαδικασίες. Μετά το συνέδριο του ΕΚΑ και τις εκλογές στο Σύλλογο Εργαζομένων του Δήμου Θεσσαλονίκης, και η Γ.Σ. της Ένωσης Προσωπικού Πρακτορείων Εφημερίδων Αθηνών απέκλεισε πριν λίγες μέρες το φασιστικό ψηφοδέλτιο από τις εκλογές του Σωματείου.
Μακρύ χέρι των εργοδοτών
Οι προκλητικές ενέργειες της Χ.Α. ενάντια στα συνδικάτα και τους εργαζόμενους αποκαλύπτουν τον παραδοσιακό ρόλο των φασιστών, που λειτουργούν σαν «μακρύ χέρι» του κεφαλαίου και μπράβοι των εργοδοτών, ως τελευταία εφεδρεία του συστήματος απέναντι στο οργανωμένο εργατικό κίνημα και την Αριστερά.
Ωστόσο, δεν είναι μόνο ο πυρήνας της φασιστικής ιδεολογίας που αποθρασύνει τους νεοναζί της Χ.Α., οι οποίοι το τελευταίο διάστημα επαναφέρουν σποραδικά και τα τάγματα εφόδου τους στο δρόμο. Ο δημόσιος λόγος και η πολιτική πρακτική των mainstream πολιτικών δυνάμεων (όπως και στην περίπτωση των προσφύγων) ενισχύουν την αυτοπεποίθηση των νεοναζί. Στην εποχή της ακραίας νεοφιλελεύθερης επίθεσης και του ξηλώματος των εργατικών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων μέσω των απανωτών μνημονίων, στην εποχή που ολόκληρο το αστικό μπλοκ κατασυκοφαντεί τους «τεμπέληδες συνδικαλιστές» και μιλά για «απεργίες που διώχνουν τις επενδύσεις», στην εποχή που το μιντιακό κατεστημένο «δικαιώνει» και «αγιοποιεί» μετά θάνατο τον Κων. Μητσοτάκη, οι Κασιδιάρηδες βρίσκουν «νομιμοποίηση» για να στραφούν κατά όσων αγωνίζονται ενάντια στην πολιτική της ευρωλιτότητας και των ιδιωτικοποιήσεων και τα όργανα εκπροσώπησής τους.
Γι’ αυτό και η εκδίωξη των χρυσαυγητών από τους χώρους δουλειάς και τα συνδικάτα, από τις σχολές και τις γειτονιές μας, είναι μια κρίσιμη μάχη που απαιτεί όλα τα μέσα: αφενός, μαζικές κινητοποιήσεις απομόνωσης των φασιστών και αφετέρου, «θεσμικές» νίκες όπως το μπλόκο στις εκλογές των σωματείων και η καταδίκη των δολοφόνων και των καθοδηγητών τους στην πολύκροτη δίκη, που συνεχίζεται. Είναι μια μάχη που εντάσσεται στο συνολικότερο αγώνα ενάντια στα μνημόνια της εργασιακής εκμετάλλευσης, ενάντια στις απάνθρωπες συνθήκες εξαθλίωσης και αποκλεισμού των προσφύγων και των ντόπιων φτωχών.