Η τριτοβάθμια εκπαίδευση πρόκειται για ακόμα μία φορά να γίνει το «πειραματόζωο» των μνημονιακών πολιτικών και οι αντίπαλες παρατάξεις του νεομνημονιακού δικομματισμού επιδίδονται σε μια κακόγουστη αντιπαράθεση γύρω από κάποιες «δημοκρατικοφανείς» μεταρρυθμίσεις που φέρεται ότι θα εμπεριέχει το νομοσχέδιο Γαβρόγλου, αδιαφορώντας για τα ζωτικά προβλήματα της υποχρηματοδότησης και της υποστελέχωσης των ΑΕΙ και ΤΕΙ καθώς και για την κατεύθυνση πλήρους ευθυγράμμισης με τις νεοφιλέλευθερες ευρωπαϊκές ντιρεκτίβες για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, με τις οποίες άλλωστε συμφωνούν.
Τα βασικά σημεία
του νομοσχεδίου
Σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του υπουργού, το νομοσχέδιο αποτελεί «μια ολοκληρωμένη θεσμική παρέμβαση στην οργάνωση των ΑΕΙ» με γνώμονα τον «δημοκρατικό, αποτελεσματικό, σύγχρονο και ανοιχτό ως προς την κοινωνία τρόπο διοίκησης των ΑΕΙ». Ωστόσο αυτός ο ισχυρισμός είναι τόσο αμφίσημος (άραγε με ποιο κριτήριο κρίνεται η αποτελεσματικότητα ενός μοντέλου διοίκησης;) που καταλήγει «αδειανό πουκάμισο», όταν εξετάσει κανείς τα πιο συγκεκριμένα σημεία του νομοσχεδίου.
Η κυβέρνηση και το Υπουργείο Παιδείας εντέχνως δίνουν τη μεγαλύτερη έμφαση στις δημοκρατικοφανείς διατάξεις του νομοσχεδίου, όπως η –κουτσουρεμένη– επαναφορά του ασύλου, η κατάργηση των αντιδραστικών συμβουλίων ιδρύματος (τα οποία ήταν διεκδικήσεις των φοιτητικών κινητοποιήσεων και ως τέτοια μπορούν να είναι ευπρόσδεκτα) και η αντικατάστασή τους από τα Πρυτανικά Συμβούλια, ενώ ακόμα προβλέπεται η δημιουργία των περιφερειακών Ακαδημαϊκών Συμβουλίων Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας, τα οποία θα ορίζονται απευθείας από το υπουργείο και θα είναι υπεύθυνα για τη συνολική λειτουργία και σχεδιασμό των ιδρυμάτων κάθε διοικητικής περιφέρειας, συμπεριλαμβανομένης της εξεύρεσης οικονομικών πόρων, το οποίο στην πραγματικότητα αναιρεί τη λειψή δημοκρατία που φαίνεται ότι διέπει τις προηγούμενες διατάξεις, ενώ ταυτόχρονα «αφαιρεί» –έστω σταδιακά– την υποχρέωση της χρηματοδότησης από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Η δεύτερη έμφαση της κυβέρνησης είναι η επαναφορά της φοιτητικής συμμετοχής στα όργανα διοίκησης με τέτοιο τρόπο που δεν αφήνει ουσιαστικά περιθώριο στους/τις φοιτητές/τριες να έχουν κανένα λόγο στις κρίσιμες αποφάσεις, αφού το ποσοστό συμμετοχής σε κανένα όργανο δεν ξεπερνά το 20%. Επιπλέον, παρότι φαίνεται εκ πρώτης όψεως να είναι μια δημοκρατική αλλαγή, αφενός δημιουργείται ο κίνδυνος δημιουργίας νέων πελατειακών σχέσεων μεταξύ φοιτητών (κυρίως των συστημικών φοιτητικών δυνάμεων της ΔΑΠ και της ΠΑΣΠ) και συγκεκριμένων καθηγητών, ενώ αφετέρου –και πιο σημαντικό– δεν λαμβάνει υπόψη την πραγματικότητα της παράλυσης των φοιτητικών συλλόγων και των δημοκρατικών συλλογικών διαδικασιών τους (κάτι που αποτυπώθηκε και στην τεράστια αποχή στις πρόσφατες φοιτητές εκλογές) και συνεπώς αφήνει πρακτικά αδιάφορη την πλειοψηφία των φοιτητών/τριών. Στην παρούσα συγκυρία, κάτι τέτοιο θα βάλει ένα ακόμη λιθαράκι στην απονέκρωση και αποπολιτικοποίηση των φοιτητικών συλλόγων και στη θεσμική ενσωμάτωσή τους σε έναν τεχνοκρατικό και διαχειριστικό ρόλο.
Η τρίτη έμφαση της κυβέρνησης υποτίθεται ότι είναι η απαλλαγή των Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών (ΠΜΣ) από τα δίδακτρα, τα οποία στο σχέδιο νόμου ονομάζονται «τέλη φοίτησης» από τα οποία θα απαλλάσσονται (με εντολή του υπουργού) όσοι και όσες δεν υπερβαίνουν –ατομικά ή οικογενειακά– «το 70% του εθνικού διαμέσου ισοδύναμου εισοδήματος», το οποίο ορίζεται στα 11.000 ευρώ, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Αυτό σημαίνει ότι οι υπόλοιποι/ες θα πληρώνουν κανονικά για τις μεταπτυχιακές τους σπουδές, χωρίς να γίνεται αναφορά στο ποιο θα είναι αυτό το κόστος. Εδώ έχουμε να κάνουμε με συνειδητή κοροϊδία από την πλευρά της κυβέρνησης, δείγμα του πολιτικού αμοραλισμού των κυβερνώντων.
Τα σημεία όπου πάλι τεχνηέντως οι κυβερνητικοί εκπρόσωποι δεν δίνουν ιδιαίτερη έμφαση –δεν θα μπορούσαν άλλωστε, αν θέλουν να διατηρήσουν με κάποιο τρόπο το δικαίωμα να χρησιμοποιούν τον όρο «αριστερά»– είναι η οικονομική αυτοτέλεια των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων που, με δεδομένη την άθλια οικονομική κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει μετά τις μνημονιακές περικοπές που τα τελευταία εννιά χρόνια αγγίζουν το 80%, θα σημαίνει την εξεύρεση οικονομικών πόρων από την αγορά και συνεπώς τη μεγαλύτερη εμπλοκή της επιχειρηματικής δραστηριότητας –και κερδοφορίας– στη λειτουργία των ΑΕΙ και ΤΕΙ, τόσο στην οργάνωση των προγραμμάτων σπουδών όσο και στα ερευνητικά προγράμματα.
Επίσης, θεσμοθετείται πιστοποίηση –για όσους/ες δεν μπορούν να ολοκληρώσουν έναν τετραετή ή πενταετή κύκλο σπουδών– για διετείς κύκλους σπουδών, που πρακτικά ανοίγει το δρόμο και στην τυπική διάσπαση των ενιαίων πτυχίων (συνεπώς και των ενιαίων συλλογικών επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων). Ακόμα εντείνει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στα χαμηλόμισθα μέλη του διδακτικού προσωπικού, με την παροχή «ευκαιριών» συμπληρώματος του χαμηλού μισθού τους μέσα από την παροχή επιστημονικού έργου στα ΠΜΣ.
Οι νεοφιλελεύθεροι
και η απάντηση της Αριστεράς
Οι πολιτικοί εκπρόσωποι του νεοφιλελεύθερου ταλιμπανισμού –βασικά η ΝΔ του Κ. Μητσοτάκη, αλλά και το Ποτάμι– έχουν ξεσπαθώσει ενάντια στο νομοσχέδιο με αιχμή τους «αναχρονισμούς» του θεσμού του ασύλου, της φοιτητικής συμμετοχής και της κατάργησης των αυταρχικών συμβουλίων διοίκησης. Καθόλου δεν εκπλήσσει η γραμμή της αντιπολίτευσης, που ουδέποτε έκρυψε τη βαθιά της προσήλωση στις πιο σκληρές νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις, όπως επίσης πρέπει να είναι καθαρό ότι η αντίθεση της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στο νομοσχέδιο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ταυτίζεται με αυτή της ΝΔ, αντίθετα πρέπει να την έχει και αυτή στο στόχαστρο.
Το πρόβλημα με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο είναι ότι είναι ευθυγραμμισμένο με τις νεοφιλελεύθερες ευρωπαϊκές οδηγίες, που θέλουν ένα πανεπιστήμιο για λίγους, πλήρως εναρμονισμένο με τις ανάγκες κερδοφορίας της αγοράς και των επιχειρήσεων. Την ίδια στιγμή, ακόμα και η ψευδεπίγραφη «δημοκρατικότητα» που επικαλείται ο Κ. Γαβρόγλου και διάφοροι φιλοκυβερνητικοί αρθρογράφοι, δεν έχει να πει τίποτα απολύτως για τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι φοιτητές/τριες και οι εργαζόμενοι/ες στα πανεπιστήμια, τα οποία δεν είναι άλλα από την εξοντωτική υποχρηματοδότηση και υποστελέχωση των ελληνικών πανεπιστήμιων, καθώς και τα ολοένα πιο εντατικά προγράμματα σπουδών που κάνουν την καθημερινότητα των φοιτητών/τριών λάστιχο.
Η πηγή του προβλήματος είναι οι δημοσιονομικοί περιορισμοί των μνημονίων και η αποπληρωμή ενός δυσβάσταχτου και άδικου χρέους. Οποιαδήποτε πολιτική θέλει να υπερασπιστεί το δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και την ποιότητα τόσο των σπουδών όσο και των συνθηκών φοίτησης και εργασίας μέσα στα πανεπιστήμια, οφείλει αναγκαστικά να βάλει στο στόχαστρο τα μνημόνια και τις πολιτικές λιτότητας.