Ο ι πολιτικές προτεραιότητες κυβέρνησης και δανειστών φαίνεται να συμπίπτουν περισσότερο από ποτέ.
Ο τρόπος που έκλεισε η δεύτερη αξιολόγηση, έπειτα από το πολύμηνο παζάρι, οι εύθραυστες ισορροπίες μεταξύ Βερολίνου και ΔΝΤ, αλλά και Βερολίνου-Παρισιού που αποτυπώνονται στις λεκτικές ακροβασίες της δήλωσης του Eurogroup, καταδεικνύουν ότι η περίφημη «πολιτική βούληση» κυριάρχησε στις αποφάσεις. Έστω κι αν τα κίνητρα της «πολιτικής βούλησης» κάθε πλευράς είναι διαφορετικά και, σε αρκετές περιπτώσεις, αντιτιθέμενα.
Για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ανοίγει ένα παράθυρο ευκαιρίας να διαμορφώσει μια συνθήκη «επιστροφής στην κανονικότητα» και να επιχειρήσει ανάκτηση δυνάμεων. Έχει την πιθανότητα να είναι η κυβέρνηση που θα πιστωθεί την τυπική έξοδο από τα μνημόνια. Με δεδομένο ότι το τίμημα αυτής της εξόδου είναι βαρύτατο και πληρώνεται κυρίως από τα φτωχότερα στρώματα, τα οποία τη στήριξαν με την προσδοκία του «τέλους της λιτότητας», η κυβέρνηση ρίχνει όλο το βάρος της στην παραγωγή ενός ισχυρού αντισταθμίσματος που συμπυκνώνεται σε μια μόνο λέξη: «ανάπτυξη».
Καμιά πρωτοτυπία, θα πείτε. Δεν έχει υπάρξει κυβέρνηση, ανεξαρτήτως πολιτικο-ιδεολογικής απόχρωσης, που να μην ορκίζεται σ’ αυτήν. Κι οι ίδιοι οι δανειστές, εφόσον επιλέγουν να κλείσει η «μνημονιακή εποχή» της Ευρωζώνης με το τελευταίο και καταϊδρωμένο ελληνικό «successstory», θέλουν να δουν επιτέλους, δίπλα στους αριθμούς των πρωτογενών πλεονασμάτων, θετικά πρόσημα στους ρυθμούς μεταβολής του ελληνικού ΑΕΠ. Θέλουν να αποφύγουν τη ρετσινιά ενός οκταετούς φιάσκου.
Η τρίτη αξιολόγηση
Η απόφαση του Eurogroup, πέρα από τους πολλαπλούς πολιτικούς συμβιβασμούς που ενσωματώνει, κάνει μια σαφή στροφή από τη μονοδιάστατη δημοσιονομική προσαρμογή, που αθροίζεται από το 2010 μέχρι και το 2018 σε λιτότητα περίπου 70 δισ., σε κάποιου τύπου αναπτυξιακή πολιτική. «Τι τύπου» είναι το ένα ερώτημα, και «πόσο αναπτυξιακή» θα είναι πράγματι, το δεύτερο.
Την πλήρη απάντηση θα την έχουμε στην τρίτη αξιολόγηση, περί τον Οκτώβριο, στο πλαίσιο της οποίας οι δανειστές φιλοδοξούν να ολοκληρώσουν τη στρατηγική του βίαιου οικονομικού και κοινωνικού μετασχηματισμού της χώρας με νέες, μόνιμες «μεταρρυθμίσεις». Μια ιδέα για τις προτεραιότητές τους δίνει έκθεση του ESM που δημοσιοποιήθηκε περίπου ταυτόχρονα με την τελευταία συνεδρίαση του Eurogroup: Οι τεχνοκράτες του ESM υποδεικνύουν μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων και των κόκκινων επιχειρηματικών δανείων που φρενάρουν τις ιδιωτικές επενδύσεις, απαγκίστρωση των ιδιωτικοποιήσεων και του νέου Υπερταμείου από «πολιτικές επιρροές», σύστημα δικαιοσύνης και δημόσια διοίκηση «πιο φιλικά προς την ανάπτυξη και τις επενδύσεις».
Κοντά σ’ αυτά, οφείλουμε να προσθέσουμε τον επόμενο γύρο παρεμβάσεων στα εργασιακά από τη σκοπιά των «επενδυτών» (διαιτησία, τρόπος λήψης απόφασης για απεργία, κωδικοποίηση εργασιακής νομοθεσίας κ.ά.). Εν ολίγοις, παλιά και νέα γενιά «μεταρρυθμίσεων» συγκροτούν ένα πλαίσιο ταξικής μεροληψίας υπέρ της εγχώριας επιχειρηματικής ελίτ, έστω κι αν ένα μεγάλο μέρος της υποκαθίσταται πλέον από νέους και κυρίως «ξένους» ιδιοκτήτες της παραγωγικής βάσης της χώρας, ελέω ιδιωτικοποιήσεων ή κόκκινων δανείων. Αυτή, άλλωστε, η υποκατάσταση δεν φαίνεται διόλου να θίγει τον «εγωισμό» της ελληνικής ολιγαρχίας, που έχει αποφασίσει ότι το μέλλον της εξαρτάται από «σχέσεις εμπιστοσύνης με την παγκόσμια επενδυτική κοινότητα». Όπως διακηρύσσει ο πρόεδρος του ΣΕΒ Θ. Φέσσας, στο εξής «κάθε αξιόλογη επένδυση είναι εθνικός στόχος».
Η «ρήτρα ανάπτυξης»…
Μέχρι εδώ περιγράφεται μια παραδοσιακή, νεοφιλελεύθερης κοπής συνταγή ανάπτυξης που βασίζεται στα κλασικά υλικά: ευνοϊκή φορολογία, διοικητικά προνόμια, φθηνό και ευέλικτο εργατικό δυναμικό, πάμφθηνα περιουσιακά στοιχεία, δημόσια και ιδιωτικά, πλήρως απελευθερωμένες αγορές, με υποχρεωτική απόσυρση του κράτους από τα τελευταία πεδία στα οποία διατηρεί μια παρουσία.
Από κει και πέρα αρχίζουν οι ιδιαιτερότητες του «αναπτυξιακού» μοντέλου που προωθούν οι δανειστές και αποδέχεται με ζήλο η κυβέρνηση. Με κυριότερη το γεγονός ότι η όποια ανάπτυξη, από τώρα και για τις πολλές επόμενες δεκαετίες, προορίζεται να εξυπηρετεί κατά προτεραιότητα το χρέος. Κι αυτό, χάρη στον υπό διαμόρφωση μηχανισμό που θα συνδέει το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ με το κόστος αποπληρωμής του χρέους. Προβλήθηκε ως μείζων καινοτομία και «κατάκτηση» η συμπερίληψη στην απόφαση του Eurogroup της λεγόμενης γαλλικής πρότασης, η οποία όμως είναι εξίσου γερμανική: τα μέτρα αναδιάρθρωσης του χρέους (επιμηκύνσεις, μειώσεις επιτοκίων κ.λπ.) να αυξομειώνονται ανάλογα με τις αναπτυξιακές επιδόσεις. Δηλαδή, σε περίπτωση υψηλής ανάπτυξης θα αυξάνεται το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, ενώ σε περίπτωση χαμηλής ανάπτυξης ή ύφεσης θα μειώνεται.
Μακροπρόθεσμα, ένας τέτοιος μηχανισμός –που στις λεπτομέρειές του θα τον μάθουμε αργότερα– θα παράγει στασιμότητα ή ύφεση. Διότι στην πραγματικότητα, σε συνάρτηση με την υποχρέωση της χώρας να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα περίπου 2% για τις επόμενες τέσσερις δεκαετίες, θα καταστέλλει κάθε αναπτυξιακή ικμάδα. Ουσιαστικά, απαγορεύει στη χώρα να συσσωρεύει και να επανεπενδύει παραγωγικά πλεονάσματα, αφού, όποτε αυτά προκύπτουν, θα απορροφώνται από υψηλότερες απαιτήσεις αποπληρωμής χρέους. Κι όταν οι εγχώριες ή διεθνείς συνθήκες προκαλούν στασιμότητα ή ύφεση στην οικονομία, οι αποπληρωμές χρέους θα μειώνονται μεν ελαφρά, αλλά θα εξυπηρετούνται από τις σάρκες της οικονομίας, αφού αποθέματα ασφαλείας δεν θα υπάρχουν ή θα τα έχει καταπιεί το υποχρεωτικό πλεόνασμα. Ο μηχανισμός μπορεί να εξελιχθεί σε σπιράλ ύφεσης.
…και η αναπτυξιακή επιτροπεία
Πέρα από τη δαιμόνια ρήτρα ανάπτυξης, η απόφαση του Eurogroup περιγράφει ένα ιδιότυπο καθεστώς αναπτυξιακής επιτροπείας στην οποία υποβάλλεται η οικονομία. Οι έστω περιορισμένες ευχέρειες διαμόρφωσης ενός μετριοπαθούς σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης με βάση τις εγχώριες ανάγκες και ιδιομορφίες, και κυρίως η πρόκληση ενός «σοκ δημοσίων επενδύσεων» με συγκέντρωση όλων των διαθέσιμων πόρων, παραδίδονται σε ένα καθεστώς συνδιαχείρισης με τους δανειστές. Υπό την επιτήρηση της Κομισιόν και χωρών που θα προσφέρουν «τεχνική βοήθεια», τίθεται η διαχείριση όχι μόνο των κοινοτικών πόρων, αλλά και κάθε άλλης εναλλακτικής χρηματοδότησης από κονδύλια άλλων διεθνών φορέων όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ), εθνικές αναπτυξιακές τράπεζες ή η Παγκόσμια Τράπεζα, βάσει ενός σχεδίου δανεισμού υπέρ της απασχόλησης που κάηκε ταχύτατα μέσα στον επικοινωνιακό κυβερνητικό ζήλο.
Ανάλογη τύχη έχει και το σχέδιο δημιουργίας Αναπτυξιακής Τράπεζας. Η υιοθέτησή της από τους δανειστές και το Eurogroup σηματοδοτεί και το τέλος της όποιας αυτονομίας της πριν καν συγκροτηθεί. Ενώ δεν έχει αποσαφηνιστεί πώς, ποιοι και πόσα θα εισφέρουν στο μετοχικό της κεφάλαιο, ήδη προδιαγράφεται ο μη δημόσιος χαρακτήρας της. Κι αυτό γιατί, βάσει του σχεδιασμού των δανειστών, πυρήνα της θα αποτελέσει πιθανότατα το Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης (ΕΤΑΝ), μια αμιγώς κρατική δομή διαχείρισης εθνικών και κοινοτικών πόρων σήμερα, που προορίζεται για μερική ή ολική ιδιωτικοποίηση μέσω της συνεργασίας της –τεχνικής και χρηματοδοτικής– με τις αντίστοιχες αναπτυξιακές τράπεζες της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Βρετανίας. Χαρακτηριστική λεπτομέρεια του σχεδιασμού είναι ότι ο υποψήφιος γερμανός εταίρος της ελληνικής Αναπτυξιακής θα είναι η KFW, η τράπεζα μέσω της οποίας η Γερμανία συμμετέχει στο δανεισμό της Ελλάδας. Το κραυγαλέο της σύγκρουσης συμφερόντων που προκύπτει δεν πέρασε από κανενός το μυαλό…
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι μια ανάπτυξη στοχοπροσηλωμένη στην εξυπηρέτηση του αβίωτου χρέους είναι εξ ορισμού υπονομευμένη και, στο βαθμό που και για όσο θα επιτυγχάνεται, οδηγεί σε μια οικονομία ετερόφωτη και δορυφορική. Μια επενδυτική αποικία της Ευρωζώνης.