Μια εξαιρετική συζήτηση είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν όσοι βρέθηκαν στον Πολυχώρο «Κομμούνα» την Τετάρτη 6 Σεπτέμβρη. Οι σύντροφοι Άχμεντ Σόκι και Σάρον Σμιθ, από την International Socialist Organization συνομίλησαν με το κοινό της κατάμεστης αίθουσας για τις εξαιρετικής σημασίας πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις στις ΗΠΑ.
Ο Άχμεντ αναφέρθηκε στο σοκ που αποτέλεσε η νίκη Τραμπ («προετοιμαζόμασταν για μήνες για το πώς θα αντισταθούμε σε μια επερχόμενη κυβέρνηση Δημοκρατικών» είπε), το αίσθημα κατάθλιψης που προκάλεσε η είδηση της νίκης του, αλλά και το πώς αυτό το αίσθημα γρήγορα έδωσε τη θέση του σε μια αναζωογόνηση της αντίστασης: Οι μεγάλες διαδηλώσεις τη μέρα της ορκωμοσίας του, οι θηριώδεις πορείες γυναικών, η μάχη σε όλα τα αεροδρόμια των ΗΠΑ ενάντια στην απαγόρευση μετακίνησης μουσουλμάνων. Ωστόσο, σημείωσε πως παράλληλα με την αναζωογόνηση της αντίστασης, υπήρξε και η αναζωογόνηση μιας Νέας Δεξιάς. Πρώτη φορά, σημείωσε, στις δεκαετίες που ζει στις ΗΠΑ, βλέπει μια ακροδεξιά με τόση αυτοπεποίθηση, τέτοια οργανωτική ανάπτυξη, μια ακροδεξια που επιπλέον έχει κάποιους δικούς της ανθρώπους στο Λευκό Οίκο.
Σύγκρουση
Στη συνέχεια παρουσίασε τη διαδρομή της σύγκρουσης με την ακροδεξιά. Περιέγραψε τους δύσκολους πρώτους μήνες, όταν οι φασίστες επιχείρησαν να πατήσουν πόδι σε παραδοσιακά προοδευτικές περιοχές όπως το Μπέρκλεϊ ή η Βοστώνη, συνάντησαν περιορισμένη αριθμητικά αντίσταση και ανέπτυξαν δολοφονική δράση η οποία είχε προκαλέσει φόβο ακόμα και στις οργανωμένες δυνάμεις να κινητοποιηθούν. Ακολούθησε το σημείο καμπής στο Σάρλοτσβιλ, όπου οι ακροδεξιοί παρουσίασαν ανοιχτά το αποκρουστικό τους πρόσωπο: Αντισημιτικά συνθήματα, παρέλαση με αναμμένες δάδες, δολοφονική επίθεση στους αντιφασίστες διαδηλωτές. Ο Άχμεντ εκτίμησε ότι υπερεκτίμησαν τις δυνατότητές τους, και μετά από το Σάρλοτσβιλ η απάντηση του κινήματος ήταν σαρωτική: «Μερικές μέρες μετά, στο Σαν Φρανσίσκο, στο Μπέρκλεϊ, στη Βοστώνη, τους εξαφανίσαμε με την οργανωμένη απάντησή μας». Μετά από την ανατιφασιστική απάντηση, η ακροδεξιά αναδιπλώνεται στις περιοχές του Νότο όπου παραδοσιακά έχει επιρροή, αλλά όπως είπε ο Άχμεντ, «είμαστε ακόμα στην αρχή».
Συνοψίζοντας την πόλωση, αναφέρθηκε και στο πόσο σκληρή θα είναι η ερχόμενη περίοδος (με τον Τραμπ στο Λευκό Οίκο, με ενισχυμένη ακροδεξιά), αλλά και στο πόσο μεγάλες δυνατότητες ανοίγονται για την Αριστερά (με όλες τις οργανώσεις της να αναπτύσσονται οργανωτικά).
Η Σάρον περιέγραψε πως μετά από χρόνια υποχώρησης της Αριστεράς, επέλασης του νεοφιλελευθερισμού και δεξιάς μετατόπισης των Δημοκρατικών, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα οργανωτικότητας στην Αριστερά και τα κινήματα στις ΗΠΑ. Ως παράδειγμα ανέφερε τις Γυναικείες Πορείες, που ενώ ήταν από τις πολυπληθέστερες κινητοποιήσεις μετά από πάρα πολλά χρόνια, δεν είχαν καμιά απολύτως συνέχεια. Ως απάντηση σε αυτό το πρόβλημα, η ISO προτείνει το σύνθημα «Χτίστε την Αριστερά, Παλέψτε τη Δεξιά», που η μετάφρασή του στην πρακτική είναι το Ενιαίο Μέτωπο που επιχειρεί να εμπλέξει τις ευρύτερες δυνατές δυνάμεις σε συστηματική, οργανωμένη πάλη. Αφού περιέγραψε τον τρόμο ως το μεγαλύτερο πρόβλημα στη φάση της ανόδου της ακροδεξιάς επιθετικότητας), εξήγησε πώς μετά το Σάρλοτσβιλ οργανώθηκε η μαζική, ενωτική απάντηση (με την εμπλοκή δεκάδων κοινωνικών και πολιτικών οργανώσεων), που κινητοποίησε απλό εργατικό κόσμο στις αντιφασιστικές διαδηλώσεις και διαπαιδαγωγεί μια νέα γενιά στο να οργανώνεται και να νικά τους φασίστες.
Ένα σημείο που απασχόλησε ιδιαίτερα τη συζήτηση ήταν η κρίση της κυβέρνησης Τραμπ και το κατά πόσο αυτός είναι απομονωμένος από την αστική τάξη, το κράτος, το κόμμα του -θέματα για τα οποία υπάρχουν διαφωνίες και μέσα στις οργανώσεις της Αριστεράς. Και ο Άχμεντ και η Σάρον ανέδειξαν τους τρόπους με τους οποίους η συμπεριφορά του Τραμπ δημιουργεί προβλήματα στην ίδια την άρχουσα τάξη, και τις προσπάθειες αστικών ΜΜΕ κ.λπ. να παίρνουν αποστάσεις από τις μεγαλύτερες χοντράδες του (όπως ο όψιμος «αντιφασισμός» τους μετά τη δολοφονία στο Σάρλοτσβιλ, τη στιγμή που ο Τραμπ, όπως επεσήμανε ο Άχμεντ απαντώντας σε σχετική ερώτηση, δεν έπαιζε καν με τη θεωρία των δύο άκρων, αλλά πριμοδοτούσε ανοιχτά το δεξί άκρο).
Αυτό που μένει να φανεί, και αποτέλεσε αντικείμενο διαφορετικών εκτιμήσεων, είναι κατά πόσο (και για πόσο) η αστική τάξη θα συνεχίσει να ανέχεται τις «τρέλες του» όσο η ίδια κερδοφορεί, ή αν (και πόσο σύντομα) θα κρίνει πως αποτελεί πλέον πρόβλημα για την ίδια και θα πρέπει να απαλλαγεί από αυτόν, όπως συνέβη με τον Νίξον τη δεκαετία του ‘70. Επίσης ζήτημα είναι και το κατά πόσον θα είναι πρόθυμη να πληρώσει το πολιτικό τίμημα μιας τέτοιας διαδικασίας (και πάλι σε αντιστοιχία με το πώς το σκάνδαλο Watergate του Νίξον προκάλεσε μια γενικότερη πολιτική περιπέτεια για τον αμερικανικό καπιταλισμό).
Στις ερωτήσεις που ακολούθησαν, αναπτύχθηκε προβληματισμός και για το ταξικό ζήτημα στις ΗΠΑ, όπου περιγράφηκε η δραματική επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης τα τελευταία χρόνια, ακόμα και εν μέσω μείωσης της ανεργίας: Από τη μία το εργατικό κίνημα δείχνει αδύναμο να αντεπιτεθεί, μετά από δεκαετίες ηττών που έχουν κάνει «συνήθεια» το να μην διεκδικεί κανείς περισσότερα, αλλά από την άλλη η κατάσταση είναι τόσο εκρηκτική, που και οι δύο ομιλητές συμφώνησαν πως κάποια στιγμή «όλο αυτό θα εκραγεί», κάνοντας ξεχωριστή αναφορά στο ζήτημα της δημόσιας υγείας, όπου η απειλή κατάργησης ακόμα και του λειψού Obamacare πυροδοτεί μια ευρεία συζήτηση για την ανάγκη δημόσιας, δωρεάν ασφάλισης για όλους.
Προοπτικές
Απαντώντας σε ερώτηση για το ΛΟΑΤ κίνημα και τη σύνδεσή του με τα άλλα κινήματα, εξηγήθηκε πως υπάρχουν στην ουσία «δύο ΛΟΑΤ κινήματα»: ένα δεμένο στο άρμα των Δημοκρατικών κι ένα μαχητικό, αριστερόστροφο που χτίζεται από τα κάτω. Αλλά ήταν κοινή παραδοχή ότι ιδιαίτερα στην νέα γενιά, εγκαταλείπεται ο παλιός κατακερματισμός σε «θεματικά» κινήματα, κι αναπτύσσεται εντυπωσιακή αλληλεγγύη μεταξύ αγωνιστών των διάφορων κοινωνικών κινημάτων και η αίσθηση πως «ο αγώνας σου είναι και δικός μου».
Αρκετές ερωτήσεις εστίασαν στο ζήτημα της πολιτικής απάντησης: Η επιλογή ψήφου στη Χίλαρι, οι προοπτικές μιας ανεξάρτητης από τους Δημοκρατικούς Αριστεράς, το ενιαίο μέτωπο ως πιο συστηματική επιλογή κ.λπ. Οι σύντροφοι εξήγησαν πόσο εύκολο τους ήταν να αρνηθούν τη ψήφο στη Χίλαρι («προσωποποίηση όλων των κακών του νεοφιλελευθερισμού») ακόμα και μπροστά στην απειλή Τραμπ, ότι ήταν πιο δύσκολη η επιλογή τους να μην στηρίξουν τον Σάντερς (εξηγώντας πως η επιλογή να κατέβει με το Δημοκρατικό Κόμμα ήταν εξαρχής καταδικασμένη), και την ανάγκη να προχωρήσει η προσπάθεια για μια ανεξάρτητη Αριστερά.
Αφενός, τόνισαν, το Ενιαίο Μέτωπο που πέτυχε στις αντιφασιστικές δράσεις του καλοκαιριού, θα πρέπει να συστηματοποιηθεί και να διευρυνθεί ώστε να υπάρξει μια μονιμότερη και πιο γενικευμένη αντίσταση. Αφετέρου, υπάρχουν δυνατότητες το «ρεύμα Σάντερς» να τροφοδοτήσει μια ανασύνταξη της ριζοσπαστικής Αριστεράς και μια ρήξη με το Δημοκρατικό Κόμμα (π.χ. οι Δημοκράτες Σοσιαλιστές της Αμερικής -DSA, που παραμένει στο Δημοκρατικό Κόμμα, αλλά έχει ριζοσπαστικοποιηθεί κι έχει μεγαλώσει από 5.000 σε 25.000 μέλη, θα κληθεί να επιλέξει στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές αν θα υποκύψει στη «γραμμή» της ηγεσίας του Δημοκρατικού Κόμματος).
Απαντώντας σε ερώτηση για την φασιστική απειλή, με το γλαφυρό «ένα χρόνο πριν θα έδινα τελείως διαφορετική απάντηση», συνοψίστηκε η αυτοκριτική για την υποτίμηση του κινδύνου που απλώθηκε τα τελευταία χρόνια στις ΗΠΑ μετά από χρόνια δεξιάς μετατόπισης σε σημαντικά τμήματα της κοινωνίας. Αλλά την ίδια ώρα, όσα αναφέρθηκαν παραπάνω (στο κίνημα, στις συνειδήσεις των αγωνιστών, στις πολιτικές διεργασίες στην ριζοσπαστική Αριστερά), δείχνουν να δικαιώνουν την εκτίμηση του Άχμεντ πως «είναι πιο αισιόδοξος από ποτέ», ζώντας «την πιο εντυπωσιακή ανάκαμψη της οργανωμένης Αριστεράς από τη δεκαετία του ‹60». Μια αισιοδοξία που, όπως είπε, είναι βάσιμη και δεν την εκφράζει «μόνο για να νιώσουμε καλύτερα».
Η αλήθεια είναι ότι αυτή η διατύπωση, από συντρόφους μετρημένους στα λόγια και στις εκτιμήσεις τους, τελικά μας κάνει να νιώσουμε καλύτερα, σε μια στιγμή που η σκυτάλη δείχνει να έχει περάσει προσωρινά στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού...