Η στροφή προς τα δεξιά του Αλ. Τσίπρα που παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη (με το μοντέλο Gr-Invest και την αποθέωση του Εμ. Μακρόν) θα επιταχυνθεί μέσω των πιέσεων που θα προκύψουν κατά την 3η αξιολόγηση (βλ. σελ. 4-5).
Μπροστά στις απαιτήσεις του ΔΝΤ και την απασφαλισμένη χειροβομβίδα μιας νέας ανακεφαλαίωσης των τραπεζών, μια νέα δέσμη αντεργατικών-αντικοινωνικών μέτρων είναι πιθανότατη. Αν μάλιστα χαθεί ο έλεγχος πάνω στον έτσι κι αλλιώς εύθραυστο κυβερνητικό προγραμματισμό, τότε ο Αλ. Τσίπρας μπορεί να βρεθεί πιασμένος στην παγίδα που ο ίδιος έστησε για την επόμενη κυβέρνηση, με την «έξυπνη» κατανομή των μέτρων του Μνημονίου 3 μέσα στο χρόνο: η κατάργηση του αφορολογήτου και η περικοπή στις καταβαλλόμενες συντάξεις μπορεί να καταστούν αναπόφευκτες ακόμα και μέσα στο 2018.
Την ίδια στιγμή ο Κυρ. Μητσοτάκης εξαγγέλλει την πολιτική πάνω στην οποία βασίζει τις ελπίδες του για επάνοδο της Δεξιάς στην κυβερνητική εξουσία και μάλιστα με ηγεμονικό τρόπο. Πρόκειται, ασφαλώς, για την πλήρη αποδοχή του μνημονίου 3, την υπόσχεση για μεγαλύτερη επιτάχυνση των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων και το αίτημα προς τους δανειστές να αποδεχθούν μια ακόμα ευνοϊκότερη ενίσχυση του ντόπιου επιχειρηματικού κόσμου, ως τη βασικότερη προϋπόθεση για να επιστρέψει η Ελλάδα σε μια κάποια (καπιταλιστική) ανάπτυξη.
Η γραμμή και των δύο «ανταγωνιστών» έχει σκληρότατες συνέπειες –κυριολεκτικά αιματηρές– για τα συμφέροντα της κοινωνικής πλειοψηφίας. Αν τα πράγματα πάνε έτσι, στο τέλος αυτής της ιστορικής περιόδου δεν θα έχει μείνει όρθιο τίποτα απ’ όσα γνωρίσαμε ως κοινωνικά δικαιώματα συνδεδεμένα με την εργασία.
Ομως η γραμμή και των δύο «ανταγωνιστών» έχει ως προϋπόθεση για να λειτουργήσει το να μη συναντήσει στο δρόμο της τη μαζική αντίσταση των εργαζομένων και των λαϊκών τάξεων.
Παρά τη ζημιά που έχει προκαλέσει η απογοήτευση από τη σοσιαλφιλελεύθερη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, η ιστορία της ταξικής πάλης στην Ελλάδα δείχνει ότι αυτή η προϋπόθεση είναι εξαιρετικά απίθανο να εκπληρωθεί. Ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1985-87, ο Σημίτης στη δεκαετία του ’90, ο Καραμανλή στη δεκαετία του 2000, ο Γιώργος Παπανδρέου, ο Παπαδήμος και ο Σαμαράς μετά το 2010, είδαν τα οικονομικά-πολιτικά σχέδιά τους να ανατρέπονται ή να τροποποιούνται ριζικά μέσα από την παρέμβαση του «πεζοδρομίου».
Συσσωρεύονται ήδη οι ενδείξεις ότι μια τέτοια παρέμβαση θα είναι ξανά εφικτή. Στο τελευταίο διάστημα οι «μικροί» αγώνες στους εργατικούς χώρους πυκνώνουν και γίνονται πιο αποφασιστικοί. Στα νοσοκομεία ξεδιπλώνονται σημαντικοί απεργιακοί σχεδιασμοί, ενώ η διαβόητη αξιολόγηση παραμένει ανοιχτή μάχη σε όλο το χώρο του Δημοσίου. Η σημαντική επιτυχία των φετινών αντιρατσιστικών φεστιβάλ και η μαζικότητα στις διαμαρτυρίες για την Ηριάνα, δείχνουν ότι ένα ευρύτερος κόσμος μπαίνει ξανά στην αντιπαράθεση, πέρα από τους χώρους της «κλασικής» εργατικής-συνδικαλιστικής αντίστασης.
Οι προειδοποιήσεις αυτές είναι για όλους μας σημαντικές. Διανύουμε το διάστημα του ξεπαγώματος, το διάστημα τα εξόδου από την απογοήτευση και της πρώτης διερεύνησης των μετώπων, των μεθόδων, των συμμαχιών στήριξης που σχετίζονται με την προοπτική μιας μαζικής επανόδου των αγώνων από τα κάτω στο πολιτικό προσκήνιο. Στον παράγοντα αυτό οφείλουν να συγκεντρώσουν την προσοχή όλες οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Η επανεμφάνιση αυτής της δύναμης είναι η αναντικατάστατη προϋπόθεση για τη δική μας πλευρά, προκειμένου να απαντηθούν αποτελεσματικά οι σχεδιασμοί τόσο του Τσίπρα όσο και του Μητσοτάκη.
Η πείρα των αγώνων στην Ελλάδα αποδεικνύει επίσης ότι υπάρχει επικοινωνία ανάμεσα στο «πολιτικό» και στο «κοινωνικό». Το σημαντικότερο εμπόδιο για τους κοινωνικούς αγωνιστές –ιδιαίτερα τους νέους– είναι η έλλειψη μιας ορατής πολιτικής εναλλακτικής λύσης. Οι πολιτικοί, ακόμα και οι εκλογικοί, εκβιασμοί των δύο «μονομάχων» έχουν μια κάποια αποτελεσματικότητα. Γι’ αυτό επιμένουμε στην ανάγκη της ενότητας στη δράση μεταξύ των δυνάμεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς, αλλά και στην ευρύτερη πολιτική συνεργασία τους. Η κάλυψη του κενού που έχει δημιουργήσει η μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, η εμφάνιση ενός πόλου αντιπαράθεσης στους Τσίπρα-Μητσοτάκη από τη σκοπιά των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων είναι ένα κρίσιμο κι επείγον καθήκον.