Οι νεοφιλελεύθεροι πέφτουν συχνά θύματα του δικού τους δόγματος για το «παγκόσμιο χωριό»: η «πεταλούδα» που πέταξε την Κυριακή στο Βερολίνο προκαλεί ήδη «θύελλα» στο Παρίσι αλλά και στην Αθήνα. Δεν πρόκειται βέβαια για κάτι τόσο όμορφο αλλά και τόσο ασήμαντο για τις εξελίξεις όσο μια πεταλούδα, αλλά για πραγματικό πολιτικό σεισμό στην υποτίθεται αλώβητη από την αστάθεια της κρίσης και πολιτικά «αναλλοίωτη» Γερμανία. Και όταν ο πιο ισχυρός καπιταλισμός της Ευρώπης προσβάλλεται από τον ιό μιας επικίνδυνης «επαναπολιτικοποίησης», για τον ελληνικό καπιταλισμό συσσωρεύονται ξανά τα σύννεφα μιας «καταιγίδας».
Ενώ λοιπόν ο διευθυντής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ θρηνεί με δηλώσεις του για το εκλογικό αποτέλεσμα στη Γερμανία και ο υψηλός «φίλος και προστάτης» του κ. Τσίπρα, ο κ. Εμανουέλ Μακρόν, δηλώνει ότι με τους Φιλελεύθερους στη γερμανική κυβέρνηση «είμαι πολιτικά νεκρός», ο επικεφαλής του Eurogroup κ. Γερούν Ντάισελμπλουμ καταφτάνει στην Αθήνα με το λογαριασμό της 3ης αξιολόγησης και ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κ. Μάριο Ντράγκι δηλώνει ότι τα νέα stress tests στις ελληνικές τράπεζες θα επισπευστούν και θα διεξαχθούν ίσως και το Φεβρουάριο του 2018 ώστε το Μάιο-Ιούνιο, πριν από τη λήξη του τρέχοντος ελληνικού προγράμματος, να μπορεί να υπάρξει διαδικασία ανακεφαλαίωσης. Η ορχήστρα της 3ης αξιολόγησης άρχισε να παίζει στη διαπασών...
Νίκη του ΔΝΤ και
σκληρότερος συμβιβασμός
Ας αρχίσουμε από τη μεγάλη εικόνα. Υποτίθεται ότι υπήρχε μια συμφωνία μεταξύ Μέρκελ και Λαγκάρντ ήδη από τον περασμένο Φεβρουάριο, όχι μόνο για τον τρόπο που θα ολοκληρωνόταν η 2η αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος, αλλά και για το τι έμελλε να γίνει με την 3η αξιολόγηση μέχρι και τις διευθετήσεις για τη συνέχεια της μνημονιακής επιτήρησης, ύστερα από τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος τον Αύγουστο του 2018. Αυτή η συμφωνία προέβλεπε –μεταξύ άλλων– και τη συναινετική αποχώρηση του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα και την παραμονή του στο ρόλο του «τεχνικού συμβούλου». Βάσει αυτού του σεναρίου, το αγεφύρωτο των διαφωνιών μεταξύ ΔΝΤ και ευρωπαϊκής τρόικας θα διαπιστωνόταν ήδη από τις συζητήσεις για την τρίτη αξιολόγηση, ωστόσο θα υπήρχε έτοιμη η ευρωπαϊκή εναλλακτική: αποπληρωμή των δανείων του ΔΝΤ από τα αδιάθετα υπόλοιπα του τρέχοντος προγράμματος και μετασχηματισμός του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, ώστε να αναλάβει την από τον Αύγουστο του 2017 και έπειτα μνημονιακή επιτήρηση –έστω και χωρίς την τυπική ύπαρξη μνημονίου όπως το ξέραμε ως τώρα–, έξοδος της Ελλάδας στις αγορές με «εγγύηση» μια προληπτική πιστωτική γραμμή –ένα απόθεμα ρευστότητας για την περίπτωση που η έξοδος στις αγορές «στραβώσει» για οποιαδήποτε, εσωτερική ή διεθνή, αιτία.
Ακόμη και φεύγοντας, ακόμη και διαφωνώντας, το ΔΝΤ ήταν απαραίτητο σε αυτήν τη φόρμουλα, γιατί είναι ο πιο αξιόπιστος εγγυητής απέναντι στις αγορές –και χωρίς την έξοδο στις αγορές, όλο αυτό το σχέδιο δεν υπάρχει. Αυτό εξασφαλίζει η φόρμουλα «το ΔΝΤ φεύγει... μένοντας» στο ρόλο «τεχνικού συμβούλου», δηλαδή φεύγει με συναινετικό «διαζύγιο». Για τον ίδιο λόγο, το ΔΝΤ δεν θα φύγει οποιαδήποτε στιγμή ούτε με οποιονδήποτε τρόπο –οι απαιτήσεις του πρέπει να αντιμετωπιστούν με τον προσήκοντα σεβασμό...
Αυτός ο «όλα σε ένα, όλα νοικοκυρεμένα» σχεδιασμός θα τεθεί τώρα υπό επανεξέταση και τροποποίηση, ύστερα από τα εκλογικά αποτελέσματα στη Γερμανία. Θα παραμείνει ο ίδιος στα βασικά του συστατικά, αλλά θα επιδεινωθεί για την Ελλάδα σε ουσιαστικές «λεπτομέρειες».
Το γεγονός ότι ο Μάριο Ντράγκι ανακοινώνει μία μέρα μετά τις γερμανικές εκλογές ότι τα stress tests για τις ελληνικές τράπεζες επισπεύδονται και αν διαπιστωθεί ανάγκη ανακεφαλαίωσης, αυτή θα πραγματοποιηθεί πριν από τη λήξη του ελληνικού προγράμματος συνιστά εντυπωσιακή νίκη του ΔΝΤ, αφού υιοθετείται μία από τις βασικές του απαιτήσεις. Γενικότερα, ο συσχετισμός αλλάζει υπέρ του ΔΝΤ –το FDP στη γερμανική κυβέρνηση θα είναι ένας «διακριτικός» σύμμαχος του ΔΝΤ σε όλες τις σκληρές απαιτήσεις του, πλην της απαίτησης για ελάφρυνση του χρέους. Η κατάσταση θα στριμώξει την ίδια τη Μέρκελ, ακόμη περισσότερο τον «φίλο» και υψηλό «προστάτη» Μακρόν, και εκατό φορές περισσότερο την τελευταία «τρύπα του ζουρνά», τον Αλέξη Τσίπρα και την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Οι «αναγκαίοι» συμβιβασμοί στους οποίους θα υποχρεωθούν ενόψει τρίτης αξιολόγησης και διευθετήσεων για τη συνέχιση της μνημονιακής επιτήρησης μετά τον Αύγουστο του 2018 θα είναι ακόμη σκληρότεροι...
Νέα stress tests
για τις τράπεζες...
Όσον αφορά τις ελληνικές τράπεζες, από καθαρά τεχνοκρατική άποψη, το ΔΝΤ έχει δίκιο: χρειάζονται νέα και μάλιστα γενναία κεφαλαιακή ενίσχυση. Αυτό είναι κοινό μυστικό στους κόλπους και των δανειστών, μόνο που δεν ταυτίζονται στις λοιπές σκοπιμότητες.
Πράγματι, όταν επισήμως τα μη εξυπηρετούμενα-«κόκκινα» δάνεια (αναφέρονται στον οικονομικό Τύπο ως NPLs) υπερβαίνουν τα 100 δισ. ευρώ και όταν όλες ανεξαιρέτως οι διαδικασίες διαχείρισής τους (πώληση σε εξευτελιστικές τιμές σε funds, εξωδικαστικός συμβιβασμός κ.λπ.) θα έχουν αποτέλεσμα ένα γενναίο «κούρεμα» των απαιτήσεων των τραπεζών, τότε από όλη αυτή τη διαδικασία προκύπτει μια μεγάλη κεφαλαιακή «τρύπα»: όλα τα άρθρα στον οικονομικό Τύπο εκτιμούν ότι το ποσοστό ανάκτησης των «κόκκινων» δανείων σε κάθε περίπτωση θα είναι κάτω από 50%! Πρέπει επιπλέον να υπολογίσουμε ότι ένα μέρος των κεφαλαιακών διαθεσίμων των τραπεζών δεν θα υπήρχε χωρίς τη «διευκόλυνση» του αναβαλλόμενου φόρου, ένα θέμα που επίσης θέτει με έμφαση το ΔΝΤ.
Ποιοι δεν θέλουν μια νέα
ανακεφαλαίωση και γιατί;
Πρώτα απ’ όλα οι ιδιώτες-μέτοχοι των τραπεζών, ιδιαίτερα αυτοί που στην προηγούμενη ανακεφαλαίωση, το Δεκέμβριο του 2015, απέκτησαν μεγάλα μετοχικά ποσοστά αγοράζοντας μπιρ παρά. Σε μια νέα ανακεφαλαίωση, πρέπει να βάλουν το χέρι στην τσέπη, αλλιώς το μετοχικό τους ποσοστό θα μειωθεί δραματικά.
Στη συνέχεια, η ΕΚΤ. Με βάση τας γραφάς του θεσμικού πλαισίου της «τραπεζικής ενοποίησης», αν προκύπτουν νέες κεφαλαιακές ανάγκες για τις τράπεζες, αυτές από 1/1/2017 θα πρέπει να καλύπτονται με τη διαδικασία του bail-in: πληρώνουν πρώτα οι ιδιώτες μέτοχοι, ύστερα οι ομολογιούχοι και τέλος οι καταθέτες. Στην περίπτωση πρόσφατης διάσωσης ιταλικών τραπεζών δεν επεδείχθη σεβασμός προς τας γραφάς –ανακεφαλαιώθηκαν με δημόσιο χρήμα ενώ ΕΚΤ και Γερμανία έκαναν πως δεν είδαν. Η αποκάλυψη σε αυτήν τη φάση μιας μεγάλης κεφαλαιακής «τρύπας» στις ελληνικές τράπεζες θα οδηγήσει είτε σε μια ανοιχτή τραπεζική κρίση είτε σε έναν δεύτερο εξευτελισμό των ρυθμίσεων για την ευρωπαϊκή τραπεζική «ενοποίηση» μέσω ανακεφαλαίωσης των ελληνικών τραπεζών με δημόσιο χρήμα –που επιπλέον θα οδηγούσε και σε μετοχική επανακρατικοποίηση και δραματική μετοχική υποβάθμιση τους ιδιώτες μετόχους.
Στην ΕΚΤ δεν ήθελαν μια τέτοια «περιπέτεια», ιδιαίτερα τώρα που υποτίθεται θα ξεδιπλωνόταν σε όλο του το μεγαλείο το θρυλούμενο σχέδιο Μέρκελ - Μακρόν για τη «νέα Ευρώπη». Τώρα όμως, η ΕΚΤ δείχνει πρόθυμη να υποστηρίξει την απαίτηση του ΔΝΤ για stress tests το Μάιο-Ιούνιο. Ο κόμπος έφτασε στο χτένι, και η ώρα των αποφάσεων δεν μπορεί πλέον να αναβάλλεται...
Τέλος, η Γερμανία. Στο μόνο πράγμα, τα τελευταία χρόνια, που ο Σόιμπλε δεν έθεσε κανένα πρόσκομμα αλλά αντίθετα το «ευλόγησε» και με τα δυο του χέρια, ήταν η ανακεφαλαίωση-σκάνδαλο του 2015, που χάρισε τις τράπεζες στα funds έναντι εξευτελιστικού συνολικού τιμήματος 5 δισ. ευρώ και με τεράστιες ζημίες για το Δημόσιο. Η λογική του για τις ελληνικές τράπεζες ήταν να μένουν στην «εντατική» –και στα χέρια των ιδιωτών– με διαρκή «μπαλώματα» που ποτέ δεν λύνουν το πρόβλημα. Διότι μερικά προβλήματα είναι για να αξιοποιούνται παντοιοτρόπως και όχι για να λύνονται...
Πέρα από αυτό, η Γερμανία έχει και μια άλλη σκοπιμότητα: θέλει να χρηματοδοτήσει την αποπληρωμή των δανείων του ΔΝΤ προς την Ελλάδα (ώστε να αναλάβει πλήρως ο «νέος» ESM) με τα αδιάθετα υπόλοιπα του τρέχοντος προγράμματος. Μικρή λεπτομέρεια: αυτά παραμένουν αδιάθετα διότι προορίζονταν για την ανακεφαλαίωση των τραπεζών, η οποία ήταν «φτηνή» και γι’ αυτό εντελώς ανεπαρκής για τους λόγους που προαναφέραμε.
Αν πάντως, τα αδιάθετα υπόλοιπα πάνε για την αποπληρωμή του ΔΝΤ, τότε θα χρειαστεί νέα χρηματοδότηση για την προληπτική πιστωτική γραμμή –αλλιώς πάμε σε bail-in και τραπεζική-πολιτική κρίση. Το σίγουρο είναι πως έγκριση για νέα χρηματοδότηση προς τους «τεμπέληδες Έλληνες» δεν περνάει από τη γερμανική Βουλή «με καμία κυβέρνηση» ύστερα από τα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα...
Τελικά, όλοι οι δρόμοι οδηγούν σε ένα μεγάλο, ενιαίο «πακέτο», στο πλαίσιο του οποίου το ζήτημα των τραπεζών θα τεθεί στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης (μεταξύ των δανειστών, εννοούμε...) μαζί με όλα τα υπόλοιπα ζητήματα της συνέχισης της μνημονιακής επιτήρησης μετά τον Αύγουστο του 2018.
...και το «στανταράκι»
των νέων μέτρων
Στο πλαίσιο αυτό, η τρίτη αξιολόγηση είτε θα διολισθήσει για να γίνει μέρος αυτού του συνολικού «πακέτου», είτε θα είναι μια καλή εισαγωγή σε αυτό. Στο τελευταίο υπουργικό συμβούλιο, ο Αλέξης Τσίπρας ζήτησε από τους υπουργούς του να υλοποιήσουν το 90% των προαπαιτούμενων της τρίτης αξιολόγησης μέχρι το Νοέμβριο –«να τα υλοποιήσουμε μόνοι μας και εμπροθέσμως για να μη δώσουμε “πατήματα”»... Τώρα, υποθέτουμε ότι το «πάτημα» που τον απασχολεί είναι της... μπουλντόζας που μαρσάρει από την επομένη των γερμανικών εκλογών...
Αν επρόκειτο για τα «παθήματα» του Αλέξη Τσίπρα και της μνημονιακής κυβέρνησής του, έχουμε δηλώσει ξανά ότι δεν μας περισσεύουν δάκρυα. Το ζήτημα είναι ότι στις συνθήκες της ανοιχτής σοσιαλφιλελεύθερης μετατόπισης του ΣΥΡΙΖΑ, η κυβέρνηση έχει γίνει αποφασιστικό γρανάζι της μνημονιακής μηχανής. Η οποία ξέρει να λύνει όλα τα προβλήματα του «προγράμματος προσαρμογής» με (διαρκώς) νέα μέτρα.
Ήδη άρχισε να σχηματίζεται «τρύπα» στα δημόσια έσοδα, όπου εφαρμόζονται όλο και πιο τρομοκρατικές μέθοδοι είσπραξης (κατασχέσεις, πλειστηριασμοί κ.λπ.) για όλο και λιγότερα έσοδα. Ο φετινός στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% του ΑΕΠ πιθανότατα θα επιτευχθεί, ίσως μάλιστα να υπάρξει και μια μικρή υπέρβαση που θα δώσει τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να σκηνοθετήσει ξανά μια «φιέστα» για το «μοίρασμα του υπερπλεονάσματος στο λαό». Το 2018, όμως, το πλεόνασμα οφείλει να είναι 3,5%, διπλάσιο του φετινού, και ο στόχος αυτός δεν επιτυγχάνεται χωρίς νέα μέτρα! Εκτός λοιπόν από τα προαναγγελθέντα (πλήρης διάλυση εργασιακών σχέσεων και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, κατάργηση επιδομάτων κ.λπ.), θα έχουμε και εφαρμογή μειωμένου αφορολογήτου και μείωση συντάξεων από το 2018 –χωρίς να αποκλείονται και εκπλήξεις που δεν έχουν ακόμη δει το φως της δημοσιότητας.