Η μάχη της «αξιολόγησης» ανέδειξε την αναγκαιότητα των συνδικάτων

Πολύ μεγάλα τα ποσοστά της απεργίας-αποχής

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Κατερίνα Γιαννούλια

Ένας νόμος που χρειάστηκε τέσσερις παρατάσεις προθεσμιών, μία εκβιαστική και απεργοσπαστική τροπολογία σε άλλο νόμο (που ψηφίστηκε από κοινού με τη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη), ένα παράνομο ξεχείλωμα προθεσμιών από το υπουργείο Διοικητικής Ανασυγκρότησης και από τις επιμέρους πολιτικές ηγεσίες, πολλή σπέκουλα, απειλές και πιέσεις, για να πιάσει ποσοστά συμμετοχής στην «αξιολόγηση» μάξιμουμ 30% συνολικά, είναι προφανές ότι είναι απονομιμοποιημένος, δεν μπορεί να ισχύσει και δεν έχει πείσει τη συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων.
Η λήξη του πρώτου 10ημέρου της τέταρτης προθεσμίας (2/10), που έδωσε το υπουργείο Διοικητικής Ανασυγκρότησης και αφορούσε τη δυνατότητα συμμετοχής στη διαδικασία της «αξιολόγησης» του συνόλου των εργαζομένων στο Δημόσιο, έδειξε ότι σε μεγάλους και μαζικούς κλάδους η απεργία-αποχή διατηρεί ποσοστά της τάξης του 70%, 80% και 90%. Για παράδειγμα, στα νοσοκομεία οι συμμετοχές ήταν συντριπτικές, φτάνοντας και το 100% σε κάποια, όπως και στον ΟΑΕΔ και σε άλλους χώρους.
Ακόμα και σε χώρους με μικρότερη συμμετοχή στην απεργία-αποχή, αυτή δύσκολα έπεφτε κάτω από το 50% και επιπλέον η όποια συμμετοχή επετεύχθη με πάρα πολλές υπόγειες διαδρομές, εκβιασμούς και κατασκευασμένα διλήμματα.
Μέχρι και τώρα, υπό την καθοδήγηση του κεντρικού υπουργείου, παραβιάζουν τον ίδιο τους το νόμο: ενώ η προθεσμία έχει λήξει, κρατούν ανοιχτά πρωτόκολλα και πιέζουν για κατάθεση φύλλων «αξιολόγησης» εργαζομένων, ώστε να αλλοιώσουν τα ποσοστά της απεργίας-αποχής.
Στις 12 Οκτώβρη λήγει το δεύτερο 10ήμερο των προθεσμιών, που αφορά τους Α’ αξιολογητές.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η συμμετοχή στην απεργία-αποχή ακόμη και των προϊσταμένων και διευθυντών παρουσιάζει αξιόλογα ποσοστά.
Ας λάβουμε υπόψη μας ότι ακόμα και όσοι εργαζόμενοι συμμετείχαν στην «αξιολόγηση» δεν πείστηκαν για τους στόχους και την αξία της, αλλά περισσότερο ενήργησαν υπό το φόβο και τον εκβιασμό που άσκησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στο σύνολο του Δημοσίου, βασίστηκαν σε ψεύτικες πληροφορίες που διέδιδαν ακόμα και συνδικαλιστές διαφόρων παρατάξεων (που δεν ανήκουν στην Αριστερά) και σε φημολογίες που σκόπιμα διαδόθηκαν, όπως ότι η συμμετοχή στην «αξιολόγηση» είναι προϋπόθεση για την εθελοντική κινητικότητα ή για την απόσπαση εργαζομένων.
Πραγματοποιήθηκε ένας αγώνας δρόμου μεταξύ σωματείων και διαφόρων τύπων «καλοθελητών» μέχρι και σήμερα. Είναι τέτοιο το όργιο των εκβιασμών και της τρομοκρατίας που διαδραματίζεται σε κάποιες δημόσιες υπηρεσίες, που η ΑΔΕΔΥ έχει δηλώσει ότι εκτός από τις συνδικαλιστικές παρεμβάσεις προσανατολίζεται να καταφύγει και στη δικαιοσύνη, καταθέτοντας μηνυτήριες αναφορές έναντι όλων εκείνων που οργανώνουν αυτές τις παράνομες ενέργειες.
Η συμμετοχή στην «οικειοθελή αξιολόγηση» αυξάνει όσο ανεβαίνουμε στην ιεραρχία και όσο πιο κοντά βρίσκονται αυτοί οι δημόσιοι υπάλληλοι στην κεντρική πολιτική ηγεσία. Αυτό συμβαίνει επειδή, αφενός αυτά τα στρώματα εργαζομένων είναι πιο εξοικειωμένα στο να υλοποιούν πρόθυμα τις άνωθεν πολιτικές επιλογές και, αφετέρου, γιατί στην πιο στενή δημόσια διοίκηση λείπει η κουλτούρα των συλλογικών διαδικασιών και είναι πιο εμπεδωμένη η ατομική «λύση» και ανέλιξη, με διάφορους τρόπους συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένης και της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας.
Ο νόμος 4369/2016 έχει ακυρωθεί στην πράξη και είναι προφανές ότι η συνέχεια θα είναι πολύ δύσκολη για την κυβέρνηση και την Όλγας Γεροβασίλη, αφού όσο και να θέλει να διαδίδει στα αφεντικά της (ελληνικό κεφάλαιο και τρόικα) ότι η «αξιολόγηση» στο Δημόσιο υλοποιήθηκε, θα πρέπει να πραγματοποιήσει τις κρίσεις για θέσεις ευθύνης, με μία «αξιολόγηση» όπου τα φύλλα των περισσότερων εργαζομένων δεν θα έχουν συμπληρωθεί από τους ίδιους, κάποια θα έχουν συμπληρωθεί από δύο αξιολογητές, κάποια από έναν και κάποια μόνον από έναν ιεραρχικά ανώτερο. Και άρα θα βρεθεί η πολιτική ηγεσία σε ένα αλαλούμ, που, επιπλέον θα προσβληθεί και νομικά, όπως έχει δεσμευτεί η ΑΔΕΔΥ, με ασφαλιστικά μέτρα και αναστολή διαδικασιών.
Συμπεράσματα
Η διαδικασία της απεργίας-αποχής, που εκτυλίσσεται στο Δημόσιο από το Μάρτιο του 2017, παρέχει κάποια πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα:
1. Τα συνδικάτα επανασυσπείρωσαν πάρα πολύ κόσμο, αποδεικνύοντας την αναγκαιότητά τους όταν δίνονται συλλογικές και αξιόλογες μάχες. Ακόμα και η ΑΔΕΔΥ, που ήταν απαξιωμένη στα μάτια πάρα πολλών εργαζομένων, επανέκτησε την εμπιστοσύνη αρκετών.
2. Επανήλθαν με μαζικότητα, ή εμφανίστηκαν για πρώτη φορά σε κάποιους χώρους, οι συλλογικές διαδικασίες. Έγιναν πάρα πολλές συνελεύσεις, συσκέψεις κ.λπ.
3. Τα σωματεία σε πρωτοβάθμιο επίπεδο, οι ομοσπονδίες και η ΑΔΕΔΥ επανέφεραν στην ημερήσια διάταξη λειτουργίες βάσεις, όπως περιοδείες σε χώρους δουλειάς και συζήτηση με τον κάθε εργαζόμενο.
4. Ενεργοποιήθηκαν ακόμα και κάποιες «παρατημένες» συλλογικές δομές, όπως τα νομαρχιακά τμήματα της ΑΔΕΔΥ, ή μικρότερες συνδικαλιστικές δομές-τμήματα των σωματείων.
5. Ένα σημαντικό κομμάτι εργαζομένων στο Δημόσιο ανέλαβε συνδικαλιστικά καθήκοντα και πρωτοβουλίες συλλογικής οργάνωσης των συναδέλφων του για να μπορέσει να βγει πέρα η μεγάλη αυτή μάχη, που χρειαζόταν περισσότερες από τις ήδη διαθέσιμες συνδικαλιστικές δυνάμεις. Υπάρχει ένα αξιόλογο και αξιόμαχο ποσοστό εργαζομένων στο Δημόσιο που «εκπαιδεύτηκε» σ’ αυτόν τον αγώνα.
6. Η συνδικαλιστική, τουλάχιστον, Αριστερά στους εργατικούς χώρους του Δημοσίου και ιδιαίτερα στο πρωτοβάθμιο επίπεδο, υποχρεώθηκε να συνεργαστεί. Αποδείχτηκε στην πράξη ότι οι αριστερές δυνάμεις (που είναι αλήθεια ότι έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους, από το ΜΕΤΑ, μέχρι το ΠΑΜΕ και τις Παρεμβάσεις) δεν έχουν κανέναν αντικειμενικό λόγο να δρουν χωριστά. Η συνεργασία των αριστερών δυνάμεων έγινε πράξη σε πολλούς χώρους δουλειάς και η αρμονική και συμπληρωματική συνύπαρξή τους έδινε αποτελέσματα. Στην ουσία υπήρξε παράλληλη δράση της Αριστεράς και δυστυχώς, δεν ήταν συνειδητή επιλογή για όλες τις δυνάμεις η κοινή και συνεννοημένη πορεία.
7. Δόθηκε η ευκαιρία να παρουσιαστεί στο σύνολο των εργαζομένων του Δημοσίου, αλλά και στην κοινωνία, ο ρόλος που του επιφυλάσσουν όλες οι μνημονιακές κυβερνήσεις (και η υπάρχουσα), στην υπηρεσία του κεφαλαίου, δηλαδή η συρρίκνωσή του, οι ελαστικές και ανεξέλεγκτες εργασιακές σχέσεις και η αποχώρηση του κράτους από τον κοινωνικό του ρόλο, που μεταφέρεται στους ιδιώτες, με το… αζημίωτο!
8. Καταγράφεται ένα πολύ σημαντικό ποσοστό, πάνω από το 50% των δημόσιων υπαλλήλων που αντέχει στις πιέσεις και δείχνει διάθεση σεβασμού των συλλογικών αποφάσεων των σωματείων.
Υποχρεώσεις για τη συνέχεια
Είναι βέβαιο και υποχρεωτικό να υπάρξει συνέχεια όλης αυτής της μεγάλης μάχης που δίνεται. Άλλο τόσο βέβαιο είναι ότι, παρά την ομοφωνία που παρουσιάστηκε στην ίδια την ΑΔΕΔΥ, για την απεργία-αποχή, δεν υπάρχει καμία περίπτωση οι συστημικές συνδικαλιστικές δυνάμεις, που έχουν αναφορά στα μνημονιακά πολιτικά κόμματα, να οργανώσουν μια οποιαδήποτε συνέχεια.
Οι παρατάξεις της Αριστεράς, σε συνδικαλιστικό και πολιτικό επίπεδο, έχουν το βάρος να δώσουν νέες προοπτικές. Πέρα από τις κινητοποιήσεις στις 12 Οκτώβρη, στις 23 Οκτώβρη τυπικά λήγει η όλη διαδικασία της «αξιολόγησης». Η ΑΔΕΔΥ έχει ήδη αποφασίσει να προτείνει γενική απεργία μέχρι το τέλος του Οκτώβρη, με αιτήματα, εκτός από την απόσυρση της διαδικασίας της «αξιολόγησης», μισθολογικά, προσλήψεις μόνιμου προσωπικού, ασφαλιστικό, συνδικαλιστικό νόμο κ.λπ. Αυτή η γενική απεργία χρειάζεται να συνδυαστεί με τη μάχη της «αξιολόγησης», να οριστικοποιηθεί έγκαιρα και να οργανωθεί παντού.
Επιπλέον, στην παιδεία (που δεν συμπεριλαμβανόταν στο παρόν σχέδιο «αξιολόγησης») έρχεται ένα ακόμα χειρότερο σχέδιο με αυτόνομα σχολεία. Το ίδιο συμβαίνει και στην υγεία, όπου η μνημονιακή καταγεγραμμένη στόχευση είναι η μείωση των κοινωνικών δαπανών και η αντικατάσταση του κράτους από κονδύλια ΕΣΠΑ και ιδιώτες. Συνεπώς, με ευθύνη της Αριστεράς, έμπνευση και «καύσιμα» από τον πετυχημένο αγώνα κατά της «αξιολόγησης» στο υπόλοιπο Δημόσιο, έχουμε να οργανώσουμε την υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα τους, σε συνεργασία με τους εργαζόμενους από μέσα.

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία