Η απόφαση του Πανελλαδικού Συντονιστικού Οργάνου (ΠΣΟ) της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, σε αντίθεση με την αντίστοιχη του περασμένου Ιούνη, εμφανίζει τώρα μια πολιτική ενοποίηση των δυνάμεων που συμμετέχουν σε αυτόν τον μετωπικό σχηματισμό της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.
Ο σ. Άγγελος Χάγιος –σε συνέντευξή του στην «Εργατική Αλληλεγγύη», την εφημερίδα του ΣΕΚ–ερμήνευσε τη «δυστοκία» του Ιούνη με βάση τις δυσκολίες και τις «υπαρκτές διαφορές» και μέσα στις γραμμές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στα ζητήματα «…της πολιτικής κατάστασης… των διεθνών εξελίξεων… και την πολιτική των συμμαχιών». Είναι μια σωστή εκτίμηση. Όλοι οι σχηματισμοί στην Αριστερά δοκιμάζονται από τη δυσκολία να δοθούν απαντήσεις σε υπαρκτά διλήμματα που θέτουν οι πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό και διεθνώς, αλλά επίσης τα διλήμματα που σχετίζονται με την οργάνωση των απαντήσεων τόσο μέσα στο κίνημα όσο και στο πολιτικό πεδίο, δηλαδή στα ζητήματα «της πολιτικής των συμμαχιών».
Όμως η με μεγάλη πλειοψηφία ενιαία πλέον απόφαση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο ΠΣΟ του Σεπτέμβρη, οδηγεί σε μια κατεύθυνση που είναι πίσω από τις ανάγκες της συγκυρίας, πίσω από τις ανάγκες της περιόδου. Κάνει ακόμα πιο δύσκολη την απάντηση τόσο στο επίπεδο των αγώνων από τα κάτω (όπου οι ανάγκες σοβαρού, σχεδιασμένου και μακροπρόθεσμου συντονισμού είναι ολοφάνερες), όσο –και ίσως ακόμα περισσότερο– την απάντηση στο πολιτικό πεδίο, όπου οι επείγουσες επιλογές για τη συγκρότηση μιας ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής αριστερής απάντησης στο δίπολο Τσίπρας-Μητσοτάκης, αναστέλλονται για ένα απώτερο μέλλον.
Απόδειξη αυτής της επιλογής είναι η «απογείωση» της κριτικής κυρίως απέναντι στη ΛΑΕ, όπου ξεπερνιούνται τα όρια της αυθαιρεσίας και φτάνουμε στα σύνορα της συκοφαντίας: «Η ΛΑΕ αποκρυσταλλώνει όλο και πιο καθαρά μια διαχειριστική λογική… μέσα από την ενίσχυση της “ανταγωνιστικότητας της οικονομίας”, την “επενδυτική έκρηξη”, την “παραγωγική ανασυγκρότηση”, μέσα στο πλαίσιο των καπιταλιστικών σχέσεων και της ΕΕ. Με ένα μετριοπαθές κοινωνικό πρόγραμμα… τείνει περισσότερο σε μια λογική ενός “νέου κοινωνικού συμβολαίου” με τμήματα του κεφαλαίου, παρά με αγώνα ενάντια στο κεφάλαιο, την ΕΕ και τους μηχανισμούς τους…».
Αυτή η κριτική –που θα μπορούσε να απευθύνεται στους 53 στον ΣΥΡΙΖΑ ή ακόμα και στον Φ. Κουβέλη–δύσκολα περιγράφει, ας πούμε, τη στάση του Π. Λαφαζάνη και των στελεχών του Αριστερού Ρεύματος, ή τη συστηματική παρουσία της ΛΑΕ σε κάθε κινητοποίηση ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, στους πλειστηριασμούς, στις διαδηλώσεις ενάντια στον Μακόν και την ΕΕ κ.λπ. Δύσκολα περιγράφει τη συγκρότηση και την πορεία ενός μετωπικού σχηματισμού που συνενώνει στις γραμμές του μερικές χιλιάδες αγωνιστών-στριών της ριζοσπαστικής Αριστεράς, ενός σχηματισμού που ως ιδρυτικό γεγονός έχει τη ρήξη με τη «διαχειριστική λογική» και τη ρήξη με τη «τη λογική του κοινωνικού συμβολαίου με τμήματα του κεφαλαίου». Αξίζει, ίσως, να υπενθυμίσουμε ότι αυτή η ρήξη έγινε στην πράξη και όχι στα λόγια.
Είναι γνωστό ότι μέσα στη ΛΑΕ –όπως και μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ– υπάρχει ζωηρή ιδεολογικοπολιτική συζήτηση και διαπάλη απόψεων. Εμείς ποτέ δεν κρύψαμε τις απόψεις μας και τις διαφορές π.χ. στη σύνδεση ανάμεσα στους μεσοπρόθεσμους στόχους του κινήματος (ανατροπή της λιτότητας και των μνημονίων) με τη στρατηγική της διεκδίκησης του σοσιαλισμού, μια σύνδεση που οφείλει να παραμένει ισχυρή και αδιαίρετη, πέρα από την παραδοσιακή αντίληψη των «σταδίων». Όμως θεωρούμε ζήτημα εντιμότητας και ωριμότητας το να κρατάμε αυτή τη συζήτηση και αυτές τις διαφορές μέσα στα όρια που δημιουργούν οι κοινοί αγώνες και να αποφεύγουμε την σε «τελευταία ανάλυση» κατηγοριοποίηση οργανώσεων, ρευμάτων και αγωνιστών-στριών. Άλλωστε είναι γνωστό ότι η μέθοδος της «σε τελευταία ανάλυση» κατηγοριοποίησης μπορεί να χρησιμοποιηθεί από όλους ενάντια σε όλους οδηγώντας σε έναν πολιτικοϊδεολογικό κανιβαλισμό.
Το ζήτημα του συντονισμού των προσπαθειών στο κίνημα από τα κάτω είναι εξαιρετικά σοβαρό και επείγον. Όλοι μιλάμε για επιμέρους «κέντρα αγώνα» και την προοπτική ενός πιο μόνιμου και συστηματικού «κέντρου αγώνα». Υπάρχει περίπτωση να φτάσουμε σε αυτό, αν ο καθένας οικοδομεί τα δικά του, μικρούτσικα και καθαρούτσικα «κέντρα» και στη συνέχεια απλώς καλεί τους υπόλοιπους να συμμετέχουν στην υλοποίηση των δικών του σχεδίων και αποδεχόμενοι το δικό του «πρόγραμμα»; Η απάντηση είναι προφανώς αρνητική και δυστυχώς αυτό είναι που συμβαίνει. Υπάρχει περίπτωση να φτάσουμε σε ένα συστηματικό συντονισμό των δυνάμεων, αν κάποιος επιλέγει να μιζάρει πάνω σε λάθη των δυνάμεων των άλλων, αν «χτίζει» συστηματικά πάνω σε αυτά, αν επιχειρεί οργανωμένα να ορθώσει τείχη και διαχωριστικές γραμμές; Αυτή η συνήθεια, που επίσης αναπτύσσεται μονομερώς, δεν έχει τίποτα εποικοδομητικό, δεν είναι η αναγκαία λειτουργία της κριτικής-αυτοκριτικής στην Αριστερά. Είναι αντίθετα ένδειξη μιας τάσης για σεχταριστική περιχαράκωση που, παρεμπιπτόντως, «νομιμοποιεί» και «εκλογικεύει» μερικές πιο «δυναμικές» (και πιο απολίτικες) μορφές αντιπαράθεσης που –δυστυχώς– επανεμφανίζονται στο τελευταίο διάστημα.
Στο ζήτημα της πολιτικής συνεργασίας οι επιλογές είναι εξίσου καθαρές. Με δεδομένη τη στάση του ΚΚΕ, μια συνεργασία μεταξύ των δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, της ΛΑΕ και άλλων συλλογικοτήτων που αποσπάστηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2015, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως «κορμός» για τη συγκέντρωση ενός ευρύτερου δυναμικού, να θέσει τις βάσεις για μια αντιμνημονιακή ριζοσπαστικά αριστερή απάντηση στις πιέσεις που θα αναπτύξει στις γραμμές του κόσμου μας το εκβιαστικό δίπολο: Τσίπρας ή Μητσοτάκης; Το κρίσιμο μέγεθος σε όλη την περίοδο που διανύουμε (αλλά και στις επόμενες εκλογές, όποτε αυτές γίνουν) είναι το αν θα υπάρξει μια πολιτική πρωτοβουλία –πέρα από τις γραμμές του ΚΚΕ– που θα διεκδικεί να εκφράσει την απογοήτευση και την απομάκρυνση από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά σε αριστερή κατεύθυνση άρνησης της απογοήτευσης, του κατακερματισμού και της ιδιώτευσης. Οι σ. της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αναπτύσσουν διάφορες κριτικές προς την ΛΑΕ –άλλες σχετικά βάσιμες και άλλες πάλι συκοφαντικές– αλλά παραλείπουν να μας πουν αν και τι έχουν οι ίδιοι προτείνει ως απάντηση σε αυτό το κεντρικό ερώτημα. Αυτό είναι κρίσιμο γιατί οι προτάσεις ενίοτε γίνονται αποδεκτές. Σε ό,τι μας αφορά, έχουμε διαμηνύσει προς όλες τις πλευρές ότι θεωρούσαμε και θεωρούμε μια πολιτική συμμαχία μεταξύ ΛΑΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως ένα «βήμα» που θα άλλαζε το τοπίο και θα έβαζε σε δεύτερη μοίρα κάθε άλλη σκέψη.
Όμως (παρά κάποιες εμφανείς διαφορές) η «συνισταμένη» της ΑΝΤΑΡΣΥΑ απέφυγε αυτές τις ευθύνες, επιλέγοντας την κλιμάκωση της επίθεσης προς τη ΛΑΕ, θεωρώντας ίσως ότι έτσι θα μπορέσει να συσπειρώσει «ηγεμονικά» κάποιες μικρότερες ή διάσπαρτες δυνάμεις. Θα θέλαμε να θυμίσουμε ότι η καταστροφική αντιμετώπιση των υποχρεώσεων στην παρούσα πολιτική δοκιμασία, ποτέ δεν δημιουργεί «ευκαιρίες» για την επόμενη πολιτική δοκιμασία. Αν κάποιοι πιστεύουν ότι αν διαλύσουν τις δυνατότητες του σήμερα, θα έχουν πιο αυτόνομες δυνατότητες αύριο, ας σκεφτούν καλύτερα τις προηγούμενες ανάλογες «στροφές».
Η απόφαση του ΠΣΟ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δίνει λαθεμένες απαντήσεις σε κεντρικά ερωτήματα της συγκυρίας. Είναι υπόθεση της ΛΑΕ να μη δεχθεί αυτό το λάθος ως τετελεσμένο γεγονός και να εργαστεί πιο συστηματικά, πιο καθαρά για να γίνει πράξη η ενότητα στη δράση της αντιμνημονιακής, ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.