Π ίσω από τα γεγονότα, που εξελίσσονται με αστραπιαία ταχύτητα, βρίσκεται ένα σημαντικό παράδοξο: Η καταλανική ανεξαρτησία αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για τη «συνέχεια» του πολιτικού και θεσμικού οικοδομήματος που δημιουργήθηκε το 1978, αλλά ταυτόχρονα μπορεί να ενισχύσει προσωρινά κάποιους από τους «πυλώνες» του κράτους, παράγοντας ένα πλαίσιο που θα σπρώχνει την ισπανική πολιτική σκηνή προς τα δεξιά.
Η στρατηγική της Μαδρίτης
Το PP, συνεργαζόμενο στενά με το κρατικό μηχανισμό και τα περισσότερα ΜΜΕ, έχει υιοθετήσει αδιάλλακτη στάση απέναντι στην ανεξαρτησία, από όταν ξεκίνησε το κίνημα το 2012. Θα επιμείνει σε αυτήν την προσέγγιση γιατί πιστεύει ότι η εναντίωση στην καταλανική «κυριαρχία» ωφελεί το κόμμα με μια σειρά τρόπους: τονώνει την υποστήριξή του σε κομβικές περιοχές του ισπανικού κράτους, συσπειρώνει την κοινωνική του βάση, ανακτά έδαφος στον ανταγωνισμό με τους Ciudadanos, βάζει υπό πίεση το «νέο» Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSOE) του Πέδρο Σάντσεζ, μετακινεί την πολιτική συζήτηση μακριά από θέματα που ευνοούν το Ποδέμος, όπως η κρατική διαφθορά και η συνεχιζόμενη οικονομική κρίση.
Η κυβέρνηση της Μαδρίτης μάλλον εκτιμά ότι θα πρέπει να εντείνει τη σύγκρουση με τους οπαδούς της ανεξαρτησίας μέχρι να συντρίψει τις ελπίδες τους για μια γρήγορη διαδικασία ανεξαρτητοποίησης. Αφού χρησιμοποιήσει το μαστίγιο, θα δοκιμάσει αργότερα το καρότο, προσφέροντας λίγο «χώρο κινήσεων» σε πιο μετριοπαθείς δυνάμεις.
Αλλά όσο εντείνει τη σύγκρουση η πολιτική του ισπανικού κράτους, τόσο πιο δύσκολο το κάνει να αλλάξει κατεύθυνση αργότερα. Όταν αποτυγχάνεις στο πεδίο της «νομιμοποίησης», απομένει μόνο η βία. Αλλά η χρήση της τελευταίας, αποδυναμώνει ακόμα περισσότερο την πρώτη.
Δεύτερη φάση
Στην επερχόμενη σύγκρουση, το κίνημα έχει να αντιμετωπίσει τέσσερις θεμελιώδεις προκλήσεις:
Πρώτον, πρέπει να διευρύνει την κοινωνική του βάση. Είναι δύσκολο να αξιολογήσουμε αναλυτικά τα αποτελέσματα της 1ης Οκτώβρη, εξαιτίας των συνθηκών καταστολής κάτω από τις οποίες έγινε η ψηφοφορία. Αναμφίβολα, οι πάνω από 2 εκατομμύρια ψήφοι υπέρ του «Ναι» συγκροτούν ένα σημαντικό κοινωνικό μπλοκ. Το κίνημα ανεξαρτησίας αναπτύχθηκε εκρηκτικά μεταξύ 2012 και 2014, αλλά έκτοτε έμεινε σε γενικές γραμμές στάσιμο, αν και διατηρώντας υψηλά επίπεδα υποστήριξης. Κάποιοι κουράστηκαν από μια ατελείωτη διαδικασία που δεν έδειχνε να καταλήγει πουθενά, αλλά τις τελευταίες μέρες, αναπτύχθηκε μια νέα τάση υποστήριξης, κυρίως εξαιτίας της καταστολής του Ισπανικού Κράτους.
Όσον αφορά την κοινωνική του σύνθεση, στο επίκεντρο της κοινωνικής βάσης του κινήματος για ανεξαρτησία βρίσκονται τα μεσοστρώματα και η νεολαία.
Οφείλουμε να περιγράψουμε σε αδρές γραμμές το δρόμο προς τη ριζοσπαστικοποίηση του κινήματος υπέρ της ανεξαρτησίας: εφαρμογή επειγόντων πολιτικών και κοινωνικών μέτρων ως πακέτο απάντησης στην κρίση, προτεραιότητα στην έναρξη μιας συντακτικής «διαδικασίας» και δημιουργία ενός πλαισίου που θα μπορεί να περιλαμβάνει και όσους δεν θέλουν υποχρεωτικά την ανεξαρτησία αλλά υποστηρίζουν κάποιου είδους συνταγματικής ρήξης με το κράτος.
Πραγματικά, η απουσία μιας συμμαχίας ανάμεσα στους οπαδούς της ανεξαρτησίας και όσους υποστηρίζουν το δικαίωμα της Καταλονίας να αποφασίσει, ήταν μια από τις μεγαλύτερες στρατηγικές αδυναμίες της διαδικασίας.
Δεύτερον, το κίνημα ανεξαρτησίας πρέπει να διατηρήσει την δύναμη που έδειξε μετά τις 20 Σεπτέμβρη, τις μέρες προς την 1η Οκτώβρη και την ίδια τη μέρα του δημοψηφίσματος. Οι δημοκρατικές από τα κάτω πρωτοβουλίες όπως οι CDR (οι Επιτροπές Υπεράσπισης του Δημοψηφίσματος που αυτό-οργανώθηκαν τις μέρες προς το δημοψήφισμα) πρέπει να συνεχιστούν, με οποιαδήποτε μορφή. Πέρα από την ANC και το Omnium (οι δύο κεντρικές οργανώσεις που ηγούνται του «επίσημου» κινήματος για ανεξαρτησία), ο κόσμος πρέπει να χτίσει πλατιές επιτροπές που δεν θα υποτάσσονται σε αυτές τις δύο οργανώσεις, αν και θα διατηρούν μια πολιτική ενότητας απέναντί τους.
Ως τις 20 Σεπτέμβρη, η δραστηριοποίηση υπέρ της ανεξαρτησίας ήταν περιορισμένη στην εντυπωσιακή ετήσια κινητοποίηση κάθε 11 Σεπτέμβρη, αλλά δεν είχε ιδιαίτερη δυνατότητα να αντιδρά σε σημαντικές στιγμές ή να ξεπερνά την ANC ή το Omnium όταν αυτές οι οργανώσεις επέλεγαν να αντιδράσουν παθητικά στις εξελίξεις. Η απάντηση δεν είναι μια επιστροφή στην παλιά κανονικότητα, αλλά στη συντήρηση της δυναμικής της αυτο-οργάνωσης που εμφανίστηκε την 1η Οκτώβρη.
Τρίτον, οι δυνάμεις υπέρ της ανεξαρτησίας πρέπει να αναπτύξουν μια πολύ πιο σύνθετη προοπτική όσον αφορά τον αγώνα, τη σύγκρουση και τη νίκη. Το κίνημα συχνά χρησιμοποιεί τον όρο «αποσύνδεση» για να περιγράψει την ανεξαρτησία. Μια λέξη που ενώ εκπέμπει μια ελκυστική εικόνα ήσυχης αλλαγής, υπεραπλουστεύει τι σημαίνει πραγματικά μια ρήξη με το κράτος.
Η επίσημη αφήγηση επιμένει ότι η ανεξαρτησία αποτελεί μετάβαση από μια νομιμότητα σε μια άλλη, αγνοώντας το γεγονός ότι αν η πρώτη «νομιμότητα» δεν αποδεχτεί αυτή την αλλαγή, ακολουθεί ένας αγώνας στον οποίο παίζει αποφασιστικό ρόλο η ωμή δύναμη.
Τέταρτον, οι δυνάμεις υπέρ της ανεξαρτησίας πρέπει να επιδιώξουν και να συνάψουν συμμαχίες σε όλο το ισπανικό κράτος. Το κίνημα καλωσόρισε την αλληλεγγύη που δέχτηκε έξω από την Καταλονία, ως απάντηση στην εντεινόμενη καταστολή, αλλά στήριξε τη στρατηγική του στη μονομερή δράση, χωρίς να αναζητεί υποστήριξη σε άλλα μέρη της Ισπανίας.
Αυτή η υποστήριξη είναι σήμερα πιο αναγκαία από ποτέ. Όσο το PP εκτιμά ότι η σιδερένια πυγμή το ωφελεί περισσότερο βραχυπρόθεσμα, θα συνεχίζει την κατασταλτική του πολιτική. Το κίνημα για ανεξαρτησία πρέπει να τοποθετήσει τον αγώνα του μέσα στο πλαίσιο της ευρύτερης μάχης ενάντια στο καθεστώς του 1978, χωρίς να τον αυτοδιαλύει μέσα σε αυτή.
Το εσωτερικό μέτωπο
Το κίνημα ανεξαρτησίας συγκρούεται με το Ισπανικό Κράτος, αλλά το ίδιο το κίνημα αντιμετωπίζει και μια εσωτερική διαπάλη. Η πιο αποφασιστική μάχη θα εξελιχθεί γύρω από το αν θα μπορέσουν οι ριζοσπαστικές δυνάμεις στο εσωτερικό του κινήματος να ξεπεράσουν το μπλοκ που έχουν δημιουργήσει η Καταλανική κυβέρνηση, η ANC και το Οmnium Cultural.
Τα γεγονότα μετά τις 20 Σεπτέμβρη, ειδικά η αυτο-οργάνωση από τα κάτω και η ριζοσπαστικοποίηση του κινήματος, μπορούν να ευνοήσουν τις πιο αριστερές δυνάμεις, τόσο πολιτικά (κυρίως την CUP) όσο και κοινωνικά. Τέλος, ο ρόλος που θα παίξει η Catalonia en Comu σε αυτήν την πάλη θα είναι καθοριστικός στο να κριθεί αν θα στραφεί αυτή η κατάσταση προς τα αριστερά. Μέχρι τις 20 Σεπτέμβρη, ο σχηματισμός της Άντα Κολάου παρέμενε παθητικός. Το κόμμα διατύπωσε τη θέση του μόνο όταν εξωθήθηκε από τις εξελίξεις, και τότε επέλεξε να υπερασπιστεί τη διαδικασία του δημοψηφίσματος ως μια μορφή κινητοποίησης, χωρίς να δεσμεύεται για την επιτυχία του ή να καλεί σε μαζική συμμετοχή.
Μετά την κατασταλτική στροφή του κράτους, ωστόσο, η Catalonia en Comu τροποποίησε τη θέση της και συμμετείχε στην κινητοποίηση, αν και δεν άλλαξε ριζικά το στρατηγικό της προσανατολισμό. Η λευκή ψήφος της Άντα Κολάου -ούτε «ναι» ούτε «όχι»- συνόψισε την αμηχανία του κόμματος απέναντι στη διαμάχη περί ανεξαρτησίας.
Τώρα η Catalonia en Comu πρέπει να διαλέξει: είτε παρακολουθεί τη μάχη από απόσταση είτε μπαίνει στη σύγκρουση με το κράτος και υποστηρίζει μια συντακτική διαδικασία. Μπορεί να αναλάβει αυτόν τον ενεργό ρόλο έχοντας διπλό στόχο: να συγκρουστεί με το συγκεντρωτικό κράτος και να σπάσει την ηγεμονία της Δεξιάς και της κεντροαριστεράς στο κίνημα ανεξαρτησίας.
Μια τέτοια στάση δεν σημαίνει υποχρεωτικά την υποστήριξη σε πλήρη ανεξαρτησία. Αντίθετα, μπορεί να αποδείξει ότι μια ρήξη με το κράτος έχει γίνει η αναγκαία προϋπόθεση για μια ομοσπονδιακή λύση. Δηλαδή, χωρίς να προδίδει τις δικές της προγραμματικές θέσεις, η Catalonia en Comu μπορεί να υποστηρίξει την ανακήρυξη της Καταλανικής Δημοκρατίας και την έναρξη μιας συντακτικής διαδικασίας.
Το επίδικο δεν αφορά μόνο τη στάση της Catalonia en Comu απέναντι στη διαμάχη για την ανεξαρτησία, αλλά τον ίδιο το δικό της προσανατολισμό σε μια πολιτική ρήξης και νέας συντακτικής διαδικασίας.
Το Podem (ΣτΜ: το Podemos της Καταλονίας, διακριτό από το «κεντρικό») είχε πιο ενεργή και σαφή θέση απέναντι στο δημοψήφισμα. Αρνήθηκε το δεσμευτικό χαρακτήρα της ψηφοφορίας και ακόμα κάλεσε τη βάση του να ψηφίσει «Όχι», αλλά αυτές οι θέσεις έρχονται σε αντίφαση με την πρότασή του να ανοίξει μια συντακτική διαδικασία.
Τώρα το Podem πρέπει να αποφασίσει αν θα μείνει έξω από την επόμενη φάση της σύγκρουσης με το κράτος ή αν θα έχει μια ενεργή πολιτική προς το μπλοκ υπεράσπισης της «κυριαρχίας» και αν θα συμβάλει στην προσπάθεια να υποσκελιστεί η δεξιά πτέρυγα αυτού του μπλοκ.
Επομένως, η Αριστερά πρέπει να αντεπεξέλθει σε τρία συνδεδεμένα μεταξύ τους καθήκοντα: να διατηρήσει την ενωτική δράση του κινήματος της ανεξαρτησίας ενάντια στο Ισπανικό Κράτος, να διαμορφώσει ένα δημοκρατικό και αντικατασταλτικό μπλοκ που θα πηγαίνει πέρα από τα όρια του ανεξαρτησιακού κινήματος και να αγωνιστεί για την αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών στην Καταλονία υπέρ της Αριστεράς.
Το τελευταίο σημείο μας οδηγεί σε μια πολύ θεμελιώδη ερώτηση: Τι σημαίνει ο όρος «ανεξαρτησία» και πώς συνδέεται με την έννοια της «κυριαρχίας»; Το «επίσημο» κίνημα παρουσιάζει την ανεξαρτησία ως τη λύση σε όλα τα προβλήματα της Καταλονίας, ενώ αφήνει την έννοια κενή κάθε συγκεκριμένου περιεχομένου. Στην πραγματικότητα, το επίσημο κίνημα ανεξαρτησίας, και στη νεοφιλελεύθερη και στην κεντροαριστερή εκδοχή του, θα παράξει ανεξαρτησία χωρίς πραγματική κυριαρχία, σε ένα κράτος που θα είναι επισήμως ανεξάρτητο αλλά θα παραμένει υποτελές στην Ε.Ε., ευνοϊκό προς τις διεθνείς εμπορικές συμφωνίες όπως η TTIP και σε πολιτικές που ευνοούν τις πολυεθνικές.
H Αριστερά πρέπει να επεξεργαστεί το πώς θα συνδέσει μια πρόταση για πολιτική αλλαγή με μια πρόταση για ένα άλλο κοινωνικό, οικονομικό, θεσμικό μοντέλο, ώστε να ξεπεραστεί η αλλαγή χωρίς αλλαγή που ενσαρκώνει η επίσημη ανεξαρτησία.
Αντιφάσεις
Όσοι στην Αριστερά, τόσο της Καταλονίας όσο και του Ισπανικού Κράτους, παρέμειναν απέναντι στο κίνημα ανεξαρτησίας ή έξω από αυτό, έχουν τονίσει αρκετές φορές, με λιγότερη ή περισσότερη αξιοπιστία, τις αναρίθμητες αντιφάσεις αυτής της διαδικασίας.
Αλλά η διαρκής επιμονή στις αντιφάσεις της διαδικασίας αντικατοπτρίζει μια υπερβολικά σχολαστική στάση απέναντι στην ίδια την κοινωνική πραγματικότητα η οποία δυστυχώς συχνά εμφανίζεται σε αρκετές αναλύσεις της Αριστεράς όταν αντιμετωπίζουν φαινόμενα που δεν ταιριάζουν στα προ-αποφασισμένα «σχήματα» που έχουν στο μυαλό τους οι συγγραφείς.
Κάθε αντικαπιταλιστική στρατηγική χρειάζεται να μάθει πώς εργαζόμαστε μέσα σε ένα πλαίσιο αντιφάσεων και ορίων, για να προσπαθήσουμε να επιλύσουμε τις πρώτες σε απελευθερωτική κατεύθυνση και να ξεπεράσουμε τους περιορισμούς των δεύτερων. Η πιο καθαρή στρατηγική είναι αυτή ακριβώς που ξέρει πώς να κινείται μέσα σε έναν μη-καθαρό, αντιφατικό και σύνθετο κόσμο.
Αντιμέτωπη με τις ατέλειες του καταλανικού κινήματος για ανεξαρτησία, η Αριστερά έχει δύο επιλογές: να προτιμήσει μια παθητική πολιτική που άθελά της θα μεγεθύνει τις ελλείψεις του κινήματος, ή να ακολουθήσει μια ενεργή πολιτική που παρεμβαίνει στην πραγματικότητα και σπρώχνει τη διαδικασία σε μια πιο προοδευτική κατεύθυνση. Η πρώτη επιλογή οδηγεί, ανάλογα την περίπτωση, είτε προς τον αφηρημένο ριζοσπαστισμό και τον προπαγανδισμό είτε προς μια ρουτινιάρικη προσκόλληση στους υπαρκτούς θεσμούς. Κανένα από αυτά τα αποτελέσματα δεν έχει καμία σχέση με μια σοβαρή προσπάθεια αλλαγής του κόσμου.
Όταν οι κοινωνικές διεργασίες επιταχύνονται, όπως συνέβη στην Ισπανία, κάθε στρατηγική σκέψη που δεν θέλει να εξελιχθεί σε απολίθωμα, πρέπει να βουτήξει με το κεφάλι μέσα σε αυτά τα παράδοξα, όπου τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται και όπου οι συνέπειες των δράσεων δεν είναι πάντα σαφείς.
(ολόκληρο στο Rproject.gr)
Απόσπασμα ανακοίνωσης των Αντικαπιταλίστας
Το δημοψήφισμα που έγινε την 1η Οκτώβρη στην Καταλονία φέρνει στο προσκήνιο μια σειρά θεμελιώδη ζητήματα. Η άγρια καταστολή από την κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος (PP) και τον κρατικό μηχανισμό απεικονίζει ένα αυταρχικό πολιτικό σχέδιο που είναι ανίκανο να απαντήσει με πολιτισμένο τρόπο στα δημοκρατικά αιτήματα του λαού. Η εικόνα που εξέπεμψε η κυβέρνηση Ραχόι και έκανε τον γύρο των ΜΜΕ διεθνώς, μας θυμίζει τις σκοτεινές στιγμές του φρανκισμού.
Ο καταλανικός λαός έδειξε και στην 1η Οκτώβρη και τις περασμένες εβδομάδες μια συλλογική θέληση και μια ικανότητα για τεράστια αυτο-οργάνωση. Δημιούργησε ένα μαζικό ειρηνικό κίνημα πολιτικής ανυπακοής: καταλήψεις σχολείων και πανεπιστημίων με τη στήριξη των γειτονιών, ετοιμότητα απέναντι στις αστυνομικές προκλήσεις, τοπικές επιτροπές για την υπεράσπιση του δημοψηφίσματος, μια πλατιά κινητοποίηση που περιλάμβανε εργαζόμενες και λαϊκές τάξεις, ξεπερνώντας τα όρια της «επίσημης» πολιτικής. Το γεγονός ότι το δημοψήφισμα έγινε με επιτυχία, αποδεικνύει ότι δεν βρισκόμαστε μπροστά σε απλούς χειρισμούς μιας πολιτικής ελίτ. Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πλατύ κίνημα, στο οποίο οι απλοί άνθρωποι εξέφρασαν την αποφασιστικότητά τους να αποφασίσουν για τη σχέση που θέλουν να έχουν με το κεντρικό κράτος.
Το κίνημα ανεξαρτησίας στην Καταλονία έβαλε στη συζήτηση δύο ζητήματα που γίνονται όλο και πιο δύσκολο να αρνηθεί κανείς. Από τη μία, ότι είναι ανέφικτο να μεταρρυθμιστεί το Σύνταγμα και το καθεστώς του 1978 προς την κατεύθυνση μιας ομοσπονδίας (που δηλαδή θα αποδέχεται την ελεύθερη θέληση και την κυριαρχία των διαφορετικών μεριών). Από την άλλη, απέδειξε ότι μόνο η μαζική άσκηση πολιτικής ανυπακοής μπορεί να αποτελέσει το εργαλείο με το οποίο οι εργαζόμενες τάξεις μπορούν να ξεπεράσουν τα θεσμικά όρια.
Αυτή τη στιγμή, είναι επείγον να προωθήσουμε ένα δημοκρατικό κίνημα που θα υπερασπίζεται τη νομιμοποίηση των αποφάσεων του καταλανικού λαού και που ταυτόχρονα να αντιμετωπίζει την αντιδραστική επίθεση του PP. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουμε να διαμορφώσουμε μια κοινωνική πλειοψηφία ικανή να κάνει αυτό που δεν μπορεί το καθεστώς: διάλογο μεταξύ ίσων, χωρίς καταπίεση ή καταστολή, προκειμένου να αγωνιστούμε για να χτίσουμε μια ελεύθερη κι ενωμένη δημοκρατική συνύπαρξη, όπου πρωταγωνιστές θα είναι οι «από κάτω» κι όπου η θέληση των άμεσα ενδιαφερόμενων θα αποτελεί τη βάση των αμοιβαίων σχέσεων.