Οι (μέχρι τώρα) 21 νεκροί και οι ασύλληπτες καταστροφές από τις πλημμύρες στη Δυτική Αττική περιγράφουν με τον πιο αναμφισβήτητο τρόπο τον εγκληματικό, τον αδυσώπητα ταξικό, χαρακτήρα των μνημονιακών πολιτικών.
Αφενός, γιατί για άλλη μια φορά τα θύματα ήταν φτωχός κόσμος και οι καταστροφές σάρωσαν τις εργατικές συνοικίες, τη βιομηχανική ζώνη γύρω από την Αθήνα. Οι απολογητές του συστήματος, όσοι στηρίζουν την ερμηνεία της «θεομηνίας», όσοι ψάχνουν για άλλοθι στην ένταση της νεροποντής, έχουν να απαντήσουν στο ερώτημα: πότε είχαμε άραγε νεκρούς από «θεομηνίες» στην Εκάλη, στο Ψυχικό, στη Φιλοθέη;
Αφετέρου, γιατί είναι πλέον σαφής η εναλλακτική ερμηνεία: οκτώ χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης, με τη διαρκή μείωση των δημοσίων δαπανών που επέβαλαν τα μνημόνια, έχουν εγκαταλειφθεί στην τύχη τους τα δημόσια σχολεία και νοσοκομεία, οι εργατογειτονιές, η κοινωνική προστασία, οι στοιχειώδεις υποδομές μιας οργανωμένης κοινωνίας. Αυτή η εικόνα απευθύνει μια σκληρή και πολύ συγκεκριμένη κατηγορία ενάντια στο σημερινό κυβερνητικό συνασπισμό, στη θλιβερή συμμαχία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, που, με εντυπωσιακή ταχύτητα, ευθυγραμμίστηκε απόλυτα με τις μνημονιακές παραδοχές όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων. Απευθύνει όμως και μια προειδοποίηση σχετικά με τις προοπτικές της ΝΔ του Κυρ. Μητσοτάκη: οι ιδέες των ακόμα μεγαλύτερων περικοπών στις κοινωνικές δαπάνες, ο άκρατος νεοφιλελευθερισμός του «μικρότερου κράτους» οδηγούν σε ακόμα σκληρότερη πολιτική ενάντια στους εργαζόμενους και στις λαϊκές δυνάμεις.
Αυτές τις αλήθειες επιχειρεί να «κουκουλώσει» η απάτη του κοινωνικού μερίσματος. Το επικοινωνιακό παιχνίδι γύρω από το ετήσιο εφάπαξ φιλοδώρημα προς όσους έχουν πέσει στην απόλυτη φτώχεια, επιχειρεί να σκεπάσει τις δρακόντειες μειώσεις στις συντάξεις, την κατάργηση των οικογενειακών επιδομάτων στους μισθούς, τη θηριώδη αύξηση της φορολόγησης στη λαϊκή κατανάλωση. Κυρίως, προσπαθεί να «κοιμίσει» την κοινωνία ενόψει των ακόμα σκληρότερων μέτρων λιτότητας που όλοι γνωρίζουν ότι έχει υπογράψει ο Αλ. Τσίπρας, «αναστέλλοντας» όμως την εφαρμογή τους για μετά την 1.1.2019.
Η επίγνωση αυτής της πραγματικότητας δίνει στο πολιτικό παιχνίδι για την κυβερνητική εξουσία έναν χαρακτήρα θεάτρου σκιών: Σε ποιον «θα κάτσει ο μουτζούρης» για να εφαρμόσει το νόμο Κατρούγκαλου (με το κόψιμο των καταβαλλόμενων «παλιών» συντάξεων) και την κατάργηση του αφορολόγητου; Η επόμενη εκλογική αναμέτρηση και η επόμενη κυβέρνηση θα είναι σταθερές επιλογές ή μια σύντομη «μεταβατική κατάσταση» προς τις μεθεπόμενες εκλογές (με άλλον εκλογικό νόμο…) και αφού θα έχει στο μεταξύ «αφομοιωθεί» η σφαγή των λαϊκών εισοδημάτων που έχει προγραμματιστεί για το 2019; Μπορεί να αντέξει αυτή τη νέα δοκιμασία το υπάρχον πολιτικό-κομματικό σύστημα ή πρέπει να προκριθεί ένα μοντέλο «κυβέρνησης τεχνοκρατών» (μια νέα εκδοχή κυβέρνησης Παπαδήμου) στη βάση μιας γενικότερης συναίνεσης των μνημονιακών κομμάτων;
Τα διλήμματα αυτά φάνηκαν ανάγλυφα στη συζήτηση για την ανασυγκρότηση του ΠΑΣΟΚ που πήρε τη μορφή «νέου φορέα» της κεντροαριστεράς. Όπου μετά από εβδομάδες διεργασιών και δύο «γύρους» εκλογών, δεν απαντήθηκε ούτε το στοιχειώδες ερώτημα των πολιτικών συμμαχιών: με τον ΣΥΡΙΖΑ ή με τη ΝΔ;
Σε αυτήν την κατάσταση, η κυβέρνηση καμώνεται ότι κινείται «βάσει σχεδίου». Όμως πρόκειται για σχεδιασμούς με θεμέλια μέσα σε κινούμενη άμμο. Η κυβερνητική κρίση στη Γερμανία –απότοκο της κρίσης στην ΕΕ και στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα– απειλεί να τινάξει τους «χρόνους» του Αλ. Τσίπρα στον αέρα.
Το κλείσιμο της 3ης αξιολόγησης ήταν, λέει, ο πρόλογος για μια επαναδιαπραγμάτευση για το χρέος που, τάχα, θα δημιουργούσε τη βάση για μια νέα εικόνα success story που, με τη σειρά του, θα επέτρεπε μια προσφυγή στις κάλπες (το φθινόπωρο του 2018;) με ελπίδες να περιοριστούν οι απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ και, ίσως, να διασωθούν οι ΑΝΕΛ. Αυτά όλα –που προϋποθέτουν μια ενοποιημένη άποψη των δανειστών με κέντρο τη Γερμανία και μια «φιλική» αντιμετώπιση των σχεδιασμών του Τσίπρα από τη μεριά τους– είναι πιθανό να καταλήξουν στην απαίτηση «να εφαρμόσει τα συμφωνημένα» ο Αλ. Τσίπρας και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, έστω και αν έτσι υποχρεωθούν να βαδίσουν προς ένα εκλογικό Γολγοθά. Γι’ αυτό άλλωστε οι φιλικές στο Μαξίμου εφημερίδες επαναφέρουν τη φιλολογία περί «αρώματος εκλογών» και πιθανών αιφνιδιασμών. Όμως αυτοί οι τακτικισμοί θυμίζουν απλώς τη λαϊκή παροιμία για το έξυπνο πουλί που «από τη μύτη πιάνεται»…
Σε αυτό το τοπίο το κρίσιμο ερώτημα παραμένει σχετικά με τον πόλο μιας συνολικά εναλλακτικής λύσης, δηλ. το μέτωπο της αντιμνημονιακής ριζοσπαστικής Αριστεράς, μέσα στους αγώνες του σήμερα, μέσα στις πολιτικές αντιπαραθέσεις του σήμερα και ενόψει μιας πολιτικής αναμέτρησης με μεγάλη σημασία.