Αποφάσεις σεχταριστικής παθητικότητας
Στο ΝΑΡ είναι ενταγμένο ένα σημαντικό δυναμικό μελών και στελεχών της ριζοσπαστικής Αριστεράς, με καθοριστικό ρόλο στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Σύμφωνα με πολλούς (ακόμα και συστημικούς) πολιτικούς αναλυτές, η εμφάνιση στο πολιτικό προσκήνιο ενός μετώπου όπου θα συνέκλινε η αριστερή πτέρυγα που αποχώρησε από τον ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2015 και οι σύντροφοι και συντρόφισσες από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, θα μπορούσε να έχει καταλυτικές συνέπειες: θα συγκροτούσε έναν πόλο αναφοράς για την αριστερή δυσαρέσκεια απέναντι στο δίπολο Τσίπρα-Μητσοτάκη, θα δημιουργούσε μια βάση ανασύνταξης ενάντια στα φαινόμενα απογοήτευσης/αποστράτευσης, θα έδινε μια προοπτική αριστερής-ριζοσπαστικής αλλά και μαζικής πολιτικής, με μια αξιοσημείωτη οργανωτική δύναμη αφετηρίας κ.ο.κ.
Δυστυχώς οι σύντροφοι του ΝΑΡ απέτυχαν να απαντήσουν σε αυτό το καθοριστικής και συγκεκριμένης πολιτικής σημασίας ερώτημα.
Όπως συχνά συμβαίνει στην Αριστερά, η αποφυγή του συγκεκριμένου επιτεύχθηκε με την καταφυγή στο βερμπαλισμό και στα «μεγάλα σχήματα», που είναι πρακτικά αδύνατο να τεθούν υπό τον έλεγχο των μελών.
Ο υπερκαπιταλισμός
και τα καθήκοντα
Η εισήγηση στο συνέδριο παρουσίασε τις εκτιμήσεις της ΠΕ του ΝΑΡ για τις εξελίξεις στο σύγχρονο καπιταλισμό. Σχεδίασε ένα μάλλον «φουτουριστικό» πίνακα ισοπεδωτικής δύναμης του αντιπάλου μας (ανάπτυξη της κερδοφορίας, 4η βιομηχανική επανάσταση, μετατροπή των εργαζομένων σε σύγχρονους δούλους της ψηφιακής εποχής, κοινοβουλευτικός ολοκληρωτισμός κ.ο.κ.).
Αν τα πράγματα είναι έτσι, τότε πώς μπορεί να εξηγηθεί η παράταση της κρίσης του συστήματος 9 χρόνια μετά το ξέσπασμά της το 2008; Αν έχουμε απέναντί μας έναν «ολοκληρωτικό» καπιταλισμό πώς μπορεί να εξηγηθεί ότι ο πολυαναμενόμενος «φωτεινός κύκλος» δεν λέει να ξεκινήσει και ότι αντίθετα μεγεθύνονται ξανά οι κάθε λογής «φούσκες», νέες και παλιές; Πώς μπορούν να εξηγηθούν όλα τα «απροσδόκητα» στην πολιτική/κρατική οργάνωση του συστήματος (είτε με τη μορφή του Brexit και του Τραμπ, είτε με τη μορφή του Σάντερς και του Κόρμπιν);
Οι μεγαλοστομίες και οι υπερβολές σχετικά με την εκτίμηση του αντιπάλου καλύπτουν προσωρινά τις ανάγκες καταγγελίας του, όμως δεν ερμηνεύουν την πραγματικότητα, δεν εντοπίζουν τους «κρίκους» όπου η παρέμβαση του κινήματος και της Αριστεράς είναι εφικτή, δεν εντοπίζουν τα σημεία όπου οι νίκες του κόσμου μας είναι όχι μόνο αναγκαίες αλλά και πιθανές.
Ως αποτέλεσμα αυτής της ανάλυσης η ΠΕ του ΝΑΡ μας δηλώνει ότι δεν μπορεί να υπάρξει νικηφόρα πολιτική δράση (π.χ. αντιμνημονιακή, αντιφασιστική, αντιπολεμική) χωρίς μια «εργατική-κομουνιστική» επανάσταση… Με μια μονοκοντυλιά ακυρώνεται η σημασία της πολιτικής, της τακτικής, του μεταβατικού προγράμματος και όλων των άλλων απαραίτητων «ενδιάμεσων» εργαλείων/όπλων στα οποία η 3η Διεθνής, στον καιρό του Λένιν, αφιέρωσε το 3ο και το 4ο συνέδριό της…
Θα θέλαμε να θυμίσουμε στους συντρόφους του ΝΑΡ ότι στην παράδοση της Αριστεράς, έχει υπάρξει και στο παρελθόν ένα ανάλογο λάθος: ο καπιταλισμός ζωγραφίστηκε ξανά με τα πιο μελανά χρώματα, στα 1928-29, με την εκτίμηση της εισόδου του στην «3η και επιθανάτια περίοδό του», τα καθήκοντα στη Γερμανία ταυτίστηκαν με αυτά της «εργατικής-κομουνιστικής» επανάστασης, όλες οι άλλες δυνάμεις μέσα στο εργατικό κίνημα περιγράφτηκαν ως «οπορτουνιστές διαφόρων αποχρώσεων» ή και ως «σοσιαλφασίστες». Το αποτέλεσμα ήταν ότι ένα ισχυρό κόμμα, το ΚΚ Γερμανίας, παρακολούθησε μάλλον παθητικά την επέλαση των ναζί προς την εξουσία…
Στους λογαριασμούς με το παρελθόν, η ΠΕ του ΝΑΡ δηλώνει μια κάποια «υπέρβαση»: «Ούτε Μπρέζνιεφ – ούτε Μπερλίνγκουερ, ούτε Φλωράκης – ούτε Κύρκος». Σαφές. Αλλά μένει στα πιο πρόσφατα και στα πιο εύκολα: Αλήθεια με τον Στάλιν και τον Τολιάτι ή με τον Ζαχαριάδη, ήταν όλα καλά, ήταν όλα ανθηρά;
Το κόμμα δεν εξαγγέλλεται
Στη βάση αυτής της ανάλυσης, το ΝΑΡ επιλέγει να συγκεντρώσει την προσοχή του στους εξής στόχους: νέο Κομουνιστικό Κόμμα, νέο Κομουνιστικό Πρόγραμμα.
Η φιλοδοξία είναι απολύτως θεμιτή για κάθε οργάνωση επαναστατών/κομουνιστών. Υπό την προϋπόθεση της επίγνωσης ότι η ίδρυση ενός Κομουνιστικού Κόμματος δεν εξαγγέλλεται. Το Κόμμα δεν είναι μια κάπως μεγαλύτερη οργάνωση και η κάθε οργάνωση δεν είναι ένα κάπως μικρό κόμμα. Το Κόμμα έχει ως αναντικατάστατη προϋπόθεση τη σύνδεση με την τάξη, την οργάνωση μιας έστω και μειοψηφίας, αλλά υπολογίσιμης μειοψηφίας για την κίνηση της τάξης, δηλαδή την οργάνωση ενός σοβαρού τμήματος της εργατικής πρωτοπορίας.
Τα ανάλογα ισχύουν για το πρόγραμμα. Το πολιτικό πλαίσιο κάθε οργάνωσης (μικρότερης ή μεγαλύτερης) για να γίνει Κομουνιστικό Πρόγραμμα οφείλει να εμπεριέχει τη σύνδεσή του με τους αγώνες της τάξης: να έχει τις αιχμές, τις ιεραρχήσεις, τις διαβαθμίσεις, την εσωτερική πειθαρχία μεταξύ πολιτικής και ιδεολογίας που μπορούν να εξασφαλίσουν μόνο οι δεσμοί με τους υπαρκτούς αγώνες του κόσμου μας.
Εξαγγέλλοντας το στόχο του «Κόμματος», οι σύντροφοι του ΝΑΡ αποφεύγουν τα ζητήματα του χρονοδιαγράμματος. Ξεκινώντας από το σημερινό επίπεδο ανάπτυξής τους, ακόμα και αν συσπειρώσουν το δυναμικό στο οποίο απευθύνουν πρόσκληση, σε τι κλίμακα χρόνου μπορούν να φτάσουν στην ίδρυση του κόμματος; Διότι αν η απάντηση αφορά στον «μακρύ χρόνο», τότε εμφανίζεται ο κίνδυνος να τίθεται η απάντηση «Κόμμα» έξω από τα όρια της σημερινής πολιτικής συγκυρίας και των συγκεκριμένων συγκρούσεων που αυτή περιλαμβάνει.
Συμμαχίες
Αυτή η φυγή στο γενικό και στο απώτερο έχει ως αποτέλεσμα (και ως κίνητρο;) την αποφυγή των πιεστικών ερωτημάτων του σήμερα.
Κατ’ αρχήν, μας προκάλεσε εντύπωση η «εύκολη» διαχείριση των προβλημάτων που έχουν ήδη αναδειχθεί στο εσωτερικό του υπαρκτού «μετώπου» όπου δραστηριοποιείται το ΝΑΡ, δηλαδή στις γραμμές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η αποχώρηση των ΑΡΑΝ-ΑΡΑΣ το 2015, η ολοφάνερη πλέον διαφορά στην καθημερινή τακτική μεταξύ ΝΑΡ και ΣΕΚ, αλλά και τα νοσηρά φαινόμενα που εκδηλώθηκαν πρόσφατα μέσα στις γραμμές των ΕΑΑΚ, ξεπερνιούνται με σχολιασμό, χωρίς ερμηνεία και –κυρίως– χωρίς πολιτική πρόταση για την αντιμετώπισή τους. Σκόρπιες λέξεις (όπως η μετατροπή σε «ενιαίο πολιτικό μέτωπο», με «αυτοτελή δομή», με «σεβασμό στις συλλογικές αποφάσεις» και βεβαίως-βεβαίως «αυτοπειθαρχία») μπορεί να είναι απλές ευχές, ή μια δήλωση πρόθεσης του ΝΑΡ να «σφίξει τα λουριά» στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και στα ΕΑΑΚ. Η δυνατότητα, όμως, να το κάνει αυτό σήμερα, είναι μάλλον μικρότερη απ’ ό,τι ήταν όταν ξεκίνησαν οι διεργασίες για το 4ο συνέδριο.
Το κεντρικό ζήτημα είναι ότι μετά το 4ο συνέδριο, το ΝΑΡ βγαίνει οικειοθελώς χωρίς κανένα προσανατολισμό, χωρίς πρόταση, για τις σχέσεις του με τον κόσμο της Αριστεράς, πέρα από τους αγωνιστές/στριες που θα είναι πρόθυμοι να μπουν στις «Επιτροπές» διεύρυνσής του.
Ζωγραφίζοντας τη ΛΑΕ ως δύναμη «διαχειριστική» του συστήματος, κάνει πολλαπλά λάθη. Το μικρότερο λάθος είναι ότι αδικεί κατάφωρα έναν όχι ευκαταφρόνητο αριθμό στελεχών και μελών της Αριστεράς, που είχαν «στρωμένη» τη δυνατότητα να παραμείνουν σε «διαχειριστικές» θέσεις του συστήματος και αρνήθηκαν, προτιμώντας την παραίτηση και τη ρήξη από την προδοσία των πολιτικών δεσμεύσεών τους (σ.σ.: αυτό το «τεστ» είναι λίγο πιο κρίσιμο απ’ ό,τι επιφανειακά φαίνεται. Γιατί στην κρίσιμη περίοδο του 2014-15 ζήσαμε το φαινόμενο πολλών ανένταχτων –αλλά και οργανωμένων– «επαναστατών» που διαγκωνίζονταν για να «χωθούν» στις θέσεις διαχείρισης που υποσχόταν ο ανερχόμενος ΣΥΡΙΖΑ…). Ένα μεγαλύτερο λάθος είναι ότι με την απόφαση αυτή το ΝΑΡ θα είναι υποχρεωμένο να καταγγέλλει ως «διαχειριστικές» τις πολιτικές δράσεις, τα συνθήματα και τις πρωτοβουλίες της ΛΑΕ. Έτσι η διάσπαση των δυνάμεων, η διάλυση των ενωτικών πρωτοβουλιών και η απώλεια πολιτικών ευκαιριών θα μονιμοποιούνται και θα κυλάνε «από τα πάνω προς τα κάτω». Η πολιτική επιλογή που έκανε το 4ο συνέδριο του ΝΑΡ δεν είναι μόνο η απόρριψη της πρότασης για ένα πολιτικό-εκλογικό μέτωπο. Είναι, δυστυχώς, η απόρριψη κάθε συστηματικής ενότητας δράσης ακόμα και από τα κάτω, ακόμα και στους πιο αυτονόητους-κοινούς πολιτικούς στόχους. Είναι ζήτημα απλής πολιτικής εμπειρίας το να κατανοήσει κανείς αυτό το συμπέρασμα, που –ασφαλώς– δεν γράφεται και δεν ομολογείται ανοιχτά.
Οι σύντροφοι του ΝΑΡ περιγράφουν μια ανηλεή επίθεση ενός ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Και απέναντι σε αυτόν τον «οδοστρωτήρα» αντιπροτείνουν μια «τομή»: την ίδρυση ενός νέου Κομμουνιστικού Κόμματος και την εκπόνηση (από τους ίδιους) ενός νέου Κομμουνιστικού Προγράμματος. Το κενό ανάμεσα στην ανάλυση και στην πολιτική πρόταση είναι προφανές και θα παραμείνει ακάλυπτο.
Δυστυχώς επιλέγουν μια σε μικρογραφία παράλληλη πορεία με το ΚΚΕ. Μια πορεία που θα «μιζάρει» στα λόγια και στην προπαγάνδα, στρέφοντας στην πραγματικότητα τη συγκεκριμένη πολιτική δράση στην κατεύθυνση της σεχταριστικής παθητικότητας. Ελπίζουμε ότι στη ζωή, οι σύντροφοι αυτοί που έχουν αποδείξει την προσήλωσή τους στον κόσμο της εργασίας, θα βρουν τη δύναμη να τροποποιήσουν στην πράξη μια λαθεμένη πολιτική που επέλεξαν στο 4ο συνέδριό τους.