Οι ελληνικές εξορμήσεις γίνονται με τις πλάτες των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ
Η αντιπαράθεση Ελλάδας Τουρκίας για τις βραχονησίδες γίνεται στο πλαίσιο της ευρύτερης αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο καπιταλισμών για το μοίρασμα των ΑΟΖ, των πιθανών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων που βρίσκονται κάτω από αυτές, καθώς και για τον έλεγχο των αγωγών που διέρχονται ή θα διέλθουν από την περιοχή. Αλλά υπάρχει η πολύ μεγαλύτερη εικόνα. Δηλαδή η μεγάλη πολεμική κρίση με επίκεντρο τη Συρία -όπου όλοι πολεμούν εναντίον όλων- καθώς και ο κίνδυνος γενικευμένης ανάφλεξης στην Α. Μεσόγειο και τη Μ. Ανατολή με τις διαρκείς απειλές του Ισραήλ εναντίον του Ιράν.
Σε αυτό το γεωπολιτικό τοπίο είναι γνωστό ότι οι ισορροπίες και οι συμμαχίες έχουν ανατραπεί από καιρό. Η Τουρκία έχει έρθει σε ρήξη και με την ΕΕ, αλλά κυρίως με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ. Αντίθετα έχει βρεθεί πιο κοντά στη Ρωσία. Η τελευταία έχει δυναμώσει σε σχέση με την κατάσταση που βρισκόταν τη δεκαετία του 1990 και θέλει επίσης να πάρει το «μερίδιό της» από την περιοχή.
Η Ελλάδα με πρωτοβουλίες διαδοχικών κυβερνήσεων έχει συστήσει τον άξονα με την Κύπρο, την Αίγυπτο και το Ισραήλ, με τις ευλογίες των ΗΠΑ και της ΕΕ και με τη συμμετοχή μεγάλων πολυεθνικών του πετρελαίου. Ταυτόχρονα η Ελλάδα έχει βρεθεί τόσο κοντά στις ΗΠΑ όσο ποτέ στο παρελθόν, καθώς στην Αθήνα υπάρχει η πιο φιλοαμερικανική κυβέρνηση των τελευταίων δεκαετιών. Το πολιτικό ξέπλυμα και οι λιβανωτοί του Τσίπρα προς τον Τραμπ στην πρόσφατη επίσκεψή του στις ΗΠΑ (λιβανωτοί που κανένας άλλος Δυτικοευρωπαίος ηγέτης δεν θα ξεστόμιζε), καθώς και οι προσφορές του Καμμένου για έτερη μεγάλη στρατιωτική βάση (εκτός από τη Σούδα) στην Κάρπαθο είναι οι κορυφές ενός παγόβουνου που εμπεριέχει γνωστές και άγνωστες συμφωνίες κάτω από το τραπέζι.
ΑΟΖ
Σε αυτές τις συνθήκες προέκυψε η νέα ελληνοτουρκική κρίση με αφορμή την υπόθεση της ακταιωρού και των Ιμίων/Καρντάκ.
Όσον αφορά το επεισόδιο με την ακταιωρό, τα ελληνικά ΜΜΕ και τα πολιτικά κόμματα επέδειξαν και πάλι επιλεκτικότητα. Μόλις τον Ιούλιο του 2017 ελληνικό σκάφος του Λιμενικού είχε βάλει με σφαίρες κατά τουρκικού πλοίου και μάλιστα εμπορικού.
Όσον αφορά τα Ίμια/Καρντάκ, σύμφωνα με την κυρίαρχη αντίληψη στην Ελλάδα, αποτελούν κομμάτι της πατρίδας και δεν πρέπει να αποσπασθεί από αυτήν ούτε σπιθαμή της. Βέβαια, οι «τίτλοι ιδιοκτησίας» των βράχων δεν προκύπτουν ευθέως από κάποια διεθνή συμφωνία, καθώς τα νησιά δεν κατονομάζονται (ακόμη και η λέξη Ίμια είναι πολύ πρόσφατη εφεύρεση).
Ο πραγματικός λόγος της αντιπαράθεσης για αυτά είναι η ΑΟΖ και η υφαλοκρηπίδα. Αν είναι ελληνικά και αν είναι βραχονησίδες κι όχι βράχοι, κι αν συντρέχουν κι άλλοι παράγοντες, τότε τα νησάκια έχουν επήρεια δηλ. υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Μαζί με άλλους τέτοιος βράχους λοιπόν στήνεται το παιχνίδι του ουσιαστικού αποκλεισμού της Τουρκίας από όλο και μεγαλύτερες περιοχές του Αιγαίου και (στην περίπτωση του Καστελλόριζου) της Α. Μεσογείου. Πρόκειται, κατ’ ουσίαν, για συστατικό μέρος της τετραμερούς συμφωνίας Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ-Αιγύπτου, που ανακηρύσσουν μεταξύ τους ΑΟΖ, αποκλείοντας την Τουρκία σε μια πολύ στενή λωρίδα κοντά στα παράλιά της. Πρόκειται για επιθετική και όχι αμυντική στρατηγική, η οποία χρησιμοποιεί ταυτόχρονα και νομικά επιχειρήματα αλλά και κανονιοφόρους – άλλοτε γαλλικές και ιταλικές, άλλοτε ισραηλινές και αμερικάνικες.
Είναι σε αυτό το πλαίσιο που το Ισραήλ κατάφερε να βγει από την απομόνωσή του. Μάλιστα πολύ πρόσφατα (19/2/18) ο Νετανιάχου υπέγραψε συμφωνία με τον δικτάτορα της Αιγύπτου, Σίσι, για πώληση ισραηλινού φυσικού αερίου στο Κάιρο. Και σε αυτό τον «έρωτα» καθοριστικό ρόλο έπαιξαν οι ελληνικές κυβερνήσεις που λειτουργούσαν ως ενδιάμεσοι για όσο καιρό ήταν αδιανόητο για την αραβική κοινή γνώμη μια αραβική χώρα να κάνει ευθέως μπίζνες με το σιωνιστικό κράτος.
Και είναι σε αυτό πλαίσιο και εξαιτίας αυτής της τετραμερούς συμμαχίας που το Ισραήλ έχει απελευθερωθεί να κινείται εξαιρετικά απειλητικά με στόχο το Ιράν.
Απομόνωση
Η Τουρκία του Ερντογάν είναι απομονωμένη από τις δυτικές συμμαχίες που είχε στο παρελθόν. Η Γερμανία πάγωσε τις πωλήσεις αρμάτων Leopard στον τουρκικό στρατό μετά την εισβολή στο Αφρίν, κρατώντας σε κακό επίπεδο τις ήδη τεταμένες σχέσεις Βερολίνου-Άγκυρας.
Ο Ερντογάν προσπάθησε να τα βρει με την Ιταλία δηλ. να μεταπείσει τον ιταλικό κολοσσό ENI, ώστε να μην προχωρήσει σε έρευνες και γεωτρήσεις σε περιοχές που η Άγκυρα αμφισβητεί γύρω από την Κύπρο. Το αίτημά του το έκανε γνωστό ο ίδιος ο Τούρκος πρόεδρος μετά τις συναντήσεις του με τον Ιταλό πρόεδρο Ματαρέλα και τον πρωθυπουργό Τζεντιλόνι. Το πιο πιθανό είναι ότι η παρέμβασή του δεν είχε αποτέλεσμα. Μια μέρα μετά, η ιταλική ENI επιβεβαίωσε με επίσημη ανακοίνωσή της αυτό που ήταν ήδη γνωστό και είχε προκαλέσει την επίσκεψη του Ερντογάν στη Ρώμη. Ότι η γεώτρηση στο στόχο «Καλυψώ 1» στο Οικόπεδο 6 της κυπριακής ΑΟΖ, το οποίο εκμεταλλεύεται η ιταλική εταιρία σε κοινοπραξία με τη γαλλική Total, έδειξε «μία υποσχόμενη ανακάλυψη αερίου και επιβεβαιώνει την επέκταση του μοντέλου Zohr στην κυπριακή ΑΟΖ».
Ως απάντηση η Άγκυρα έσπευσε να εξαγγείλει ναυτικά γυμνάσια δεσμεύοντας περιοχές της Α. Μεσογείου για ναυτικά γυμνάσια.
Ο Ερντογάν διαπίστωσε επίσης ότι έχει απέναντί του όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στις 13/2 Ευρωπαϊκή Επιτροπή έστειλε νέα προειδοποίηση προς την Άγκυρα ότι πρέπει να απέχει «από αρνητικές δηλώσεις που βλάπτουν τις σχέσεις καλής γειτονίας» και «από κάθε προστριβή, απειλή ή ενέργεια έναντι ενός κράτους-μέλους, διαταράσσοντας τις σχέσεις καλής γειτονίας και την ειρηνική επίλυση διαφορών», αναφερόμενη σαφώς στην Ελλάδα. Η Επιτροπή έχει επισημάνει, επίσης, «την ανάγκη να σεβαστεί η Τουρκία την κυριαρχία των κρατών-μελών σε ό,τι αφορά τη χερσαία επικράτεια, τα εθνικά χωρικά ύδατα και τον εθνικό εναέριο χώρο τους».
Την επομένη ο ίδιος ο πρόεδρος της Επιτροπής, ο Ζ.-Κ. Γιούνκερ, όταν ρωτήθηκε για τις πρόσφατες εντάσεις στις σχέσεις της Τουρκίας με την Ελλάδα και την Κύπρο, είπε ορθά κοφτά και χωρίς διπλωματικές αβρότητες: «Είμαι απόλυτα κατά της στάσης της Τουρκίας».
Ούτε η συνάντηση-μαμούθ του Ερντογάν με τον ΥΠΕΞ των ΗΠΑ, Ρεξ Τίλερσον δεν χαλάρωσε τις εντάσεις και τις διαφωνίες της Άγκυρας με την Ουάσινγκτον. Η Τουρκία ζητά από τις ΗΠΑ να διαρρήξουν πλήρως τις σχέσεις τους με τους Κούρδους του YPG στη Συρία και να τους πάρουν πίσω τα όπλα που τους έχουν δώσει –φυσικά οι Αμερικανοί αρνήθηκαν και τα δύο.
Όπως εύστοχα παρατηρεί το «Βήμα» (18/2), η Τουρκία έχει απομονωθεί από τις δυτικές συμμαχίες της –και αυτό πιστώνεται στις επιτυχίες των ελληνικών κυβερνήσεων –σε αντίθεση με την «πεπατημένη» που επιμένει να κάνει κριτική στις εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις από πιο εθνικιστικές θέσεις, βλέποντας διαρκώς «εθνικά στραπάτσα» και «εθνικές υποχωρήσεις». «Αυτό [σ.σ.: η απομόνωση της Τουρκίας] είναι κάτι που πολλοί επιθυμούσαν στην Ελλάδα εδώ και χρόνια», αναφέρει επί λέξει η μία από τις δύο ναυαρχίδες του ελληνικού αστικού Τύπου. Όμως ο ίδιος αρθρογράφος έρχεται, από διαφορετική διαδρομή και για διαφορετικούς στόχους, να επισημάνει αυτό που λένε οι διεθνιστές και άλλοι «αιρετικοί»: οι επιτυχίες της ελληνικής αστικής τάξης, δεν σημαίνουν παγίωση της ειρήνης (όπως στο εσωτερικό της χώρας δεν σημαίνουν καλύτερη ζωή για τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού), αλλά αντίθετα είναι δυνατό να προκαλέσουν από απλές εντάσεις έως πολεμικά επεισόδια. Όταν στριμώξεις τον αντίπαλο στα σχοινιά του ρινγκ, είναι πιθανό να φας μερικές κάτω από τη ζώνη.
Επιθετικότητα
Από την άλλη αυτή η απομόνωση της Τουρκίας εξηγεί την επιθετική απάντηση του Κοτζιά στην πρόσφατη κρίση. Ο Έλληνας ΥΠΕΞ διαμήνυσε πως δεν θα υπάρξει ξανά ειρηνική συμπεριφορά από την ελληνική πλευρά. «Είμαστε ένα συγκροτημένο κράτος, με καλή άμυνα, καλά αμυντικά συστήματα, καλούς συμμάχους, υψηλή διπλωματική χωρητικότητα», είπε. Η θερμοπολεμική αυτή δήλωση συνοδεύτηκε από άλλη μια κυνική, αλλά σωστή, διαπίστωση εκ μέρους του Έλληνα ΥΠΕΞ ότι η Τουρκία βρίσκεται σε δυσκολίες διότι «δεν πάει καλά στη Συρία, έχει το μέτωπο του Ιράκ ανοικτό, με την Αρμενία έχει κλειστά τα σύνορά της, με το Κυπριακό συμπεριφέρεται ως καουμπόι στα ανοικτά της Ανατολικής Μεσογείου, λόγω της ΑΟΖ και από το γεγονός ότι έχουν βρεθεί, όπως φαίνεται, μεγάλες ποσότητες φυσικού αερίου».
Η τουρκική πλευρά ενοχλείται επίσης από την πορεία των συνομιλιών της Ελλάδας με γειτονικές της χώρες σχετικά με την ΑΟΖ, προσέθεσε ο Κοτζιάς υπονοώντας τη συμφωνία που φαίνεται να κλείνει με την Αλβανία. Πράγματι, την ώρα που η Ελλάδα κλείνει και αυτό το διπλωματικό μέτωπο, η Τουρκία έχει ανοιχτά όχι μόνο διπλωματικά, μα και στρατιωτικά μέτωπα με όλες τις γειτονικές της χώρες.
Αυτή η «νευρικότητα» είναι προφανώς ο μόνος δρόμος που έμενε στην Τουρκία, η κυβέρνηση της οποίας έχει εκτοξεύσει ευθείες απειλές ακόμη και κατά των ΗΠΑ. Στα μέσα Φλεβάρη ο Τούρκος υπουργός Άμυνας, Ν. Τσανικλί δήλωσε στο γαλλικό πρακτορείο ειδήσεων ότι «θα πάμε στη Μάνμπιτζ [σ.σ. περιοχή που ελέγχεται από τις κουρδικές δυνάμεις του YPG]. «Αν είναι εκεί, τόσο το χειρότερο για εκείνους» είπε, απευθυνόμενος προς τις ειδικές δυνάμεις των ΗΠΑ που συνεργάζονται με το YPG.
Ακόμη και την Ελλάδα η τουρκική κυβέρνηση την βλέπει ως μέρος των αμερικανικών σχεδίων. Η περίφημη δήλωση του συμβούλου του Ερντογάν, Γιγκίτ Μπουλούτ, που παρομοίαζε την Ελλάδα με μύγα, έγινε σε ένα συνολικότερο πλαίσιο, όπου τόνιζε (μιλώντας στο τουρκικό TRT) πως «δεν έχει αμφιβολία» ότι οι ΗΠΑ σχεδιάζουν να σπρώξουν την Ελλάδα στο να επιτεθεί στην Τουρκία, την ώρα που η τελευταία έχει ανοιχτό μέτωπο στη Συρία.
Είναι εντυπωσιακές οι ομοιότητες όσον αφορά τα ιδεολογικά αφηγήματα σε Ελλάδα και Τουρκία και στις αντίστοιχες πολιτικές συμπεριφορές: Για δεκαετίες, ακόμη και μέσα στην ελληνική Αριστερά το αφήγημα ήταν πως η χώρα απειλείται από ΗΠΑ-ΝΑΤΟ που εξωθούν την Τουρκία εναντίον μας. Σήμερα –σύμφωνα με το «Βήμα»– το ποσοστό αντιαμερικανισμού στον τουρκικό πληθυσμό είναι 83%, ενώ η αντίθεση στο ΝΑΤΟ φτάνει το 67%. Και η τουρκική αντιπολίτευση –κυρίως αυτής που βρίσκεται αριστερά του Ερντογάν, δηλ. το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα– πλειοδοτεί σε εθνικισμό καλυπτόμενο με τον μανδύα του αντιαμερικάνικου αντιιμπεριαλισμού (π.χ. ο ηγέτης του κόμματος Κ. Κιλιντσάρογλου κατηγορεί τον Ερντογάν ότι παραδίδει 18 τουρκικά νησιά στην Ελλάδα).
Και μπορούν εύκολα να καταθέσουν και νομικά επιχειρήματα για την ελληνική επεκτατικότητα και προκλητικότητα: Γιατί ενώ είναι βέβαιο ότι το τουρκικό κράτος κατά καιρούς έχει παραβιάσει πολλές φορές διεθνείς συνθήκες, δεν είναι μόνο η μία πλευρά που παραβιάζει τις διεθνείς συνθήκες.
Συνθήκες
Το άρθρο 13 της συνθήκης της Λοζάνης αναφέρει επί λέξει: «Προς εξασφάλισιν της ειρήνης, η Ελληνική Κυβέρνησις υποχρεούται να τηρή εν ταις νήσοις Μυτιλήνη, Χίω, Σάμω και Ικαρία τα ακόλουθα μέτρα: Αι ειρημέναι νήσοι δεν θα χρησιμοποιηθώσιν εις εγκατάστασιν ναυτικής βάσεως ή εις ανέγερσιν οχυρωματικού τίνος έργου».
Επίσης η συνθήκη προβλέπει την αποστρατιωτικοποίηση της Λήμνου και της Σαμοθράκης. Πολύ αυστηρότερη αποστρατιωκοποίηση προβλέπεται για τα Δωδεκάνησα, σύμφωνα με τη Συνθήκη των Παρισίων του 1947 με την οποία η Ιταλία τα παραχώρησε στην Ελλάδα (προσαρτήθηκαν το 1948). Σύμφωνα με το άρθρο 14 της Συνθήκης όλες οι Κυκλάδες «θα αποστρατιωτικοποιηθώσι και θα παραμείνωσι αποστρατιωτικοποιημέναι».
Η τωρινή αντιπαράθεση γίνεται σίγουρα με καλύτερους πολιτικούς όρους όσον αφορά την ελληνική πλευρά, καθώς έχει όλους τους μεγάλους παίκτες με το μέρος της. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μπορεί να επιβάλει μια μόνιμη ειρήνη στην περιοχή. Οι Έλληνες καπιταλιστές μπορεί να κερδίζουν πολλά στη νέα τράπουλα που μοιράζεται (από συμμετοχή στις εξορύξεις και στα κέρδη τους, συμμετοχή στην κατασκευή των αγωγών υδρογονανθράκων και στα κέρδη τους, μεγάλη ελευθερία οικονομικών κινήσεων στα Βαλκάνια κ.λπ.). Ωστόσο, ο λαός δεν έχει να περιμένει ούτε ψίχουλο από αυτά τα κέρδη. Μόνο να πληρώσει, θα κληθεί. Σε χρήμα και πιθανά σε αίμα.