Ένα από τα βασικά επιχειρήματα προάσπισης της αστικής Δικαιοσύνης που χρησιμοποιούν οι κυρίαρχοι απέναντι στην κριτική που ασκείται στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης καθώς και στις δικαστικές κρίσεις σχετίζεται με την ανεξαρτησία και αμεροληψία αυτής.
Με όχημα φιλελεύθερες έννοιες όπως η ισότητα, η αξιοκρατία, η τάξη, η ισονομία, οι κυβερνώντες δημιουργούν άλλοθι για την αναλγησία που επιδεικνύει το δικαστικό σύστημα απέναντι στους υποτελείς.
Η αποδόμηση της κυρίαρχης αφήγησης ωστόσο προκύπτει από την ίδια την πραγματικότητα, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Σύμφωνα με τη μαρξιστική αντίληψη, τόσο το δίκαιο όσο και ο τρόπος οργάνωσης της Δικαιοσύνης είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την έννοια του κράτους και διαπερνώνται από τις ταξικές κοινωνικές διακρίσεις που υπάρχουν στο εκάστοτε κοινωνικό σύστημα. Και ενώ το δίκαιο αποτυπώνει τη θέση της κυρίαρχης τάξης αποτελώντας το νομικό εποικοδόμημα πάνω σε μια ορισμένη βάση παραγωγικών σχέσεων, η Δικαιοσύνη συνιστά εργαλείο αυτής της εκμετάλλευσης και καταπίεσης.
Κατ’ ουσία η αστική Δικαιοσύνη είναι ο ορισμός της θεσμοποιημένης αδικίας. Επιμένει να αυτοαποκαλείται ανεξάρτητη και αμερόληπτη, τη στιγμή που σωρεία δικαστικών αποφάσεων αποδεικνύουν το αντίθετο. Ιδιαίτερα την εποχή των μνημονίων και της λιτότητας, η παρέκβαση των δικαστικών λειτουργών από το γράμμα και το πνεύμα του νόμου και η σύνταξη με την κυρίαρχη αφήγηση και ιδεολογία είναι εξόφθαλμη.
Τα παραδείγματα πολλά. Στην περίπτωση της Ηριάννας και του Περικλή, το σκεπτικό της δικαστικής απόφασης καθώς και η καταδίκη σε 13 χρόνια φυλάκισης προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις. Οι δικαστές, βασιζόμενοι σε ένα ανεπαρκές δείγμα DNA και σε ένα τμήμα αποτυπώματος που βρέθηκε στο εσωτερικό ενός βιβλίου, καταδίκασαν τα δύο παιδιά παραγνωρίζοντας τις εκτιμήσεις και τις τοποθετήσεις πραγματογνωμόνων. Οι επισημάνσεις των ειδικών κατά την εξέταση του δείγματος DNA υποδηλώνουν ότι σημειώθηκαν «τραγικά λάθη, σοβαρές ελλείψεις και σημαντικές αποκλίσεις από τους κανόνες που έχει θεσπίσει η διεθνής επιστημονική κοινότητα για την ανάλυση δειγμάτων εγκληματολογικού χαρακτήρα». Η Δικαιοσύνη δίκασε βάσει στερεοτύπων και εικασιών ποινικοποιώντας τις προσωπικές σχέσεις και τις πολιτικές απόψεις.
Την ίδια στιγμή στα ειρηνοδικεία της χώρας πραγματοποιούνται μαζικοί πλειστηριασμοί σε βάρος χιλιάδων συμπολιτών μας. Το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στην πρώτη κατοικία παύει πλέον να θεωρείται δεδομένο και η Δικαιοσύνη δίνει το πράσινο φως σε ένα έγκλημα που συντελείται σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων. Το δικαστικό σύστημα «εξυπηρετεί» την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου μην μπορώντας να κρατήσει ούτε καν τα προσχήματα.
Τελευταίο παράδειγμα της αναλγησίας και εκδικητικότητας της αστικής Δικαιοσύνης αποτελεί η απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών σχετικά με τους Α. Ντάλιο, Ν. Ρωμανό, Δ. Πολίτη, Γ. Μιχαηλίδη, Γ. Τσάκαλο, διατηρώντας άθικτες τις ποινές που τους επιβλήθηκαν σε πρώτο βαθμό. Το γεγονός ότι οι τέσσερις πρώτοι κατηγορούμενοι έχουν αθωωθεί αμετάκλητα για την κατηγορία της ένταξης σε τρομοκρατική οργάνωση άφησε αδιάφορο το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που τους καταδίκασε ως ατομικούς τρομοκράτες, επιβάλλοντάς τους τις αυστηρές ποινές που θα «δικαιολογούνταν» στην περίπτωση εφαρμογής του 187Α (τρομονόμος). Με την απόφαση αυτή κατοχυρώνεται ουσιαστικά στη νομολογία του ελληνικού κράτους η δυνατότητα καταδίκης κάποιου βάσει πολιτικού φρονήματος και πεποιθήσεων. Όπως χαρακτηριστικά επισήμανε πολλές φορές ο εισαγγελέας, και μόνο ο χαρακτηρισμός κάποιου/ας ως αναρχικού/ής μπορεί αυτόματα να χαρακτηρίσει και τις πράξεις αυτού/αυτής ως τρομοκρατικές. Η Δικαιοσύνη με αυτήν την απόφαση-τραγέλαφο ανοίγει το δρόμο σε πολύ επικίνδυνα μονοπάτια. Σήμερα μπορεί να διώκονται μεμονωμένα άτομα, όμως αύριο μπορεί να στοχοποιηθούν το οργανωμένο εργατικό κίνημα και η Αριστερά. Αυτός είναι και ο λόγος που καλούμαστε να εναντιωθούμε στη συνέχιση της κατάστασης εξαίρεσης και του κράτους έκτακτης ανάγκης που υλοποιείται μέσα από τον τρομονόμο και τον νέο σωφρονιστικό κώδικα.
Η Δικαιοσύνη όντας ταξικά προσανατολισμένη λειτουργεί με δυο μέτρα και δυο σταθμά. Από τη μία στέκεται απέναντι σε όσους αντιστέκονται και αγωνίζονται και από την άλλη λειτουργεί προς όφελος των εκπροσώπων του κεφαλαίου. Την ώρα που εκκρεμούν ακόμη δικαστήρια αγωνιστών ενάντια στους πλειστηριασμούς, ενάντια στο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και ενάντια στην εργοδοτική αυθαιρεσία, επιφανείς επιχειρηματίες με προφανή εγκληματική δραστηριότητα κυκλοφορούν ανενόχλητοι χαίροντας δικαστικής ασυλίας. Όσοι μάλιστα από αυτούς αποτελούν τα εξιλαστήρια «θύματα» και τελικά καταδικάζονται, τυγχάνουν ευμενούς μεταχείρισης σε σχέση με τους υπόλοιπους κρατούμενους/ες που βρίσκονται στο «έλεος» του σωφρονιστικού συστήματος. Από τη μία υπάρχουν τα VIP κελιά και από την άλλη οι απειλές απομόνωσης και οι στερήσεις αδειών.
Απέναντι σε όλα αυτά, αντιλαμβανόμαστε ότι η Δικαιοσύνη είναι ένα εργαλείο στα χέρια των «από πάνω». Είναι ταξική και εντέλει ανεξάρτητη από το δίκαιο των πολλών και εξαρτημένη από το δίκαιο των λίγων.