Μαζικά, ενωτικά και αντικαπιταλιστικά
Για όποιον και όποια έχει στοιχειωδώς μια εικόνα για το τι γίνεται αυτή τη στιγμή στο πανεπιστήμιο, είναι παραπάνω από προφανές ότι το φοιτητικό κίνημα και η φοιτητική Αριστερά βρίσκονται σε υποχώρηση και είναι πρόδηλη η αδυναμία να αναπτυχθούν μαζικοί αγώνες σε πανελλαδικό επίπεδο. Το σοκ της μνημονιακής μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ (και η συνεπακόλουθη απογοήτευση στη συντριπτική πλειοψηφία της νεολαίας), καθώς και η σταδιακή εμπέδωση μιας νέας φοιτητικής καθημερινότητας, οι εντατικοί ρυθμοί σπουδών, ο ανταγωνισμός και ο ατομισμός, δημιουργούν μια συνθήκη εξαιρετικά δυσμενή για τη φοιτητική Αριστερά. Αν λάβει κανείς υπόψη και τη στρατηγική του Υπουργείου Παιδείας να εξαπολύει επιθέσεις σε διαφορετικά τμήματα/σχολές και σε διαφορετικό χρόνο, μπορεί να κατανοήσει τις πραγματικές δυσκολίες που καθορίζουν τη συγκυρία. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι φοιτητές/τριες είναι πολλά και σκληρά, τόσο από μια εξουθενωτική καθημερινότητα μέσα στις σχολές, όσο και από τη συνεχιζόμενη μνημονιακή βαρβαρότητα η οποία έχει πολύ σκληρές επιπτώσεις στους όρους διαβίωσης της σπουδάζουσας νεολαίας.
Η φετινή χρονιά, σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες, έρχεται να διαρρήξει την παραπάνω πραγματικότητα, καθώς σημαντικοί αγώνες έχουν αναπτυχθεί το τελευταίο διάστημα. Αρχίζει και γίνεται ολοένα και πιο φανερό ότι το παραλυτικό σοκ μετά το καλοκαίρι του 2015, στο οποίο εγκλωβίστηκαν οι κοινωνικές αντιστάσεις, ξεπερνιέται και ξαναβγαίνουν στο προσκήνιο αγώνες, που αναζητούν το βηματισμό τους για να ξαναπιάσουν το νήμα της μαζικής κοινωνικής αντίστασης απέναντι στην κυβέρνηση Τσίπρα.
Οι πολύμηνοι αγώνες που ξέσπασαν φέτος στα ΤΕΙ Αθήνας και Πειραιά ενάντια στο σχέδιο για το Πανεπιστήμιο Δυτική Αττικής, οι κινητοποιήσεις στη Φιλοσοφική Αθήνας ενάντια στην απόσπαση επαγγελματικών δικαιωμάτων, οι κινητοποιήσεις των Πολιτικών Μηχανικών του ΕΜΠ για τις κλάσεις των μηχανικών και στη Θεσσαλονίκη ενάντια στην επιβολή διδάκτρων στα μεταπτυχιακά, καθώς και οι μαζικές κινητοποιήσεις στην Ξάνθη, συνθέτουν ένα σκηνικό «αφύπνισης» του φοιτητικού κινήματος με βασικό χαρακτηριστικό τη μαζική συμμετοχή ανθρώπων που μέχρι χθες ούτε κινητοποιούνταν, ούτε είχαν απαραίτητα κάποια σχέση με κάποια δύναμη της φοιτητικής Αριστεράς.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει ένα κοινό χαρακτηριστικό με εξαιρετική σημασία: Η βασική προϋπόθεση για να γίνει εφικτή η παραπάνω κίνηση ήταν η κοινή-μετωπική δράση της φοιτητικής Αριστεράς, που από τη μία κατάφερε να ξανακερδίσει μέρος της χαμένης της αξιοπιστίας, αλλά και να συσπειρώσει ευρύτερα τμήματα φοιτητών/τριών, ζωντανεύοντας εκ νέου τους Φοιτητικούς Συλλόγους με μαζικές Γενικές Συνελεύσεις που έπαιρναν αγωνιστικές αποφάσεις για εβδομάδες ή –στην περίπτωση του ΤΕΙ Αθήνας– για μήνες.
Η αναγκαιότητα συντονισμού και πολιτικοποίησης
Οι θετικές εξελίξεις του «ξεμουδιάσματος» του κινήματος έρχονται και από άλλους χώρους, έξω από τα πανεπιστήμια, όπως οι εκπαιδευτικοί, με το μέτωπο των αναπληρωτών καθηγητών στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση να είναι ακόμα ανοιχτό, αλλά και στο μέτωπο των νοσοκομειακών γιατρών υπάρχει σημαντική κινητικότητα, κάτι που συνηγορεί στην εκτίμηση ότι το κοινωνικό ρήγμα που έχουν δημιουργήσει οι βάρβαρες μνημονιακές πολιτικές λιτότητας παραμένει ενεργό και υπάρχουν ακόμα οι δυνατότητες –έστω και περιορισμένες– για την ανασυγκρότηση και την αντεπίθεση του κινήματος.
Για να καταστεί αυτό εφικτό –και μέσα στο πανεπιστήμιο– υπάρχουν δύο βασικές προϋποθέσεις, πέρα από την αναγκαία κοινή δράση των δυνάμεων της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Η πρώτη είναι η ανάγκη συντονισμού των διαφορετικών αγώνων και κινητοποιήσεων ενάντια σε μια λογική συντεχνιακής συνδικαλιστικής αγωνιστικότητας, για να μπορέσουν να δημιουργηθούν όροι νίκης, κάτι που γίνεται εξαιρετικά περίπλοκο, όταν οι νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις επιχειρούν να εφαρμοστούν με διαφορετικό τρόπο και σε διαφορετικό χρόνο σε διαφορετικά πανεπιστήμια, σε μια προσπάθεια εκμετάλλευσης των –σε γενικές γραμμές– χαμηλών αντανακλαστικών του φοιτητικού κινήματος.
Ο αναγκαίος συντονισμός δεν αφορά μόνο και κυρίως τους διαφορετικούς φοιτητικούς συλλόγους, αλλά και τη σχέση με το εργατικό κίνημα, έχοντας κάποια θετικά δείγματα γραφής από τα πανελλαδικά συλλαλητήρια του προηγούμενου μήνα, στα οποία συμμετείχαν μόνιμοι και αναπληρωτές εκπαιδευτικοί, καθώς και πολλοί φοιτητικοί σύλλογοι, στην κατεύθυνση δημιουργίας ενός πανεκπαιδευτικού μετώπου, στο οποίο το αίτημα για μόνιμη και σταθερή δουλειά μπορεί να συσπειρώσει πολύ ευρύτερα κομμάτια της εκπαίδευσης που πλήττονται αυτή τη στιγμή, αλλά όχι μόνο, καθώς είναι ένα αίτημα το οποίο εκφράζει τις ανάγκες της πλειοψηφίας των εργαζομένων και της νεολαίας.
Η δεύτερη προϋπόθεση είναι η προσπάθεια πολιτικοποίησης της συζήτησης που υπάρχει αυτή τη στιγμή μέσα στους Φοιτητικούς Συλλόγους και η σύνδεση των φοιτητικών κινητοποιήσεων με ζητήματα τα οποία δεν αφορούν συνδικαλιστικά το πανεπιστήμιο, αλλά είναι απολύτως κρίσιμα για τη νεολαία, είτε αυτή σπουδάζει, είτε όχι. Ειδικά στην τρέχουσα συγκυρία, όπου η κούρσα των εξοπλισμών σε Ελλάδα και Τουρκία αυξάνει την πιθανότητα ενός πολεμικού επεισοδίου, όπου στη Συρία συνεχίζεται ακάθεκτος ο πόλεμος «δια αντιπροσώπων» μεταξύ των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, είναι απαραίτητη η προσπάθεια για την πλατιά συσπείρωση της νεολαίας ενάντια στον πόλεμο, τον ιμπεριαλισμό και τον εθνικισμό. Άλλωστε, σε περίπτωση γενικευμένης πολεμικής σύγκρουσης στην περιοχή, θα είμαστε εμείς –οι νέοι– που θα κληθούμε να ρισκάρουμε τις ζωές μας στο βωμό των ανταγωνισμών των αφεντικών σε Ελλάδα και Τουρκία. Η νεολαία οφείλει να είναι στην πρώτη γραμμή ενός μαχητικού αντιπολεμικού και διεθνιστικού κινήματος και οι Φοιτητικοί Σύλλογοι μπορούν να παίξουν κρίσιμο ρόλο σε αυτή την κατεύθυνση.
Η φοιτητική Αριστερά
να σηκώσει το γάντι
Καθώς πλησιάζουν οι φοιτητικές εκλογές, οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς έχουν τη δυνατότητα να δώσουν φέτος ένα διαφορετικό τόνο, ο οποίος θα καθορίζεται από τις αγωνιστικές κινητοποιήσεις των φοιτητών/τριών κατά τους προηγούμενους μήνες, αλλά και από αυτές των εκπαιδευτικών, και θα πρέπει να έχει απαραίτητα ένα ισχυρό αντιπολεμικό και διεθνιστικό μήνυμα, αναδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο τα πραγματικά προβλήματα ενάντια σε μια λογική στείρου συνδικαλισμού –την οποία ενστερνίζονται δυνάμεις της φοιτητικής Αριστεράς– και κυρίως ενάντια στις καθεστωτικές μνημονιακές δυνάμεις της ΔΑΠ και της ΠΑΣΠ, που κάθε χρόνο προσπαθούν να αποπολιτικοποιούν την εκλογική διαδικασία.
Για να μπορέσει να γίνει εφικτό αυτό, είναι απολύτως απαραίτητο να παρθούν άμεσα κοινές πρωτοβουλίες από τις δυνάμεις της ΑΡΕΝ, των ΕΑΑΚ και του ΑΡΔΙΝ, που θα αναδεικνύουν τα παραπάνω ζητήματα και θα μπορέσουν να συσπειρώσουν το αγωνιστικό ριζοσπαστικό κομμάτι των φοιτητών/τριών, το οποίο φαίνεται ότι αναζητά απαντήσεις και τρόπους κινητοποίησης και αυτό μπορεί να το κάνει μια Αριστερά που αναμετριέται με τα πραγματικά προβλήματα και δεν ξοδεύεται σε μικροκομματικούς ηγεμονισμούς, που μόνο απωθητικά μπορούν να λειτουργήσουν και να πλήξουν τη δυνατότητα μαζικής απεύθυνσης.
Δυστυχώς, τα νέα από τις πανελλαδικές διαδικασίες της ΑΡΕΝ και των ΕΑΑΚ, στα τέλη του προηγούμενου Μάρτη, είναι αρκετά αντιφατικά. Από τη μία, η ΑΡΕΝ έκανε κάποια πολιτικά προχωρήματα τόσο σε σχέση με την ανάγκη σύνδεσης των «μικρών» αγώνων και της πάλης ενάντια στα μνημόνια, σε σχέση με την ιεράρχηση ψηλά ενός αντιπολεμικού-διεθνιστικού στίγματος, αλλά και σε σχέση με το προχώρημα της μετωπικής διαδικασίας με τα ΕΑΑΚ και το ΑΡΔΙΝ, έχοντας για παράδειγμα στην απόφασή της (μετά από πίεση του Κόκκινου Δικτύου) την επιδίωξη κοινών συντονιστικών ανά πόλεις.
Ωστόσο, η συμμετοχή των σχημάτων ήταν μικρή, ενώ η περιορισμένη μαζικότητα της διαδικασίας δείχνει ότι οι δυνατότητες της ΑΡΕΝ να «επιβάλει» μια πολιτική κατεύθυνση μέσα στις σχολές δεν είναι και οι καλύτερες.
Από την άλλη, τα ΕΑΑΚ αναλώθηκαν σε μία αντιπαράθεση, όπου στην πραγματικότητα προσπαθούσαν να συμβιβάσουν δύο αντίρροπες πολιτικές κατευθύνσεις: από τη μία η κατεύθυνση ενίσχυσης της πολιτικής συνεργασίας με ισότιμους όρους με την ΑΡΕΝ και το ΑΡΔΙΝ και από την άλλη η κατεύθυνση «ανανέωσης» των ΕΑΑΚ και ανακήρυξής τους στη βασική δύναμη της ριζοσπαστικής Αριστεράς που πρέπει να εγκολπώσει όλες τις υπόλοιπες δυνάμεις υπό την ηγεμονία ενός «κλειστού» αντικαπιταλιστικού προγράμματος, ενάντια στις παραδόσεις των κοινωνικοπολιτικών συσπειρώσεων, που χαρακτηρίζουν τα σχήματα των ΕΑΑΚ εδώ και χρόνια.
Αντικειμενικά, το βάρος πέφτει στις δυνάμεις της ΛΑΕ, στην ΑΡΕΝ και στα ΕΑΑΚ, για να μπορέσει να προχωρήσει η πολιτική συμμαχία της Αριστεράς μέσα στις σχολές και σε αυτό θα συμβάλουμε με κάθε δυνατό τρόπο με τις δυνάμεις του Κόκκινου Δικτύου μέσα από τα σχήματα της ΑΡΕΝ.
Θεωρούμε ότι η θετική παρακαταθήκη της Αριστερής Ανατρεπτικής Συνεργασίας (ΑΑΣ) (συμμαχία ΑΡΕΝ, ΕΑΑΚ, ΑΡΔΙΝ) στις προηγούμενες δύο εκλογές πρέπει να κρατηθεί και να ενισχυθεί πέρα από την εκλογική καταγραφή, η οποία έχει δείξει τα όριά της. Είναι αναγκαίο οι παραπάνω πρωτοβουλίες να έχουν στόχο (και) το ζωντάνεμα της ΑΑΣ, δίνοντάς της σάρκα και οστά μέσα στη φοιτητική καθημερινότητα στην κατεύθυνση ύπαρξης ενός σχήματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς σε κάθε σχολή. Το «αίτημα» αυτό είναι απολύτως ώριμο και έχει αποδειχθεί ότι η μαζική ενωτική δράση είναι αυτή που μπορεί να ζωντανέψει τους Φοιτητικούς Συλλόγους και να οικοδομήσει αντιστάσεις. Οι δυνάμεις του Κόκκινου Δικτύου στις σχολές θα δώσουν όλες τους τις δυνάμεις σε αυτή την κατεύθυνση, μένοντας σταθερά προσανατολισμένοι/ες στη μαζική ενωτική αντικαπιταλιστική πολιτική.