Ο Ραχόι είναι ο πρώτος πρωθυπουργός του Ισπανικού Κράτους που έχασε την πρωθυπουργία μετά από πρόταση μομφής αντιπολιτευτικού κόμματος.
Λίγους μήνες πριν, όταν οργάνωνε τη μεγαλύτερη καταστολή που έχει υπάρξει μεταπολιτευτικά στην Ισπανία, επιχειρώντας να τσακίσει το καταλανικό κίνημα, έμοιαζε πανίσχυρος. Όμως η κυβέρνηση της δεξιάς υπέκυψε στα τραύματά της, πνιγμένη από τα σκάνδαλα διαφθοράς. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Ραχόι ήταν επίσης ο πρώτος πρωθυπουργός στην ιστορία της χώρας που αναγκάστηκε να καταθέσει ενώπιον δικαστηρίου για τις υποθέσεις οικονομικών σκανδάλων, που αφορούν δεκάδες στελέχη του Λαϊκού Κόμματος.
Είναι αυτά τα σκάνδαλα που δημιούργησαν ένα νέο κύμα δυσαρέσκειας στην ισπανική κοινωνία, αλλά και στην ίδια την άρχουσα τάξη που έβλεπε στο κόμμα των Σιουδαδάνος την ελπίδα για διάσωση του συστήματος. Αυτή την ευκαιρία άδραξε ο Σάντσες, ο πρόεδρος του κόμματος των Σοσιαλιστών (PSOE), κάνοντας πρόταση μομφής ενάντια στον Ραχόι. Μετά από την πρόταση μομφής το κόμμα της δεξιάς έχασε την κυβέρνηση και ο Πέδρο Σάντσες πήρε τη θέση του Ραχόι.
Την 1η Ιούνη, από τα 350 μέλη του ισπανικού κοινοβουλίου, τα 180 ψήφισαν υπέρ της πρότασης μομφής (Σοσιαλιστές, Ποδέμος, τα καταλανικά κόμμα Εσκέρα Ρεπουμπλικάνα και PDEcat, το βάσκικο αριστερό-πατριωτικό Bildu, καθώς και το δεξιό βάσκικο PNV). Η ψήφος του δεξιού PNV μάλιστα αποτέλεσε τη μεγάλη έκπληξη των ημερών, αφού αθέτησε την αρχική συμφωνία για στήριξη του Ραχόι. Κατά της πρότασης μομφής ψήφισαν 165 βουλευτές, ανάμεσα στους οποίους και οι βουλευτές του κόμματος των Σιουδαδάνος.
Τις ώρες που ακολούθησαν μετά την κατεδάφιση του Ραχόι, το Podemos δια στόματος Πάμπλο Ιγλέσιας τόνισε ότι η νίκη δεν ανήκε στο PSΟΕ, αφού χωρίς τη στήριξη των Podemos δεν θα είχε καταψηφιστεί ο Ραχόι και απεύθυνε έκκληση για κυβέρνηση συνεργασίας Σοσιαλιστών και του μοβ κόμματος. Ωστόσο ο Σάντσες αρνήθηκε την πρόταση συνεργασίας και προχώρησε σε σχηματισμό μιας κυβέρνησης απόλυτα ελεγχόμενης από το κόμμα του. Η σύνθεση της κυβέρνησης έχει απασχολήσει πολύ τόσο τον Τύπο, όσο και τις συζητήσεις σε κοινωνικά δίκτυα, αλλά και στο εσωτερικό των κινημάτων. Και αυτό γιατί είναι η πρώτη φορά που σε μια κυβέρνηση χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η συντριπτική πλειοψηφία του υπουργικού συμβουλίου αποτελείται από γυναίκες. Συγκεκριμένα πρόκειται για 11 γυναίκες και μόλις 6 άνδρες. Απέναντι σε αυτή τη συμβολική κίνηση, σημαντικές μορφές του φεμινιστικού κινήματος, αν και χαιρετίζουν τη σημαντική συμμετοχή των γυναικών στη νέα κυβέρνηση, θυμίζουν ότι αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι η κυβέρνηση είναι φεμινιστική.
Η σημασία της
κατάρρευσης Ραχόι
Αναμφίβολα η κατάρρευση της κυβέρνησης Ραχόι είναι ένα καλό νέο. Η εκδίωξη αυτής της διεφθαρμένης κυβέρνησης αποτελούσε στόχο ήδη από το 2011, όταν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι φώναζαν στις πλατείες όλης της χώρας «Να φύγουν» και «Δεν μας αντιπροσωπεύουν». Επομένως από αυτή την άποψη έχει δίκιο ο Ιγλέσιας, όταν δηλώνει ότι η νίκη αυτή δεν ανήκει στον Ραχόι. Αν τα κινήματα στην Ισπανία δεν είχαν εμφανιστεί με τέτοια ορμή και διάρκεια όλα αυτά τα χρόνια, αν εκατοντάδες απλοί άνθρωποι δεν είχαν εκλεγεί στα τοπικά κοινοβούλια και στους δήμους, αν ο λαός της Καταλονίας δεν είχε αντισταθεί με αυτό τον τρόπο, αν οι γυναίκες της Ισπανίας δεν είχαν πραγματοποιήσει τη μεγαλύτερη γυναικεία γενική απεργία, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν θα είχε γίνει. Για όλους αυτούς τους λόγους οι προσδοκίες του ισπανικού λαού, αλλά και των Καταλανών που ελπίζουν σε έναν διάλογο (όπως έχει υποσχεθεί ο Σάντσες) με τη νέα κυβέρνηση, μπορεί να αποτελέσουν κινητήρια δύναμη για να κατεδαφιστεί η ίδια η πολιτική Ραχόι.
Κίνδυνοι ανασυγκρότησης των σοσιαλδημοκρατών
Μέχρι πρότινος το κόμμα των Σοσιαλιστών ήταν ένα χρεωκοπημένο κόμμα, το οποίο αδυνατούσε να πάρει πολιτικές πρωτοβουλίες. Δεν πέρασε άλλωστε πολύς καιρός από τις εσωτερικές διαμάχες για την αρχηγεία του κόμματος. Το PSOE στα μάτια των ανθρώπων, που αγωνίζεται όλα αυτά τα χρόνια, αποτελεί τμήμα του διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος. Αυτό γίνεται φανερό από τον νέο προϋπολογισμό λιτότητας που ετοιμάζεται να ψηφίσει, από τη ρητή τοποθέτηση στήριξης των ευρωπαϊκών πολιτικών κ.ά. Το PSOE παραμένει το κόμμα του νεοφιλελεύθερου Θαπατέρο και του διεφθαρμένου τμήματός του στην Ανδαλουσία.
Ωστόσο σε αυτόν τον νέο κύκλο ανοίγεται η δυνατότητα για μια ανασυγκρότησή του, η οποία αναγκαστικά θα περάσει μέσα από την αποδυνάμωση της Αριστεράς. Ο Σάντσες πολλές φορές τους τελευταίους μήνες επιχείρησε να οικειοποιηθεί σύμβολα και συνθήματα της Αριστεράς. Η άρνηση του άλλωστε να αποδεχτεί τη συνεργασία με το Podemos, ενώ πριν από λίγους μήνες την αποζητούσε φανατικά, δείχνει ότι ο Σάντσες θέλει πρώτα απ’ όλα να καθησυχάσει το σύστημα.
Η Αριστερά
Όπως ήταν αναμενόμενο, το κάλεσμα του Ιγλέσιας στον Σάντσες για συνεργασία, αλλά και η περίοδος χάριτος που προτίθεται να παραχωρήσει στους σοσιαλιστές μέχρι τις εκλογές του 2020, δημιούργησε μεγάλη αναταραχή στους κόλπους του Podemos. Πρόκειται για μια επικίνδυνη στάση που μπερδεύει τα κινήματα και θολώνει τα νερά, σε σχέση με την πραγματική φύση του PSOE. Το ρήγμα που άνοιξε μετά το ξέσπασμα του κινήματος των αγανακτισμένων, κινδυνεύει να κλείσει, αν δεν εκληφθεί η νέα συνθήκη ως μια ακόμα ευκαιρία για βάθεμα της κρίσης.
Σε αυτές τις συνθήκες, οι Αντικαπιταλίστας ασκούν έντονη κριτική στην πολιτική ξεπλύματος των σοσιαλιστών και καλούν σε προστασία και ανασυγκρότηση των κινημάτων. Επιμένουν στη δημοκρατία εντός του κόμματος, δημιουργώντας την πλατφόρμα «Μανιφέστο για τη Μαδρίτη», που ήδη έχει συσπειρώσει εκατοντάδες αγωνίστριες και αγωνιστές και ταυτόχρονα προετοιμάζουν το έδαφος για ριζοσπαστικές και ενωτικές υποψηφιότητες της Λαϊκής Ενότητας (Unidad Popular) εν όψει των δημοτικών εκλογών του 2019. Τονίζουν ότι επείγει η δημιουργία ενός ριζοσπαστικού προγράμματος, που θα αγκαλιάζει τα αιτήματα των κινημάτων, ξεκινώντας από το φεμινιστικό.
Όπως σημείωσαν σε ανακοίνωσή τους λίγο πριν τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης:
«Σε αυτόν τον πολιτικό κύκλο που ανοίγει, εν μέσω μιας έντονης οικονομικής αναταραχής σε διεθνές επίπεδο και μπροστά σε μια νέα κατασκευαστική φούσκα (real estate bubble ) που αναπτύσσεται στην Ισπανία, ο ρόλος της κοινοβουλευτικής Αριστεράς είναι να στηρίξει μια συνταγματική διαδικασία και να οικοδομήσει μια πολιτική εναλλακτική, αποφεύγοντας έναν διπλό κίνδυνο: Από τη μία θα πρέπει να αποφύγει την ταχτική μιας υποτέλειας στο PSOE και στήριξής του υπό το φόβο μιας επανεμφάνισης της δεξιάς και από την άλλη να σταματήσει να ικετεύει επίμονα της είσοδό του στην κυβέρνηση, γεγονός που μπλοκάρει τη δημιουργία ενός πραγματικού πολιτικού μπλοκ αλλαγής».