Πολιτικό άσυλο πήρε ο Τουργκούτ Καγιά, μετά από 50 μέρες απεργίας πείνας.
Ο κομουνιστής Τούρκος δημοσιογράφος, ο οποίος υπερασπίζεται τα δικαιώματα των Κούρδων, χρειάστηκε να βάλει σε κίνδυνο τη ζωή και την υγεία του για να διεκδικήσει ένα αυτονόητο δικαίωμα που του είχαν αρνηθεί τόσο το Εφετείο Θράκης όσο και ο Άρειος Πάγος, που είχαν αποφασίσει υπέρ της έκδοσής του στο καθεστώς Ερντογάν. Παρά το γεγονός ότι τα στοιχεία που συνηγορούσαν υπέρ της μη έκδοσής του ήταν συντριπτικά: με συμμετοχή στα αριστερά κινήματα από τα μαθητικά του χρόνια, έχοντας συλληφθεί πολλές φορές και εκτίσει ποινές σε φυλακές τύπου F, ήταν εκζητούμενος από την τουρκική κυβέρνηση για να εκτίσει ένα υπόλοιπο ποινής με βάση τον «αντιτρομοκρατικό» νόμο, που χρησιμοποιείται ως όχημα για τη φυλάκιση και τις διώξεις χιλιάδων Τούρκων αντικαθεστωτικών, κυρίως αριστερών και συνδικαλιστών.
Ασφαλώς, η απόφαση να του χορηγηθεί πολιτικό άσυλο από την Υπηρεσία Ασύλου είναι μια σημαντική νίκη του ίδιου και του κινήματος αλληλεγγύης που αναπτύχθηκε. Ενός κινήματος που αντιμετωπίστηκε αρκετές φορές με βία, καθώς δεν έλειψαν ούτε οι προσαγωγές συντρόφων του, που έκαναν καμπάνια πάνω στην πλατεία Συντάγματος υπέρ της απελευθέρωσής του, ούτε η εξευτελιστική συμπεριφορά προς τη σύζυγό του από τους αστυνομικούς φρουρούς στο νοσοκομείο της Νίκαιας, αλλά ούτε και η απώθηση από τα ΥΜΕΤ των αλληλέγγυων, που κατάφεραν τελικά να προσεγγίσουν την Υπηρεσία Ασύλου, τη μέρα της προγραμματισμένης εκεί συνέντευξής του.
Η αντιμετώπιση του Τουργκούτ Καγιά ανέδειξε σε όλο της το «μεγαλείο» τη σήψη όχι μόνο των ανώτατων θεσμικών «λειτουργών» της Δικαιοσύνης, αλλά και του μνημονιακού πολιτικού συστήματος συνολικά. Από την πλευρά της η κυβέρνηση επέδειξε μια τεράστια πολιτική αδυναμία και ατολμία, καθώς ο υπουργός Δικαιοσύνης, Σταύρος Κοντονής, ο οποίος είχε την αρμοδιότητα να αποφασίσει αμέσως υπέρ της μη έκδοσής του, αρνήθηκε κατηγορηματικά να αναλάβει την πολιτική ευθύνη που του αναλογούσε, κάνοντας τον Καγιά «μπαλάκι» στην Υπηρεσία Ασύλου και εξωθώντας τον στο έσχατο μέσο πάλης με την απεργία πείνας. Είναι προφανές ότι η στάση αυτή υπαγορεύθηκε από τη σκοπιμότητα της κυβέρνησης να μη δεσμευτεί η ίδια πολιτικά ως προς τη μη έκδοσή του, την ώρα που εκκρεμεί τόσο το ζήτημα της φυλάκισης των δύο Ελλήνων στρατιωτικών στην Τουρκία, όσο και το αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης για πλήρη εφαρμογή της αντιπροσφυγικής συμφωνίας Τουρκίας-ΕΕ.
Αυτή η πολιτική ατολμία αποθράσυνε τη βουλευτή της ΝΔ, Ντόρα Μπακογιάννη, που «απελευθερωμένη» από κάθε είδους επίφαση «δημοκρατικότητας», έφτασε στο σημείο να προτείνει ξεκάθαρα και αναίσχυντα την ανταλλαγή των δύο στρατιωτικών με την έκδοση του Καγιά και άλλων Τούρκων και Κούρδων «τρομοκρατών», δηλαδή αγωνιστών που παλεύουν ενάντια στο ακραία αυταρχικό και αντιδημοκρατικό καθεστώς Ερντογάν. Αναδεικνύοντας έτσι το σαθρό υπόβαθρο του εθνικιστικού «πατριωτισμού», ο οποίος λειτουργεί «μονόπαντα» και παύει να υφίσταται, όταν πρόκειται για την έκδοση αριστερών αγωνιστών, που παλεύουν ενάντια στα συμφέροντα των αστικών τάξεων των χωρών τους.
Το ζήτημα της απειλής εκδόσεων αριστερών αγωνιστών δεν έχει τελειώσει ούτε στην Ελλάδα, ούτε στην ΕΕ. Η απόφαση του Αρείου Πάγου ηχεί ως «καμπανάκι κινδύνου» για πολλούς Τούρκους αγωνιστές, που ζητούν πολιτικό άσυλο στη χώρα μας, ενώ όλο και περισσότερες χώρες της ΕΕ εκδίδουν ως «τρομοκράτες» Τούρκους αγωνιστές. Στο πλαίσιο αυτό, ο αγώνας για να απομακρυνθεί πλήρως κάθε ενδεχόμενο έκδοσης Τούρκων αγωνιστών, σήμερα και στο μέλλον, συνεχίζεται!