Ανάγκη μετάβασης σε ένα άλλο εκπαιδευτικό σύστημα
Για μια ακόμη χρονιά μαθητές και γονείς φορτώθηκαν το υλικό και ψυχολογικό βάρος των πανελληνίων εξετάσεων. Παρά τις εξαγγελίες του Υπουργείου Παιδείας περί κατάργησης των βάναυσων αυτών εξετάσεων, ο βραχνάς των πανελληνίων συνεχίζει να υφίσταται, καθώς συντηρεί ένα ολόκληρο σύστημα εντατικοποίησης, παραπαιδείας, κέρδους και ανταγωνισμού.
Τη Δευτέρα 27/8 ανακοινώθηκαν οι βάσεις. Οικογένειες ολόκληρες περίμεναν με αγωνία την ανακοίνωσή τους, καθώς από τη διακύμανσή τους εξαρτιόταν και η διακύμανση των οικονομικών τους δεδομένων τα επόμενα χρόνια. Στο «πέρασε» ή «δεν πέρασε» συμπυκνώνεται το αποτέλεσμα μιας ψυχοφθόρας και επίπονης προσπάθειας νέων ανθρώπων, που καλούνται από τα 16 τους να αποφασίσουν τι θα κάνουν στην υπόλοιπη ζωή τους, αλλά και το άγχος των γονέων που μέσα στην κρίση αναγκάζονται να βάλουν το χέρι βαθιά μέσα στην τσέπη για φροντιστήρια, ιδιαίτερα ή ακόμη και ψυχολόγους. Οι γονείς περίμεναν εναγωνίως την ανακοίνωση των βάσεων προκειμένου να ξέρουν αν θα χρειαστεί να πληρώσουνε νοίκια, να αγοράσουν έπιπλα, να κάνουν οικονομίες μέχρι τελικής πτώσεως, προκειμένου να σπουδάσει αξιοπρεπώς το παιδί τους στην επαρχία.
Οι πανελλήνιες εξετάσεις δεν αποτελούν απλώς μια μέθοδο εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αποτελούν μια βιομηχανία εντατικοποίησης με σκοπό την αποκόμιση κέρδους. Ένα ολόκληρο σύστημα παραπαιδείας έχει στηθεί πάνω στις πανελλήνιες, το οποίο δεν τόλμησε να πειράξει ποτέ κανείς. Τα φροντιστήρια αντικαθιστούν το ρόλο του σχολείου, οι εξετάσεις τη σημασία της γνώσης και τα δίδακτρα την εμπιστοσύνη στον καθηγητή. Το δημόσιο σχολείο μένει πίσω στον αγώνα δρόμου για την κάλυψη των απαιτήσεων της ύλης και η «εξωτερική βοήθεια» κρίνεται απολύτως απαραίτητη, αν κάποιος θέλει να περάσει σε κάποια σχολή.
Σε αυτό τον αγώνα δρόμου τα φροντιστήρια κερδοσκοπούν πάνω στο άγχος και την πίεση των μαθητών, αξιοποιώντας το εύφορο πεδίο που τους παρέχει το σύστημα των πανελληνίων εξετάσεων. «Ριγμένοι» σε αυτή την πραγματικότητα δεν είναι άλλοι από τους οικονομικά ασθενέστερους. Οι εργατικές οικογένειες υποχρεώνονται να κάνουν μεγάλες θυσίες προκειμένου να σπουδάσουν τα παιδιά τους. Οι μαθητές από την άλλη συνηθίζουν σε μια καθημερινότητα διαρκούς πίεσης και υποχρέωσης, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα τα «θέλω» τους. Αυτό αποτυπώνεται ακόμη και στη συμπλήρωση του μηχανογραφικού, όπου δεν δηλώνουν σχολές που «θέλουν», αλλά σχολές που «πρέπει» για να βρούνε δουλειά.
Το θέμα, λοιπόν, δεν είναι οι βάσεις του 2018, αλλά η μετάβαση στις βάσεις ενός άλλου εκπαιδευτικού συστήματος, που δεν θα προάγει τον ατομισμό, τον ανταγωνισμό και την πειθάρχηση. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αρνείται να ανοίξει μια τέτοια συζήτηση και, πετώντας τυράκια, προσπαθεί να αποπροσανατολίσει την κουβέντα. Η ουσία είναι ότι η ανακοίνωση των φετινών βάσεων δεν διαφέρει σε κάτι από τις προηγούμενες. Από πίσω κρύβεται η ίδια καταπίεση των μαθητών και η ίδια οικονομική απομύζηση των γονέων.